Μπάμπης Αναγνωστόπουλος: «Δεν είχα σκοπό να βλάψω την Καρολάιν δεν υπήρχε προμελέτη»

Ο συζυγοκτόνος έκανε την πρώτη τοποθέτησή του στη δίκη για τη δολοφονία

Με διάλογο που είχε η πρόεδρος του δικαστηρίου με τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο ξεκίνησε η δίκη για τη δολοφονία από τον ίδιο της συζύγου του Καρολάιν στα Γλυκά Νερά τον Μάιο του 2021.                                                                              

«Γίνεται αγώνας δρόμου προκειμένου να βρεθεί αίθουσα, δεν είναι δυνατόν να κάνουμε δεκτό το αίτημα, σε αυτό το κτίριο γίνονται όλες οι μεγάλες δίκες για τις υποθέσεις που το τελευταίο διάστημα απασχόλησαν την κοινή γνώμη» τόνισε η πρόεδρος.

Ο διάλογος του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου με την πρόεδρο του δικαστηρίου

Πρόεδρος: Αποδέχεστε η όχι τις κατηγορίες;

Μπάμπης Αναγνωστόπουλος: Ποτέ δεν είχα σκοπό να βλάψω τη σύζυγό μου. Την αγαπούσα και την αγαπώ. Αυτό δεν άλλαξε και δεν θα αλλάξει ποτέ από τη μέρα που τη γνώρισα.

Προεδρος: Έχετε πει ότι τελούσατε εν βρασμώ;

Μπάμπης Αναγνωστόπουλος: Αυτός είναι ο ισχυρισμός μου δεν υπήρχε προμελέτη κανένας όφελος η κέρδος από εμένα από αυτή την πράξη.

Με ισχυρή συνοδεία στο δικαστήριο

Ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος οδηγήθηκε στο δικαστήριο λίγο μετά τις 8:30 το πρωί της Τρίτης καθώς ξεκινά ουσιαστικά η δίκη για τη δολοφονία από τον ίδιο της συζύγου του, Καρολάιν, στα Γλυκά Νερά τον Μάιο του 2021.                                               Τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος μπήκε στην αίθουσα ανέκφραστος, συνόδευαν πάνοπλοι αστυνομικοί.

Σήμερα αναμένεται να καταθεσούν οι αστυνομικοί που ασχολήθηκαν με την υπόθεση, ενώ δεν αποκλείεται -αν ο χρόνος το επιτρέψει- να βρεθεί στο βήμα του μάρτυρα και η σύμβουλος ψυχικής υγείας του ζευγαριού, Ελένη Μυλωνοπούλου.

Κατά την πρώτη συνεδρίαση, ο 33χρονος πιλότος βρέθηκε στη δικαστική αίθουσα και άκουσε ατάραχος το κατηγορητήριο με προσοχή και κοιτάζοντας την εισαγγελέα στα μάτια. Η μητέρα και ο πατέρας της 20χρονη Κάρολαιν δε βρέθηκαν στο δικαστήριο, εκπροσωπήθηκαν από τον δικηγόρο Θανάση Χαρμάνη και δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής. «Ο κ. Κράουτς έχει κινητά προβλήματα και αδυνατεί να μετακινηθεί. Η μητέρα της ήθελε πολύ να παρευρεθεί αλλά οι γιατροί δεν της επέτρεψαν για να μην κλονιστεί η υγεία της» ανέφερε ο νομικός παραστάτης της οικογένειας. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο προχώρησε στην κλήρωση των ενόρκων και τις τρεις γυναίκες δικαστές συμπλήρωσαν στην έδρα τέσσερεις ένορκοι, δυο άνδρες και δυο γυναίκες.

Αμέσως μετά υποβλήθηκε αίτημα διακοπής από τον συνήγορο του κατηγορουμένου Αλεξανδρο Παπαϊωαννίδη, το οποίο έγινε δεκτό από το δικαστήριο.

Το βαρύ κατηγορητήριο περιλαμβάνει δύο κακουργήματα, ανθρωποκτονία από πρόθεση τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κακοποίηση ζώου και αλλά και δύο πλημμελήματα για ψευδή καταγγελία επειδή κατέστησε άλλους ύποπτους των πράξεών του και ψευδή κατάθεση κατ’ εξακολούθηση. Οι δικαστές του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου υιοθέτησαν πλήρως την εισαγγελική πρόταση του εισαγγελέα Πρωτοδικών Γιώργου Νούλη, ο οποίος χαρακτήριζε ανάλγητο, ψυχρό και μεθοδικό τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο. Ο εισαγγελικός λειτουργός έκανε λόγο για αμετανόητη στάση του κατηγορουμένου, και περιέγραψε 11 σημεία, τα οποία αποτελούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κακουργηματικών του πράξεων.

Ανάμεσα στα σημεία αυτά, ο εισαγγελικός λειτουργός αναφέρεται στην από μέρους του «ψυχρή και μεθοδική εξύφανση λεπτομερούς ψεύδους σεναρίου περί επιδρομής στον τόπο του εγκλήματος αγνώστων τρίτων ληστών, οι οποίοι δήθεν διέπραξαν τα εγκλήματα στα οποία ο ίδιος προέβη, προς αποπροσανατολισμό των αστυνομικών και διωκτικών αρχών, ενώ προς υποστήριξη της κατασκευής αυτής επέδειξε υποκριτική και αμετανόητη στάση, αναζητώντας ψυχολογική στήριξη για την διατήρηση της προσποιητής θλίψης του από την απώλεια της συζύγου του».

Για «θρασύτητα και έλλειψη μεταμέλειας», κάνει λόγο ο κ. Νούλης, εξηγώντας ότι αυτό «προκύπτει από την άνεση και την παρουσία και συμμετοχή του ως «τεθλιμμένου χώρου» στις θρησκευτικές τελετές μνήμης της φονευθείσας από τον ίδιο συζύγου του και τον κυνισμό και την φιλαυτία που επέδειξε ακόμη και μετά την ομολογία των πράξεών του καθώς επιχείρησε να δικαιολογήσει το ψευδές σκηνικό ληστείας που επεξεργάστηκε απεργάστηκε προς αποφυγή των ποινικών ευθυνών του ως προερχόμενο από το ενδιαφέρον του «η κόρη του να μεγαλώσει τουλάχιστον με τον πατέρα της». Ήτοι ο ίδιος να απολαύσει την πατρότητα και την ανατροφή ενός παιδιού από το οποίο βίαιο στέρησε από την βρεφική του ηλικία την μητέρα του, ντροπή αυτό ούτε καν θα θυμάται!».

Η νύχτα της δολοφονίας

Λεπτό προς λεπτό περιέγραψε στην εισήγησή του προς το δικαστικό συμβούλιο ο εισαγγελέας, τις κινήσεις και τις σκέψεις του Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, που επιχείρησε να καλύψει το έγκλημά του. «Μετά και την συγκεκριμένη πολλοστή θερμή φιλονικία του ζεύγους ο κατηγορούμενος αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση σχεδίου εξόντωσης της συζύγου του, που από καιρό καλλιεργούσε στην σκέψη του, με σκοπό να απαλλαγεί από την παρουσία της και να απομείνει μόνος με το παιδί τους. Το σχέδιο του αυτό αποτελούνταν από δύο μέρη, αφενός μεν τη φόνευση της Κράουτς, αφετέρου δε την εμφάνιση του θανάτου της ως προϊόν εγκληματικής ενέργειας τρίτον αγνώστων δραστών προς αποφυγή τον δικό του ποινικών ευθυνών. Κι ενόσω το μωρό κοιμόταν στο σαλόνι της οικίας και η Κράουτς στην κρεβατοκάμαρα του άνωθεν αυτού ορόφου ο κατηγορούμενος προχώρησε, με τη χρήση γαντιών χειρός, σε σειρά ενεργειών προκειμένου να διαμορφώσει στο χώρο της οικίας εικονικό σκηνικό «ληστείας μετά φόνων», εξηγεί ο κ. Νούλης.

Μάλιστα, περιγράφει το λεπτομερώς τον τρόπο δράσης του κατηγορουμένου, εξηγώντας ότι αρχικά «προέβη στην βίαιη αποκόλληση κάμερες παρακολούθησης του χώρου σαλονιού -καθιστικού, που ήταν τοποθετημένη (βιδωμένη) στην οροφή του, ώστε να μην καταγράφονται οι κινήσεις του, προχώρησε στην αφαίρεση και την καταστροφή της κάρτας μνήμης της συγκεκριμένης συσκευής με σκοπό την εξαφάνισή της, αποξήλωσε το παραθυρόφυλλο του υπογείου της μεζονέτας το οποίο στη συνέχεια απέκρυψε στο χώρο του πλυσταριού, ώστε να δημιουργήσει «πύλη εισόδου» των «αγνώστων ληστών» στο σπίτι, επέφερε σε επιλεγμένους χώρους της μεζονέτας τεχνητή εικόνα ακαταστασίας και απομάκρυνε από το χώρο του σαλονιού τα τιμαλφή του ζεύγους (βέρες, δαχτυλίδια) τα οποία και απέκρυψε εντός πλαστικής σακούλας στο ρεζερβουάρ της μοτοσυκλέτας του, ώστε να τα παρουσιάσει ως «λεία των ληστών»».

Το σενάριο του κατηγορουμένου είχε και δεύτερο σκέλος, αφού όπως περιγράφει ο εισαγγελέας, στη συνέχεια έβαλε μπροστά το χειρότερο κομμάτι του σχεδίου του, που δεν ήταν άλλο από τη δολοφονία της συζύγου του. «Αφού ολοκλήρωσε το πρώτο μέρος της «σκηνογραφίας» των χωρών του ισογείου του σπιτιού ο κατηγορούμενος περί ώρα 4:05 ανέβηκε στο υπνοδωμάτιο της μεζονέτας όπου κοιμόταν ανύποπτη η σύζυγος του. Απόλυτα ψύχραιμος αιφνιδίασε τον κοιμώμενο σε πρηνή θέση (μπρούμυτα) θύμα, το οποίο και ακινητοποίησε με το υπέρτερο σωματικό βάρος του. Με τη δύναμη των χεριών του πίεσε ισχυρά το κεφάλι της Κράουτς προς το μαξιλάρι με αποτέλεσμα την απόφραξη των έξω στομίων των αεροφόρων οδών αυτής (στόμα και ρουθούνια). Τούτο επέφερε σταδιακή δυσχέρεια στην αναπνοή της, αυτή προσπάθησε να αντιδράσει, πλην όμως τούτο δεν κατέστη δυνατό. Η προσπάθεια αυτή του κατηγορουμένου να εξοντώσει την σύζυγό του διήρκεσε επί πεντάλεπτο και τελικώς το θύμα κατέληξε λόγω ασφυξίας περί ώρα 4:11. Και τούτο αφού κατά τη διάρκεια της δολοφονίας του υποβλήθηκε σε έντονο σωματικό και ψυχικό στρες, με το θάνατο του να είναι όχι ακαριαίος αλλά αγωνιώδης».

Εκτενής είναι η αναφορά και στη δολοφονία του σκυλιού της οικογένειας το οποίο βρήκε φρικτό θάνατο, προκειμένου να «υπηρετήσει» το σχέδιο της ληστείας. «Μετά την θανάτωση της συζύγου του ο πάντα ψύχραιμος και αυτοκυριαρχούμενος κατηγορούμενος (…) την ώρα 4:20 φόνευσε δια απαγχονισμού τον οικόσιτο σκύλο ονόματι Ρόξι. Το άτυχο ζώο κρεμάστηκε από αυτόν με το λουρί του στα κάγκελα της εσωτερικής σκάλας μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου. Η τέλεση του εγκλήματος αυτού είχε την στόχευση, τόσο το να εμφανιστεί πειστικότερο το σενάριο της βιαιότητας των «φανταστικών» ληστών, οι οποίοι πλην της συζύγου του σκότωσαν και τον τετράποδο, όσο και να απομακρυνθούν οι τυχόν υποψίες από το πρόσωπο του κατηγορουμένου, αφού δεν θα ήταν πιθανό να θεωρηθεί ότι ο ίδιος το κακοποίησε».

Για την τελειοποίηση του σχεδίου του, ο κατηγορούμενος «μετακίνησε το κοιμώμενο στον ισόγειο όροφο, μωρό του ζεύγους και το τοποθέτησε επάνω στο κρεβάτι του υπνοδωματίου, δίπλα στην άρτι δολοφονηθείσα από τον ίδιο μητέρα του με σκοπό να προσδώσει ένα περαιτέρω δραματικό τόνο στο όλο σενάριο και να μεγεθύνει την αγριότητα των ανύπαρκτων ληστών». Στη συνέχεια, με τη χρήση σπάγγου και μονωτικής ταινίας έδεσε μόνος του μεταξύ τους τα χέρια του μπροστά και τα πόδια του και στη συνέχεια προσδέθηκε στις τάβλες του κρεβατιού στο δάπεδο του υπνοδωματίου. «Πριν τον ως άνω «αυτοπεριορισμό» του προέβη στην επιχείρηση σκοπίμως εσφαλμένων τηλεφωνικών κλήσεων σε αριθμούς παρόμοιους με αυτόν της άμεσης δράσης (1000 και 180). Και τούτο προκειμένου να γίνει πιστευτή η κατασκευή του ότι κατά την προσπάθεια επικοινωνίας του με την αστυνομική αρχή ήταν πράγματι δεμένος» αναφέρει ο εισαγγελέας.

Κατά την προανάκριση και σύμφωνα με τις καταθέσεις που έδωσε ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος στους αστυνομικούς ο εισαγγελέας αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος επέμενε να προβαίνει σε υποκριτικές ενέργειες που θα απομάκρυναν τις υπόνοιες τέλεσης από τον ίδιο, ενώ αποδομεί τους ισχυρισμούς του περί ατυχήματος, επικαλούμενος μεταξύ άλλων «την έλλειψη αναφοράς συμβάντος τέτοιας έντασης που θα μπορούσε να πυροδοτήσει αιφνίδια έκρηξη ασυγκράτητων συναισθημάτων και την χρονική απόκλιση μεταξύ του επεισοδίου με το μωρό και του χρόνου της φονεύσεις της θανούσης».

Καταλήγωντας ο εισαγγελικός λειτουργός αναφέρει: «Η πλήρης διαύγεια του κατηγορουμένου επιρρωνύεται από την πληρότητα της σχετικής «σκηνοθεσίας» τόσο μετά την τέλεση της ανθρωποκτονίας όσο και πριν από αυτή, η οποία και καταδεικνύει ότι την επεξεργάστηκε νωρίτερα και υπολογισμένα και όχι υπό το κράτος ανεξέλεγκτης παρόρμησης».

 

 

      

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα