ΝΕΟΤΡΑΠΕΖΕΣ: Ο αναδυόμενος «παίκτης» στον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό χάρτη

Περισσότεροι από 1 στους 4 καταναλωτές προτιμούν πλέον τις NEOBANKS για τις βασικές συναλλαγές τους - Που υπερτερούν οι παραδοσιακές τράπεζες

Η είσοδος του 2022 συνοδεύτηκε για το ελληνικό επιχειρείν με τη μεγάλη εξαγορά τού 48,5% τής Viva Wallet, της ελληνικής καινοτόμου εταιρείας στον χώρο της ψηφιακής οικονομίας και του «πλαστικού» χρήματος, από τη μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα των ΗΠΑ, την JP Morgan.

Επιμέλεια: Νίκος Τσαγκατάκης

Για τους οικονομικούς αναλυτές το deal δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία, καθώς η Viva Wallet 22 χρόνια μετά την ίδρυσή της παρουσιάζει εξαιρετικές και «θελκτικές» προοπτικές, κατέχοντας δύο άδειες ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος σε Ελλάδα και Αγγλία και μία τραπεζική άδεια οι οποίες την τοποθετούν στο club των neobanks, των λεγόμενων νεο-τραπεζών, οι οποίες αποτελούν τον καινούργιο αναδυόμενο «παίκτη» στον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό χάρτη.

Του λόγου το αληθές αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα αποτελέσματα σχετικής έρευνας της EY, τα οποία δημοσιοποιήθηκαν λίγο πριν από τη δύση του περασμένου χρόνου και που δείχνουν ότι αν και οι παραδοσιακές τράπεζες εξακολουθούν να κυριαρχούν ως προς τη διατήρηση της βασικής χρηματοοικονομικής σχέσης (primary financial relationship – PFR) με τους καταναλωτές, το μερίδιό τους συρρικνώνεται προς όφελος των νεοτραπεζών. Είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από ένας στους 4 καταναλωτές παγκοσμίως (27%) συνεργάζονται με νεοτράπεζες, με την πλειοψηφία των εν λόγω καταναλωτών να προέρχονται γεωγραφικά κατά 19% από Ευρώπη και ΗΠΑ, και κατά 35% από Ασία και Ειρηνικό, και ηλικιακά από τα target group των 18-34 ετών (37%) και των άνω των 55 ετών (27%).

Το ισχυρό χαρτί των neobanks

Η επέλαση του κορωνοϊού και οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που αυτή δημιούργησε σε παγκόσμια κλίμακα οδήγησε τους καταναλωτές σε διαφορετικές και κυρίως ψηφιακές συναλλακτικές συνθήκες. Υπό αυτό το πρίσμα, από την παλέτα των υπηρεσιών των νεοτραπεζών οι πελάτες των τελευταίων επιλέγουν συχνότερα τα καταθετικά προϊόντα (69%) και τις ψηφιακές πληρωμές (65%). Αντιθέτως, λιγότερο ελκυστικά μοιάζουν να είναι για το πελατολόγιο των νεοτραπεζών τα επενδυτικά προϊόντα/προϊόντα διαχείρισης πλούτου (30%), τα ασφαλιστικά προϊόντα (20%) και τα δανειακά προϊόντα (19%).

Τα superapps

Στην ετήσια έρευνα τής ΕΥ, Next Wave Global Consumer Banking Survey, στην οποία αποτυπώνονται οι απόψεις 12.000 καταναλωτών από 14 ανεπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες σε ολόκληρο τον κόσμο, προέκυψε εξάλλου η αυξανόμενη προτίμηση των καταναλωτών προς τα superapps. Τα superapps, ή υπερ-εφαρμογές αν θέλαμε να εξελληνίσουμε τρόπον τινά τον όρο, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ψηφιακά εργαλεία που συνδυάζουν πολλές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (π.χ. λογαριασμούς ταμιευτηρίου και επιταγών, επενδύσεις και πληρωμές) μέσω μιας εφαρμογής ή ψηφιακής εμπειρίας.

Τα superapps δίνουν τη δυνατότητα στον πελάτη της ενιαίας διαχείρισης των λογαριασμών του, ακόμη και αν διατηρεί περισσότερες από μία χρηματοοικονομικές σχέσεις. Σύμφωνα πάντα με την έρευνα της ΕΥ, οι παραδοσιακές τράπεζες μπορούν να επωφεληθούν από αυτή την τάση, εφόσον αντιδράσουν έγκαιρα, κεφαλαιοποιήσουν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα, την αυξημένη εμπιστοσύνη των καταναλωτών –ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων– και επανασχεδιάσουν τη στρατηγική τους για την προσέγγιση και την αλληλεπίδραση με τον πελάτη, αξιοποιώντας την ψηφιακή τεχνολογία.

Όπως εξηγούν οι ειδικοί, αυτό μπορεί να γίνει πράξη αν δημιουργήσουν ολοκληρωμένα, πελατοκεντρικά, διαδραστικά και διασυνδεδεμένα ψηφιακά οικοσυστήματα, αξιοποιώντας όλα τα διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με την οικονομική ζωή, τους στόχους, την κοινωνική συμπεριφορά και τις προσωπικές προτιμήσεις των καταναλωτών, για να τους εξασφαλίσουν βελτιωμένες, εξατομικευμένες καθημερινές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουν να κυριαρχήσουν στις δυο πρωταρχικές κατηγορίες σχέσεων με τους πελάτες: τις υπηρεσίες που αφορούν τον ολιστικό σχεδιασμό, τους μακροπρόθεσμους στόχους και τους κρίσιμους σταθμούς της ζωής του πελάτη, και τις πιο τακτικές διεργασίες δαπανών και πληρωμών, που συνδέονται περισσότερο με τις επιλογές της καθημερινής διαβίωσης.

25 aplus NEOTRAPEZΕS

Ο παράγοντας «εμπιστοσύνη» κάνει τη διαφορά

Ένας από τους λόγους που, όπως προκύπτει και από την έρευνα της ΕΥ, οι καταναλωτές επιλέγουν τις υπηρεσίες των neobanks έναντι των παραδοσιακών τραπεζών είναι η ποιότητα των προϊόντων και η εξατομικευμένη εμπειρία που προσφέρουν στους συναλλασσόμενους οι νεοτράπεζες. Φαίνεται, ωστόσο, ότι αυτό το «κεφάλαιο» δεν είναι αρκετό για τις νεοτράπεζες, ώστε να προσεταιριστούν μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς αποσπώντας το από τις παραδοσιακές τράπεζες. Κι αυτό διότι υπάρχει ο κομβικός για τους καταναλωτές παράγοντας της εμπιστοσύνης, τον οποίο συνεχίζουν να απολαμβάνουν σε ισχυρές «δόσεις» οι παραδοσιακές τράπεζες. Ειδικότερα, η μεγάλη πλειοψηφία των καταναλωτών σε παγκόσμια κλίμακα, που φτάνει στο 82% εμπιστεύονται τον οργανισμό με τον οποίο διατηρούν τη βασική χρηματοοικονομική σχέση τους, με τα χαμηλότερα ποσοστά να καταγράφονται μεταξύ των νεότερων ηλικιακών ομάδων, και ειδικότερα της Generation Z (σ.σ. οι γεννηθέντες στα μέσα με τέλη της δεκαετίας τού 1990 έως τις αρχές της δεκαετίας τού 2010).

Οι λόγοι για τους οποίους οι καταναλωτές εμπιστεύονται τους παρόχους χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, επίσης ευνοούν τις παραδοσιακές τράπεζες. Η προσωπική σχέση (74%) και η αξιοπιστία (73%) είναι οι δυο βασικές πηγές εμπιστοσύνης, τομείς όπου οι παραδοσιακές τράπεζες φαίνεται να υπερτερούν, λόγω της μακροχρόνιας ιστορίας τους, της μεγαλύτερης διάρκειας συνεργασίας με τον πελάτη και της τάσης των καταναλωτών να στρέφονται προς αυτές σε κρίσιμους σταθμούς της ζωής τους.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα