Να μπει κανείς ή να μην μπει; (στην πιστοληπτική γραμμή στήριξης)

Το ιδιότυπο μπρα-ντε-φερ του Γιάννη Στουρνάρα με τον Μιχάλη Σάλλα, που διαφωνούν κάθετα για το ποια είναι η ενδεδειγμένη δημοσιονομικά λύση που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα για την έξοδό της από το 3ο μνημόνιο που τυπικά λήγει τον Αύγουστο

Το διά στόματος Άμλετ σαιξπηρικό δίλημμα «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» τείνει να παραφραστεί στην Ελλάδα του 2018 στο «να μπει κανείς ή να μην μπει (στην πιστοληπτική γραμμή στήριξης);». Και σαν να μην έφτανε αυτό, δύο εμβληματικές μορφές του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, ο νυν διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, και ο ιδρυτής της Τράπεζας Πειραιώς, Μιχάλης Σάλλας, ερίζουν –ο καθένας με τα επιχειρήματά του– για την ορθότητα της μίας ή της άλλης εκδοχής του ελληνικού μεταμνημονιακού δημοσιονομικού διλήμματος…

Ρεπορτάζ: Νίκος Τσαγκατάκης

Τον όχι τόσο μακρινό Νοέμβρη του 2014 στην ολομέλεια της Βουλής συζητιόταν ο τότε προϋπολογισμός με τους αγορητές της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου να αναφέρονται στην αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της πιστοληπτικής γραμμής στήριξης ως το βήμα που θα ακολουθήσει η χώρα με τη λήξη του δεύτερου μνημονίου τον Φεβρουάριο του 2015.

Η αλήθεια είναι ότι από τότε μέχρι σήμερα μεσολάβησε η βαρουφάκειος διαπραγμάτευση, η υπογραφή ακόμη ενός δυσβάσταχτου –αχρείαστου λένε κάποιοι– τρίτου αριστερού μνημονίου, αλλά ο παρονομαστής γράφει πάλι «πιστοληπτική γραμμή στήριξης». Ποια είναι λοιπόν η ενδεδειγμένη λύση για την επόμενη ημέρα της χώρας; Αυτή που προτάσσει ο Γιάννης Στουρνάρας ή αυτή που απεύχεται να (μας) συμβεί ο Μιχάλης Σάλλας;

Τα επιχειρήματα Στουρνάρα

Η απάντηση μόνο εύκολη δεν είναι, καθώς με καθαρά τεχνοκρατικούς οικονομικούς όρους, τα επιχειρήματα και των δύο τραπεζιτών ακούγονται απολύτως λογικά.

Ο «συνήθης ύποπτος» για το Μαξίμου διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος λέει, για παράδειγμα, ότι μετά τη λήψη του τρίτου μνημονίου η χώρα θα πρέπει να υπαχθεί σε ένα προληπτικό πρόγραμμα στήριξης, για λόγους που εξηγούνταν στην Ενδιάμεση Έκθεση της ΤτΕ που δημοσιεύθηκε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα. Ειδικότερα, ο κεντρικός τραπεζίτης ισχυρίζεται πως η πιστοληπτική γραμμή στήριξης θα υποβοηθήσει την ασφαλή και με χαμηλό επιτοκιακό κόστος χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, χωρίς η Ελλάδα να αναζητήσει «ακριβό» χρήμα από τις αγορές.

Σύμφωνα, πάντα, με τον Γ. Στουρνάρα, μία τέτοια επιλογή θα ήταν ιδιαίτερα θελκτική και για τους επενδυτές που θα ένιωθαν περισσότερη σιγουριά να «χτίσουν» θέσεις στην εγχώρια αγορά, καθώς θα είχε εξασφαλιστεί σε έναν σημαντικό βαθμό η ομαλή και χωρίς ανισορροπίες μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε status κανονικότητας. Μάλιστα, ο επικεφαλής της ΤτΕ το πήγε κι ένα βήμα παρακάτω επαναλαμβάνοντας συχνά-πυκνά –και κάνοντας τους ενοίκους του Μαξίμου να ανεβάζουν τεταρταίο πυρετό– ότι Αθήνα και Θεσμοί πρέπει να ξεκαθαρίσουν τα… βήματα του μεταμνημονιακού «τανγκό». Όπερ μεθερμηνευόμενο, ο Γ. Στουρνάρας επιμένει στην ανάγκη να αποσαφηνιστεί εκ των προτέρων η μορφή της –μετά τον Αύγουστο– χρηματοδοτικής στήριξης της Ελλάδας από τους δανειστές, εξηγώντας ότι αν στο παρά πέντε της εξόδου δεν θα έχει βελτιωθεί η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας, τότε η πιστοληπτική γραμμή θα αποτελέσει ισχυρό στήριγμα των ελληνικών ομολόγων, ώστε αφενός να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, αφετέρου να συμμετάσχουν στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.

Τα επιχειρήματα Σάλλα

Στην αντίπερα όχθη των επιχειρημάτων Στουρνάρα βρέθηκε ένας «συνάδελφος» του κεντρικού τραπεζίτη, ο Μιχάλης Σάλλας.

Αν και παράξενο εκ πρώτη όψεως, διότι η στατιστική λέει ότι οι εκπρόσωποι του τραπεζικού συστήματος δεν μας έχουν συνηθίσει σε τόσο κάθετες διαφωνίες, η αλήθεια είναι ότι ο «πατέρας» της Τράπεζας Πειραιώς και νυν στρατηγικός επενδυτής στην Παγκρήτια Τράπεζα υπερασπίστηκε την «καθαρή έξοδο» από το τρίτο μνημόνιο, κάνοντας… πενηνταράκια μία σειρά από καίρια επιχειρήματα. Μέσω άρθρου του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο πολύπειρος banker ανέπτυξε αντίστροφα τον συλλογισμό του, αποδομώντας λόγου χάριν το τελευταίο επιχείρημα Στουρνάρα. Ότι, δηλαδή, οι υπέρμαχοι της αποδοχής της πιστοληπτικής γραμμής επικαλούνται τη δυνατότητα που έχουν σήμερα οι ελληνικές τράπεζες να δίνουν ομόλογα για αναχρηματοδότηση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αυτά να γίνονται αποδεκτά από την ΕΚΤ με μηδενικό επιτόκιο, χωρίς τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν την απαιτούμενη επενδυτική διαβάθμιση (investment grade).

Όπως εξήγησε ο Μ. Σάλλας, το συνολικό ποσό που λαμβάνουν οι ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ με αυτόν τον παραπάνω τρόπο ανέρχεται –βάσει πρόσφατων στοιχείων– σε περίπου 5 δισ. ευρώ και δίχως πιστωτική προληπτική προστασία τον Αύγουστο το συγκεκριμένο ποσό θα πρέπει να αντληθεί είτε μέσω του ELA ή με REPOS στη διατραπεζική αγορά.

Τι δημοσιονομικό κόστος έχει, άραγε, μια τέτοια λύση; Ο ιδρυτής της Τράπεζας Πειραιώς το υπολογίζει σε μόλις 75 εκατ. ευρώ στη χειρότερη περίπτωση (σ.σ. σε 37 εκατ. ευρώ στην καλύτερη), λέγοντας ότι το επιτόκιο στον ELA ανέρχεται στο 1,5% και στα REPOS στο 0,75% και προκρίνοντας εν τέλει τη λύση της «καθαρής εξόδου» από το μνημόνιο.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει, εξάλλου, το αντεπιχείρημα του Μ. Σάλλα σε όσους υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει ως «μαξιλάρι» ένα ποσό από τα αχρησιμοποίητα 86 δισ. ευρώ του τρίτου μνημονίου. Όπως τονίζει ο έμπειρος τραπεζίτης, η χώρα μας έχει αντλήσει ήδη 42 δισ. ευρώ μέσω των προηγούμενων αξιολογήσεων. Με την ολοκλήρωση, δε, της 3ης αξιολόγησης τώρα θα καταβληθούν 5,7 δισ. ευρώ και 1 δισ. ευρώ τον Μάιο. Και έπεται συνέχεια, καθώς το επιτυχές «κλείσιμο» της 4ης αξιολόγησης θα αποφέρει στην Ελλάδα ακόμη 11 δισ. ευρώ.

Δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις της χώρας για την περίοδο Αύγουστος 2018 – Δεκέμβριος 2019 ανέρχονται σε 17 δισ. ευρώ και αφαιρουμένων 5,7 δισ. ευρώ που θα χρησιμοποιηθούν άμεσα σε «γεννημένες» υποχρεώσεις, τα υπόλοιπα 12 δισ. ευρώ μαζί με τα πλεονάσματα που σχηματίζονται, αποτελούν σύμφωνα με τον Μ. Σάλλα το «μαξιλάρι» που θεωρείται απαραίτητο για τη χώρα μέχρι τέλους του 2019. «Άρα η Ελλάδα», υποστηρίζει ο τραπεζίτης, «θα έχει στη διάθεσή της τον Αύγουστο, τα 12 δισ. ευρώ που θα εισπράξει με τη λήξη του προγράμματος συν τα πλεονάσματα, συν την όποια άντληση κεφαλαίων προκύψει από τις αγορές».

Και συμπλήρωσε την επιχειρηματολογία του λέγοντας: «Συνεπώς από το σύνολο των 86 δισ. ευρώ του 3ου προγράμματος η χώρα θα έχει αντλήσει 59 δισ. ευρώ και παραμένουν ως υπόλοιπο 27 δισ. ευρώ, τα οποία όμως δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει. Ο βασικός λόγος είναι ότι το 2015, τα 20 δισ. ευρώ προορίζονταν μόνον για τις ανάγκες του Τραπεζικού Συστήματος, γιατί τότε υπήρχαν διαθέσιμα για τις τράπεζες 25 δισ. ευρώ από τα οποία χρησιμοποιήθηκαν μόνον τα 5 δισ. ευρώ. Επομένως, τα υπόλοιπα 20 δισ. ευρώ “χάθηκαν”. Ούτε για τα εναπομείναντα 6-7 δισ. ευρώ του 3ου προγράμματος υπάρχει δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν καθώς και αυτά έπαψαν να είναι κατ’ ουσία διαθέσιμα, αφού η αξιολόγηση του τέταρτου 3μήνου του 2016 δεν ολοκληρώθηκε και ενσωματώθηκε στην επόμενη. Η ουσιαστική λύση επομένως που θα πρέπει να επεξεργαστούμε είναι το κείμενο εξόδου περιλαμβανομένης της συμφωνίας για το χρέος μαζί με αυτό που ονομάζουμε “μαξιλάρι ασφαλείας”».

Τα «ήξεις-αφήξεις» της ΕΚΤ

Αν εντός των τειχών η απόλυτη διχογνωμία θεωρείται φυσιολογική, τα «ήξεις-αφήξεις» που εκφράζονται από θεσμικούς παράγοντες στην Εσπερία για το αν η Ελλάδα πρέπει να υπαχθεί ή όχι σε ένα προληπτικό καθεστώς πιστωτικής στήριξης μετά το τέλος του μνημονίου είναι περιέργως πολλά και δύσκολα εξηγήσιμα.

Διότι την ώρα που ο «τραπεζίτης των τραπεζιτών», Μάριο Ντράγκι, είναι δεδομένα οπαδός της άποψης του «υφισταμένου» του Γιάννη Στουρνάρα, δύσκολα θα βρει κάποιος μία ΞΕΚΑΘΑΡΗ δήλωση του Ιταλού τεχνοκράτη που να υποστηρίζει την ανάγκη η Ελλάδα να ενταχθεί σε ένα μετα-μνημονιακό… μνημονιάκι!!! Μόνο διαρροές και φήμες συνοδεύουν την –ξαναλέμε– δεδομένη θέση του Μάριο Ντράγκι ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί φτηνό χρήμα που μόνο οι δανειστές μπορούν να της παράσχουν. Το γιατί αρκείται στην «παραφιλολογία» μεγεθύνει τις απορίες, ειδικά από τη στιγμή που ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) δηλώνει διά στόματος του επικεφαλής του, Κλάους Ρέγκλινγκ, ότι με τα τωρινά δεδομένα η Ελλάδα ΔΕΝ μοιάζει να χρειάζεται την προληπτική γραμμή πίστωσης.

Εύλογα, λοιπόν, μπορεί να οδηγηθεί κάποιος στο συμπέρασμα ότι οι Θεσμοί παίζουν ένα ιδιότυπο πόκερ πολιτικο-οικονομικών ισορροπιών, κρατώντας για τους εαυτού τους τον ρόλο του «καλού χωροφύλακα» που νουθετεί τον κρατούμενο και παραχωρώντας στον Γιάννη Στουρνάρα τον ρόλο του «κακού μνημονιακού τοποτηρητή», αγνοώντας φυσικά ότι ο διοικητής της ΤτΕ δεν θα μπορούσε ποτέ να δημιοσιοποιεί προσωπικές απόψεις χωρίς την έγκριση της προϊσταμένης αρχής στη Φρανκφούρτη.

 

Περισσότερο πολιτικό παρά οικονομικό το δίλημμα

Θα ήταν άτοπο να επιχειρηθεί η αξιολογική κρίση για τα επιχειρήματα δύο κατά τεκμήριο εξεχόντων πρωταγωνιστών της ελληνικής οικονομικής σκηνής. Ειδικά για τον Μιχάλη Σάλλα –κι αυτό επειδή υπερασπίστηκε τη θέση του με περισσότερα τεχνικά στοιχεία– λίγοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν στα σοβαρά ότι δεν ξέρει από… αριθμούς ο άνθρωπος που κουβαλά το παρατσούκλι ο «μετρ» των τραπεζικών συγχωνεύσεων.

Το ποιος, τελικά, έχει δίκιο ή άδικο ξεφεύγει από τη σφαίρα των μαθηματικών και η απάντηση του διλλήματος του τίτλου θα πρέπει να αναζητηθεί στη σφαίρα της πολιτικής. Η επιλογή της πιστοληπτικής γραμμής στήριξης έχει ένα οικονομικό πολύ λογικό κομμάτι που λέει το αυτονόητο: οι αγορές μπορεί να είναι πλέον σταθερές, αλλά το πότε θα ξαναγίνουν ασταθείς ή το πόση από την αναγκαία χρηματοδότηση θα αντλήσει μία χώρα δεν υπογράφεται σε συμβόλαια. Εν προκειμένω οι γνώστες της αγοράς λένε όχι άδικα ότι η Ελλάδα θα βγει για δανεικά και θα τα πάρει «υπογράφοντας» επιτόκια της τάξης του 3, 5%, 4% ή και ακόμη υψηλότερα. Αντίθετα τα κεφάλαια που θα χρηματοδοτήσουν τις εθνικές ανάγκες και θα έχουν αντληθεί από τον πιστοληπτικό «κουμπαρά», θα έχουν επιβαρυνθεί με επιτόκια που δεν θα ξεπερνούν το 2%. Τεράστια η διαφορά…

Από την άλλη, είναι δεδομένο ότι η αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της υπαγωγής της στην πιστοληπτική γραμμή στήριξης δεν θα γίνει δίχως «πολιτική ομηρία», καθώς η όλη διαδικασία θα πρέπει να τύχει της έγκρισης των υπόλοιπων ευρωπαϊκών Κοινοβουλίων, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει σε επίπεδο νέων μνημονιακών δεσμεύσεων. Και αυτή την παράμετρο την υπογράμμισε και ο Μ. Σάλλας, λέγοντας ότι προληπτική γραμμή σημαίνει εν πολλοίς επιβολή καινούργιων περιορισμών και καμία δημιουργία χώρου για έστω και μια μικρή ανεξαρτησία της δημοσιονομικής διαχείρισης.

Και δυστυχώς, αν συμβεί αυτό, η υπογραφή δηλαδή ενός τέταρτου μνημονίου, το πρόβλημα δεν είναι ότι θα έχει καταρρεύσει ο μύθος συγκυβέρνησης περί… εξόδιας από τα μνημόνια ακολουθίας. Θα έχει προηγηθεί ο ενταφιασμός της εθνικής οικονομίας και της χώρας συνολικά.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα