ΝΙΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ: Τα έριξε στον ΣΥΡΙΖΑ (με τήβεννο…)

Μεγάλες πολιτικές διαστάσεις λαμβάνει η παραίτηση του προέδρου του ΣτΕ Νικόλαου Σακελλαρίου, η οποία πέραν του πρωτοφανούς χαρακτήρα της, καθώς ποτέ κατά το παρελθόν δεν έχει παραιτηθεί πρόεδρος Ανωτάτου Δικαστηρίου, το καταγγελτικό εν είδει διαγγέλματος ύφος της ταρακούνησε γερά τόσο τον φυσικό χώρο της Θέμιδας, όσο και αυτόν του Μεγάρου Μαξίμου.

Του Νίκου Τσαγκατάκη

Με ένα άνευ ιστορικού προηγουμένου τηλεοπτικό διάγγελμα από το γραφείο του, ο Ν. Σακελλαρίου δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να υπεραμυνθεί του αντιμνημονιακού παρελθόντος του (σ.σ. είχε ψηφίσει υπέρ της αντισυνταγματικότητας προγενέστερων μνημονιακών νόμων).

Ανεξάρτητα από τις σκόρπιες ενστάσεις εκφράστηκαν με την «ενδυματολογική» επιλογή του Ν. Σακελλαρίου να πει όσα είπε στις τηλεοπτικές κάμερες φορώντας την δικαστική τήβεννο, αν αναζητηθεί η αρχή των εξελίξεων αυτή, θα βρεθεί στην προ εβδομάδων διαρροή στον Τύπο ότι η αναμενόμενη απόφαση του ΣτΕ θα έκρινε συνταγματικό τον νόμο Κατρούγκαλου, επιφέροντας μεγάλες περικοπές στις συντάξεις των ασφαλισμένων. Αυτή όμως ήταν μάλλον η αφορμή και όχι η αιτία, διότι από το ίδιο το περιεχόμενο της δήλωσης Σακελλαρίου προκύπτει ότι το πραγματικό πρόβλημα ήταν η επικείμενη δικαστική αναγνώριση της συνταγματικότητάς του νόμου και όχι αυτή καθ’ αυτή η διαρροή της πληροφορίας.

Συγκεκριμένα, ο Ν. Σακελλαρίου χαρακτήρισε «αδιανόητη» και «απαράδεκτη» την παραβίαση του δικαστικού απορρήτου, αλλά γρήγορα πέρασε στην αντεπίθεση λέγοντας ότι «ήδη, από την εποχή του πρώτου μνημονίου, ορισμένοι συνάδελφοί μου μεταξύ των οποίων και εγώ, είχαμε, με τις μειοψηφίες μας επισημάνει τη μη συμβατότητα των ρυθμίσεων του μνημονίου με το Σύνταγμα και είχαμε, εγκαίρως, προειδοποιήσει, χωρίς δυστυχώς να εισακουστούμε, για την επερχόμενη πλήρη επικυριαρχία του οικονομικού επί του θεσμικού, που επηρέασε, καίρια, το σύνολο σχεδόν της κρατικής δράσεως και σηματοδότησε την συνακόλουθη υποχώρηση του Κράτους Δικαίου και του Κοινωνικού Κράτους».

Η συνέχεια των δηλώσεών του γνωστή και κλασικά αντιμνημονιακή: το νέο ασφαλιστικό σύστημα που μέσω του επανυπολογισμού όλων των μέχρι σήμερα απονεμηθεισών συντάξεων οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε περαιτέρω μείωση του ύψους τους, με τελικό αποτέλεσμα την πλήρη εξαθλίωση όλων των συνταξιούχων.

Συμπόνια ή υπενθύμιση;

Αγνή, λοιπόν, κοινωνική αλληλεγγύη απέναντι σε μία όντως χειμαζόμενη κοινωνική τάξη, που με την πενιχρή συνταξούλα της έχει φτάσει να ζει όχι μόνο τον εαυτό της αλλά και τα ενήλικα παιδιά και τα εγγόνια της; Ή μήπως μία εκκωφαντική υπενθύμιση για μία πολιτική παράταξη που προεκλογικά υποσχόταν ότι θα σκίσει τα μνημόνια με ένα άρθρο αλλά στην πορεία συμμάχησε με τους «διαβολικούς» δανειστές, για να θυμηθούμε μία σχετική προεκλογική αποστροφή του Αλέξη Τσίπρα;

Παύση, ανάπαυση και επιστροφή του ρολογιού μία τριετία πίσω και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 2015. Τότε, δηλαδή, που ο κ. Σακελλαρίου επελέγη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. έναντι του κ. Πετρούλια που προτάθηκε από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, Νίκο Παρασκευόπουλο. Οι κακές γλώσσες είχαν φάει… γλιστρίδα και επέμεναν τότε ότι ο κ. Σακελλαρίου αποτέλεσε προσωπική επιλογή του συγκυβερνήτη Πάνου Καμμένου, επιβραβευόμενος τρόπον τινά ο δικαστής για τη μέχρι τότε αντιμνημονιακή στάση του. Η διαφορά όμως μεταξύ των δύο προταθέντων δικαστών είχε και πιο ευδιάκριτο πολιτικό πρόσημο, καθώς πρόσφατα είχε κριθεί ως αντισυνταγματικός ο νόμος Ραγκούση που θα απέδιδε την ελληνική ιθαγένεια στα παιδιά δεύτερης γενιάς μεταναστών: ο μεν Δημοσθένης Πετρούλιας μειοψήφησε στο ΣτΕ κρίνοντας συνταγματικές τις διατάξεις, ο δε Νικόλαος Σακελλαρίου τάχθηκε με την πλειοψηφία που έκρινε τον νόμο Ραγκούση αντισυνταγματικό. Ήταν άλλωστε χαρακτηριστική η τετράμηνη καθυστέρηση τοποθέτησής του, καθώς η κα Βασιλική Θάνου είχε αναλάβει την «αδελφή» θέση της προέδρου του Αρείου Πάγου, αμέσως μετά τη λήξη της προηγούμενης θητείας, κάνοντας τον Τύπο της εποχής να μιλάει για τριγμούς στα θεμέλια της κυβερνητικής συγκατοίκησης.

ΔΕΝ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΠΑΡΑΤΗΡΗΤΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Ή ΜΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ

Η κόντρα για τις τηλεοπτικές άδειες και η υποδοχή στο Μαξίμου  

Σχεδόν έναν χρόνο μετά, ο Ν. Σακελλαρίου, με ακόμη μία πρωτοφανή για τα νομικά δεδομένα κίνησή του, διακόπτει την πρώτη διάσκεψη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας​ για τη συνταγματικότητα ή μη του νόμου Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες, καθώς λίγο μετά την έναρξή της ήρθε σε προσωπική σφοδρή αντιπαράθεση με άλλους δικαστές. Σε ανακοίνωσή του αναφέρεται σε «κλίμα, το οποίο επιχειρείται να διαμορφωθεί τις τελευταίες, ιδίως, ημέρες από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις ως προς την έκβαση της διασκέψεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεις των τηλεοπτικών αδειών», και τελικά ο νόμος Παππά κηρύσσεται αντισυνταγματικός, με τα κανάλια να μεταδίδουν τη σημαντική είδηση πριν καν δημοσιευτεί η σχετική απόφαση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι λίγες ημέρες μετά τη διακοπή της διάσκεψης ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κάλεσε τους προέδρους των 4 ανώτατων δικαστηρίων, Βασιλική Θάνου (Άρειος Πάγος), Ανδρονίκη Θεοτοκάτου (Ελεγκτικό Συνέδριο), Νίκο Σακελλαρίου (ΣτΕ), καθώς επίσης και τις Ξένη Δημητρίου (εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και Ευτυχία Φουντουλάκη (γενικός επίτροπος Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων) στο Μέγαρο Μαξίμου για να τους αναπτύξει την πρόταση της κυβέρνησης για «μια μεταρρύθμιση στα μισθολόγια που θα δώσει τη δυνατότητα να αποτυπωθεί με δικαιοσύνη η δυνατότητα εξέλιξης και σε κάποιες περιπτώσεις οι αναγκαίες αυξήσεις στους μισθούς εκείνων των λειτουργών που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας».

Στα σκαλιά του Μαξίμου ο κ. Σακελλαρίου προβαίνει και πάλι σε δηλώσεις, τονίζοντας με νόημα ότι αποτελεί προσωπική του ευθύνη «να μην χειραγωγούνται οι δικαστές μου την παραμονή κρίσιμων Διασκέψεων», σε αντίθεση με την κα Θάνου που δηλώνει ικανοποιημένη από τον κ. Τσίπρα, πυροδοτώντας έτσι το ήδη τεταμένο κλίμα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για τα δρώμενα στη Δικαιοσύνη.

 

Η κόντρα με τον Κοντονή

Με την έλευση του Σταύρου Κοντονή στην ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης τα πράγματα χειροτερεύουν, καθώς το καλοκαίρι του 2017 εντείνεται η κόντρα δικαστών – κυβέρνησης από τα συνεχή κυβερνητικά πυρά για δικαστικές κρίσεις και δημόσιες καταγγελίες των δικαστικών ενώσεων για «συστηματική προσπάθεια πλήρους υποταγής και χειραγώγησης της Δικαιοσύνης». Ο κ. Σακελλαρίου σε τηλεοπτική και πάλι εμφάνισή του δηλώνει ότι η Δικαιοσύνη σέβεται απολύτως τον θεσμικό ρόλο της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας, απαιτεί όμως και τον ανάλογο σεβασμό του δικού της θεσμικού ρόλου, αφήνοντας και πάλι αιχμές για παρεμβάσεις, έχοντας ήδη στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την κυβέρνηση υπενθυμίζοντας τον αντιμνημονιακό της χαρακτήρα ως αντιπολίτευση, λέγοντας ότι «τα ατομικά δικαιώματα δεν μετρώνται με τα χρήματα και δεν μπορεί να υποβαθμιστεί το επίπεδο του λαού, ούτως ώστε να υπάρξει ένας συμβιβασμός μεταξύ δικαίου και οικονομίας».

Στα τέλη του 2017, ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής ξαναχτυπά: απευθύνοντας χαιρετισμό στην 33η Τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος δηλώνει ότι αποφάσεις δεν μπορούν να κρύβονται πίσω από το ανέλεγκτο της δικαστικής κρίσης, για να πάρει από το ίδιο βήμα την άμεση απάντηση του κ. Σακελλαρίου: «Υποδείξεις δεν δεχόμεθα από πουθενά».

 

Θα επανακριθεί ο νόμος Κατρούγκαλου

Δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι η παραίτηση του Νίκου Σακελλαρίου οδηγεί σε επανάληψη της δικαστικής διαδικασίας αναφορικά με την κρίση περί συνταγματικότητας ή μη του νόμου Κατρούγκαλου που περικόπτει τις συντάξεις, καθώς η υπό την προεδρία του τελευταία απόφαση λήφθηκε με οριακή πλειοψηφία (σ.σ. 13 υπέρ, 12 κατά). Έτσι το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο καλείται τώρα να συνεδριάσει με νέα σύνθεση και μένει να αποδειχτεί στην πράξη αν ο τέως –πλέον– πρόεδρος του ΣτΕ θα έχει καταφέρει με την παραίτησή του να ανατρέψει την απόφαση ή αν θα έχει κάνει το στρατηγικό λάθος να δώσει μία δεύτερη ευκαιρία στους συναδέλφους του όχι μόνο να επιμείνουν στην αρχική κρίση τους περί συνταγματικότητας του νόμου Κατρούγκαλου αλλά αυτήν τη φορά και μήνυμα μεγαλύτερης πλειοψηφίας.

 

Τα διαδοχικά «χαστούκια» του ΣτΕ στα νομοθετήματα του ΣΥΡΙΖΑ

Η διαμάχη κυβέρνησης – δικαστών δεν έχει τέλος, στα μεταξύ τους επεισόδια έχουν καταγραφεί αποφάσεις του ΣτΕ που κρίνουν ως αντισυνταγματικές πολλές διατάξεις φορολογικών νόμων, τον νόμο για την κυριακάτικη λειτουργία των καταστημάτων, για τη διδασκαλία των θρησκευτικών, της επιλογής των διευθυντών των σχολείων, την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων, βασικές διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου κ.λπ. Και κάθε φορά που αναγνωρίζεται δικαστικά η αντισυνταγματικότητα διατάξεων νόμων αυτής της κυβέρνησης, ανοίγει ξανά ο κύκλος αντιπαράθεσης, με τη μεν κυβέρνηση να σχολιάζει τις μη συμφέρουσες για αυτή δικαστικές αποφάσεις ακόμα και με προσβλητικό προς τους δικαστές τρόπο, τους δε δικαστές να της απαντούν σκληρά. Σε κύριο επικριτή και τακτικό σχολιαστή των δικαστικών αποφάσεων έχει αναδειχθεί και ο υπουργός Υγείας κ. Πολλάκης, ο οποίος μάλιστα δεν δίστασε να σκαρώσει και μια… μαντινάδα σε βάρος των δικαστών του ΣτΕ που κατέληγε: «Αυτή ΔΕΝ είναι δικαιοσύνη και μάλιστα τυφλή, είναι η προστασία του κάθε “νταβατζή”» .

Η αιφνίδια παραίτηση του κ. Σακελλαρίου καταδεικνύει αν μη τι άλλο ότι πράγματι η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη, και οι ένθεν κακείθεν καταγγελίες δεν ωφελούν κανέναν. Με ανοιχτά τα ζητήματα του ασφαλιστικού νόμου, των τηλεοπτικών αδειών και της χορήγησης ασύλου στους 8 Τούρκους στρατιωτικούς που αποτελούν πολιτικά θέματα μείζονος σημασίας, «οι ανώτατοι λειτουργοί οφείλουν να επιτελούν αμερόληπτα το έργο τους μακριά από τη δημοσιότητα με βάση τη συνείδησή τους και το Δημόσιο συμφέρον», όπως δήλωσε ο Τομεάρχης Δικαιοσύνης της Ν.Δ., Νίκος Παναγιωτόπουλος. Και παρ’ ότι οι θιγμένοι από τις δηλώσεις παραίτησης Σακελλαρίου δικαστές δήλωσαν ότι «Οι δικαστικοί λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας παραμένουν ενωμένοι και προσηλωμένοι στο έργο της απονομής της δικαιοσύνης, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις των καιρών με ανεξάρτητο φρόνημα, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και με γνώμονα το Σύνταγμα και το νόμο. Δεν παραιτούνται, δεν φυγομαχούν», στη συνείδηση του κόσμου παραμένει το ερωτηματικό εάν πράγματι «υπάρχουν ακόμα δικαστές στας Αθήνας».

 

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα