«Ο αλήτης με τη λερή φουστανέλα»

Η είδηση ακούστηκε ευχάριστα, καθώς η Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων (ΔΣΑΝΜ), της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς  του ΥΠΟΠΑΙΘ, σε συνεργασία με τον δήμο Λέσβου, ανέλαβε τη συντήρηση της συλλογής του Μουσείου Θεόφιλου, η οποία αποτελείται από 86 ζωγραφικά έργα σε ύφασμα που χρονολογούνται γύρω στο 1930.

Της Καίτης Νικολοπούλου

theofilosΣήμερα, 23 από αυτά τα έργα επανεκτίθενται συντηρημένα και σε νέες κορνίζες μουσειακών προδιαγραφών στο ανακαινισμένο Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά Λέσβου, τη γενέτειρα του ζωγράφου. Το υπουργείο Πολιτισμού, που παλαιότερα είχε χαρακτηρίσει το έργο του Θεόφιλου ως «Χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας», έρχεται αρωγός –έστω και καθυστερημένα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται– σε μια προσπάθεια που κανονικά δεν έπρεπε να υφίσταται λόγος ύπαρξής της.

Μια ζωή σαν (κακό) παραμύθι

Ο Θεόφιλος Κεφαλάς-Χατζημιχαήλ γεννήθηκε λίγο πριν από το 1870 και πέθανε το 1934. Η ζωή του ήταν περιπετειώδης, καθώς ήταν το πρώτο παιδί μιας φτωχής οικογένειας με οκτώ παιδιά. Στο σχολείο ήταν το επίκεντρο χλευασμού ως αριστερόχειρας, κάτι που θεωρείτο «μειονέκτημα» την εποχή εκείνη. Στα δεκαοκτώ του φεύγει από τη Λέσβο και πηγαίνει στη Σμύρνη και από εκεί στον Βόλο. Το πάθος του για τη ζωγραφική είναι αυτό που τον κρατάει ζωντανό, και μάλιστα το ιδιαίτερο ύφος του, καθώς τα θέματά του τα αντλεί από την αρχαία Ελλάδα, από την Επανάσταση του 1821, αλλά και από τη λαογραφία. Η αναγνωρισιμότητά του, όμως, ήρθε μετά θάνατον. Παραμένει φτωχός σε όλη του τη ζωή και αναγκάζεται να ζωγραφίζει ή να μπογιατίζει σπίτια και καφενεία για ένα πιάτο φαγητό. Οι κακουχίες και οι στερήσεις κλονίζουν την ήδη ευαίσθητη υγεία του, ενώ ψυχολογικά εξακολουθεί να υποφέρει. Κυκλοφορούσε με λερωμένη φουστανέλα, βαριά κι ασήκωτα τσαρούχια, μακριά μαλλιά δεμένο αλογοουρά, ήρεμος και πράος, παρά τον εμπαιγμό και την περιφρόνηση των συμπολιτών του. Ζει μοναχικά και λιτά, ζωγραφίζοντας. Είναι σαν να ψάχνει στα χρώματά του τη μεγάλη του χαμένη αγάπη: την Ελλάδα.

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70002Και ο θάνατός του τραγικός: Από δηλητηρίαση, είπαν. Όμως πώς; Πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη, η μικρή αδελφή του Φωτώ δίνοντας συνέντευξη στον καταξιωμένο ερευνητή δημοσιογράφο Βασίλη Πλάτανο αφηγείται: «Tον φώναξε ένας πλούσιος να του ζουγραφίση μερικά “κάντρα”, σαν είδε πως η τέχνη του είχε αξία και του ’δωσε μπαγιάτικο φαγί από ψάρια και κρέας. O καϋμένος τα πήρε, γιατί στη χάση και στη φέξη έτρωγε τέτοια φαγητά και σαν πήγε στο δωμάτιό του, που το είχε νοικιασμένο στο Bουνάρι της Mυτιλήνης, τα έφαγε με όρεξη κι άφησε τα μισά να τα γιοματίση και ταχιά. Aλλά δεν πρόλαβε. Ήταν χαλασμένα, ούτε του σκυλιού τους δεν τα δίνανε, τον πειράξανε και τη νύχτα της παραμονής του Bαγελισμού του 1934, πέθανε από δηλητηρίαση. Tονέ βρήκανε πεθαμένο στερνά από τρεις μέρες που είχε πια βρωμίσει και τονέ πήρε ο δήμος άρον-άρον και τον έθαψε. Δεν προκάναμε ούτε να τον ασπαστούμε, ούτε να τον δούμε».

ceb8ceb5cf8ccf86ceb9cebbcebfcf82-cebcceadceb3ceb1-ceb1cf81cf84cebfcf80cebfceb9ceb5ceafcebfcebd

Η μετά θάνατον αναγνώριση
Το 1927, ένα χρόνο από την επιστροφή του στη Λέσβο, γνωρίστηκε με τον κριτικό και έμπορο τέχνης Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade που είχε ως έδρα του το Παρίσι. Είναι ο άνθρωπος που τον βοήθησε να ζήσει λίγο καλύτερα τα τελευταία του χρόνια, και που –μετά θάνατον– έκανε γνωστό το όνομα και το έργο του «φουστανελά» σε όλο τον κόσμο, κυρίως μετά την έκθεση που πραγματοποίησε στο Μουσείο του Λούβρου το 1961. Επίσης, με έξοδα του Ελευθεριάδη ανεγέρθηκε το Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά Λέσβου, που εγκαινιάστηκε στις 29 Αυγούστου του 1965 με συστράτευση πνευματικών ανθρώπων, όπως ο Ηλίας Βενέζης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γιάννης Τσαρούχης κ.ά.

mouseio TheofilouΕίχε προηγηθεί ωστόσο η προσπάθεια του Άγγελου Κατακουζηνού το 1946, ο οποίος διοργάνωσε μια έκθεση με έργα του Θεόφιλου στο σαλόνι του. Την είδηση υποδέχεται η εφημερίδα «Αθηναϊκή» με πικρόχολα σχόλια: «Πού οδηγούμεθα; Ένας Κατακουζηνός να εκθέτει σπίτι του έναν κομμουνιστή μπογιατζή. Να τον επαινεί ο Σεφέρης και να κόπτεται υπέρ αυτού ένας Χατζηκυριάκος-Γκίκας! Πού οδηγούμεθα, ύψιστε Θεέ;» Την εποχή εκείνη, σε μια Ελλάδα διχασμένη από τον Εμφύλιο, ο αριστερός Τύπος καταδίκαζε την έκθεση των έργων ενός αριστερού στα σαλόνια της μπουρζουαζίας, ενώ ο δεξιός Τύπος απαξίωνε τον αυτοδίδακτο «παλαβό μπογιατζή» ως ανάξιο της ελληνικής κουλτούρας.

 

Γιώργος Σεφέρης: «Ένας φτωχός φουστανελάς»
laikis1Ο Γιώργος Σεφέρης ήταν από εκείνους που ασχολήθηκε πολύ με το έργο του Θεόφιλου. Στο βιβλίο του νομπελίστα ποιητή με τίτλο «Δοκιμές» (εκδόσεις Φέξης, 1962) διαβάζουμε: «Ο Θεόφιλος μας έδωσε ένα καινούριο μάτι – έπλυνε την όρασή μας όπως αυγάζει ο ουρανός, και τα σπίτια, και το κόκκινο χώμα, και το παραμικρό φυλλαράκι των θάμνων, ύστερα από την κάθαρση ενός απόβροχου, κάτι από αυτόν τον παλμό της δροσιάς».

Ενώ στην ομιλία του για τον Μακρυγιάννη έβαλε με λίγες φράσεις στο σωστό βάθρο τον σπουδαίο λαϊκό καλλιτέχνη:
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του – αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και του ‘σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα…»

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα