Μόνο μία… υποκλοπή για κάθε κακούργημα!

Ενοχοποιητικές τηλεφωνικές συνομιλίες που κατέγραψε νομίμως ο κρατικός «κοριός» στο πλαίσιο εξάρθρωσης εγκληματικής ομάδας δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν αποδεικτικό στοιχείο σε άλλη δικογραφία για να αποδειχθούν πράξεις διαφορετικές από αυτές για τις οποίες είχε διαταχθεί η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου. Πόσω μάλλον όταν για τη χρήση σε άλλη δικογραφία του περιεχομένου της άρσης αυτής των τηλεφωνικών επικοινωνιών δεν έχει εκδοθεί νεότερη διάταξη που να επιτρέπει να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα συγκεκριμένα στοιχεία, ούτε δε είναι νόμιμη η έκδοση τέτοιας διάταξης όταν οι πράξεις για τις οποίες σχηματίστηκε η νεότερη δικογραφία δεν αναφέρονται στη διάταξη με την οποία καθορίζονται τα κακουργήματα για τη διακρίβωση των οποίων επιτρέπεται η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών.

Αυτό αποφάνθηκε με, πιλοτικό πλέον και για παρόμοιες υποθέσεις, βούλευμα του το οποίο αποκαλύπτει σήμερα η «Α», το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας. Το πολύ σημαντικό βούλευμα ως προς το νομικό του περιεχόμενο εκδόθηκε μετά από σχετική αίτηση τεσσάρων κατηγορουμένων σε βαθμό πλημμελήματος για τους οποίους είχε ασκηθεί ποινική δίωξη μαζί με άλλα 195(!) πρόσωπα, τα περισσότερα των οποίων όμως αντιμετωπίζουν βαρύτατες κακουργηματικές κατηγορίες, στο πλαίσιο δράσης εγκληματικής οργάνωσης που δρούσε στην περιοχή του Πειραιά και φέρεται μεταξύ άλλων να εμπλέκεται σε εκβιάσεις, εκρήξεις, εμπρησμούς, τοκογλυφίες και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.

Στη συνέχεια, όμως, διατάχθηκε με βούλευμα ο διαχωρισμός της ανακριτικής δικογραφίας σε επτά επιμέρους δικογραφίες, ανάμεσα στις οποίες είναι και αυτή που αφορά στους τέσσερις αιτούντες, υπόθεση η οποία παραπέμφθηκε για τα περαιτέρω στην κατά τόπο αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθήνας. Όπως, δε, αναφέρεται στο σχετικό βούλευμα, ο διαχωρισμός των δικογραφιών διατάχθηκε γιατί κρίθηκε ότι δεν είναι συναφείς οι αξιόποινες πράξεις όλων των κατηγορουμένων, καθώς προέκυψε από την ανάκριση ότι υπάρχουν επτά ομάδες κατηγορουμένων με διαφορετικούς συμμετόχους η καθεμία, οι οποίοι στρέφονται κατά διαφορετικών παθόντων.

Άρα –σύμφωνα με το σκεπτικό τού υπ’ αριθμόν 2620/2014 βουλεύματος που αποκαλύπτουμε– «το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνομιλιών που προέκυψε ως αποδεικτικό στοιχείο μετά από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και αφορούσε στη μεγάλη δικογραφία (σ.σ. η οποία είχε αρχικά σχηματισθεί) για πράξεις που διώκονται σε βαθμό κακουργήματος απαγορεύεται με ποινή ακυρότητας να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη στην προκείμενη δικογραφία η οποία δεν κρίθηκε συναφής με την πρώτη ανακριτική δικογραφία, καθώς αυτό αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 5 & 10 του νόμου 2225/1994 η οποία δεν επιτρέπει τη χρήση της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου ως αποδεικτικού στοιχείου σε άλλη δικογραφία προς απόδειξη σκοπού και αδικημάτων διαφορετικών από εκείνα που είχαν καθορισθεί με τη διάταξη της άρσης».

«Άδειασμα» του εισαγγελέα

Αντίθετη εντελώς γνώμη είχε ο εισηγητής-εισαγγελέας, Νικόλαος Μαργαρίτης, του οποίου την πρόταση δεν δέχτηκαν τα τρία μέλη του δικαστικού συμβουλίου (με πρόεδρο τον Ελευθέριο Γεωργίλη).

Κατά τον εισηγητή, η αίτηση των τεσσάρων έπρεπε να απορριφθεί καθώς κατά τη νομική του εκτίμηση «επιτρεπτά έλαβε χώρα αξιοποίηση του περιεχομένου της επικοινωνίας όπως αυτό αποτυπώνεται στις εκθέσεις απομαγνητοφώνησης και συνεπώς καμία ακυρότητα δεν παρήχθη». Σύμφωνα με το σκεπτικό του εισαγγελέα:

# Η σχηματισμός της νεότερης δικογραφίας μετά τον διαχωρισμό της υπόθεσης και μάλιστα για την ταχύτερη εκδίκαση των πράξεων (σ.σ. που εν προκειμένω όμως είναι μόνον πλημμελήματα) δεν δημιούργησε άλλη δίκη.

# Τονίζει, δε, και μάλιστα… ως εκ περισσού όπως αναφέρει, ότι «η αποκάλυψη και διερεύνηση εγκληματικών πράξεων ακόμα και πλημμεληματικών δεν συνιστά σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο ήρθη το απόρρητο αν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις οι αξιόποινες συμπεριφορές που αποκαλύφθηκαν εκδηλώθηκαν στο πλαίσιο του ίδιου συνεκτικού ιστού βιωτικών εκδηλώσεων και συμβάντων με εκείνες που στοιχειοθετούν τις εγκληματικές πράξεις για την αποκάλυψη των οποίων ήρθη το απόρρητο, παρουσιάζοντας έτσι κατά την κοινή αντίληψη συνεκτικότητα ως αντικοινωνικές και αξιόποινες συμπεριφορές συγκροτώντας ένα ενιαίο εγκληματικό φαινόμενο».

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα