Ο επίμονος (και στρεσογόνος) κορωνοϊός

Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι σημαντικός αριθμός COVID ασθενών έχουν συμπτώματα ακόμη και μετά την πάροδο εννέα μηνών από την αρχική λοίμωξη, ενώ όχι σπάνια οι βαριά νοσούντες εμφάνισαν και σοβαρό μετατραυματικό στρες

Έχοντας περάσει 14 μήνες «συμβίωσης» με τον απρόσκλητο επισκέπτη του κορωνοϊού, φαίνεται ότι ο φονικός SARScoV-2 και η νόσος COVID-19 που προκαλεί συνεχίζουν να εκπλήσσουν δυσάρεστα τον ιατρικό κόσμο, όχι μόνο εξαιτίας των μεταλλαγμένων και πιο μεταδοτικών στελεχών του ιού, αλλά και εξαιτίας της επιμονής του να… παιδεύει για καιρό όσους έχουν νοσήσει.

Επιμέλεια: Ν.ΤΕ.

Αυτή η επιμονή του ιού SARS-coV-2 δημοσιοποιήθηκε προ ολίγων ημερών μέσω σχετικής  δημοσίευσης στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «JAMA Network Open», η οποία αφορούσε μελέτη που διενεργήθηκε από το τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου «Ουάσιγκτον» στο Σιάτλ. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές του αμερικανικού πανεπιστημίου διαπίστωσαν λίγα είναι η αλήθεια, αλλά ενδεικτικά σε κάθε περίπτωση περιστατικά, όπου ασθενείς που προ καιρού είχαν νοσήσει από COVID-19 παρουσίαζαν απρόσμενα και επίμονα συμπτώματα της πανδημικής νόσου (π.χ. κόπωση, δύσπνοια, απώλεια όσφρησης ή γεύσης και μυϊκούς πόνους) πολλούς μήνες μετά την αρχική λοίμωξη. Μάλιστα, αυτή την κλινική εικόνα είχαν κατά περίπτωση ακόμη και νέοι σε ηλικία ασθενείς που νόσησαν σχετικά ήπια από την  COVID-19.

Για να καταλήξουν στα παραπάνω συμπεράσματα, οι ερευνητές του τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου «Ουάσιγκτον» μελέτησαν ένα δείγμα 177 ασθενών με κορωνοϊό και με μέσο όρο ηλικίας τα 48 έτη. Από αυτούς μόλις το 9% (16 άτομα) είχαν νοσηλευτεί, ενώ οι υπόλοιποι 161 (91%) όχι. Τι έδειξαν οι αριθμοί; Σε διάστημα τριών έως εννέα μηνών έπειτα από τη διάγνωση της αρχικής λοίμωξης, τα 2/3 των ασθενών δεν παρουσίασαν κανένα σύμπτωμα, όμως το 16% ανέφεραν ένα ή δύο επίμονα συμπτώματα και το 14% τουλάχιστον τρία συμπτώματα διαρκείας της νόσου. Το 33% των ασθενών που πέρασαν ήπια την COVID-19 και το 31% όσων νοσηλεύθηκαν, ανέφεραν τουλάχιστον ένα επίμονο σύμπτωμα για τουλάχιστον τρεις μήνες μετά τη διάγνωση.

Επίμονα συμπτώματα εμφάνισαν το 27% των ασθενών 18-39 ετών, το 30% των ασθενών 40-64 ετών και το 43% εκείνων άνω των 65 ετών.

Τα συχνότερα επίμονα συμπτώματα, που μπορεί να διαρκέσουν από τρεις έως εννέα μήνες, είναι η κόπωση και η απώλεια όσφρησης/γεύσης (από 14%). Περίπου το 5% των ασθενών έχουν επίμονους πονοκέφαλους ή δύσπνοια ή μυϊκούς πόνους. Άλλα λιγότερο συχνά επίμονα συμπτώματα είναι ο πυρετός, ο βήχας, ο πονόλαιμος, η διάρροια, οι κρυάδες, οι εφιδρώσεις κ.ά.

Οι ασθενείς που νοσηλεύθηκαν, είναι πιθανότερο να αναφέρουν συμπτώματα που δεν λένε να φύγουν, αλλά ακόμη και όσοι πέρασαν ήπια τη νόσο, μπορεί να έχουν παρόμοια ταλαιπωρία στη συνέχεια, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα της ζωής τους, όπως ανέφεραν το 30% των ατόμων. Το 8% είπαν ότι τα επίμονα συμπτώματα επηρεάζουν και δυσκολεύουν τουλάχιστον μία από τις καθημερινές δραστηριότητες τους, όπως οι δουλειές του νοικοκυριού.

Το τι ευθύνεται και η συμπτωματολογία της «επίμονης» COVID-19 ταλαιπωρεί επί μακρόν ένα ευάριθμο δείγμα ασθενών δεν είναι επιστημονικά αποσαφηνισμένο. Υπάρχει, σύμφωνα με τους εδικούς, η πιθανότητα να σχετίζεται η εν λόγω εξέλιξη με την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος των συγκεκριμένων ασθενών ή με την ύπαρξη στους ίδιους παθόντες κάποιας χρόνιας φλεγμονής. Σε κάθε περίπτωση «το γεγονός πως οι άνθρωποι συνεχίζουν να βιώνουν συμπτώματα επί μήνες μετά την αρρώστια τους, είναι ασφαλώς ανησυχητικό», όπως δηλώνει η ερευνήτρια δρ Ντενίζ ΜακΚάλοχ, εξηγώντας αυτό που όλοι οι συνάδελφοί της ανά την υφήλιο επισημαίνουν. Ότι, δηλαδή, είναι τόσο… φρέσκια η ασθένεια που οι επιπτώσεις που προκαλεί μακροπρόθεσμα στην ανθρώπινη υγεία παραμένουν σε ένα σημαντικό βαθμό άγνωστες.

 Το 8% του δείγματος είπαν ότι τα επίμονα συμπτώματα επηρεάζουν και δυσκολεύουν τουλάχιστον μία από τις καθημερινές δραστηριότητές τους, όπως οι δουλειές του νοικοκυριού

Και… επίμονο μετατραυματικό στρες

Σαν να μην έφταναν τα μαντάτα από τις δυτικές όχθες του Ατλαντικού, μία άλλη μελέτη που διενεργήθηκε πιο κοντά μας γεωγραφικά  και είχε και ελληνικό «άρωμα» –αφού ένας Έλληνας της διασποράς συμμετείχε σε αυτήν– έρχεται να καταδείξει μία άλλη παράμετρο της νόσου COVID-19. Αυτή αφορά το αποτύπωμα που αφήνει η νόσος του κορωνοϊού στην ψυχική υγεία όσων έχουν νοσήσει βαριά.

Σύμφωνα, λοιπόν, με ομάδα Ιταλών γιατρών, στην οποία συμμετείχε και ο επιστήμονας Γεώργιος Κοτζαλίδης από το τμήμα Ψυχιατρικής του πανεπιστημιακού νοσοκομείου της Ρώμης Policlinico Universitario «Agostino Gemelli», σχεδόν ένας στους τρεις ασθενείς που κατάφεραν να επιβιώσουν από βαριά COVID-19 εμφάνισαν διαταραχή μετατραυματικού στρες, ακόμη και μετά την πάροδο μηνών από την ίασή τους.

Στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας μελέτησαν 381 περιστατικά COVID-19 με τους ασθενείς να έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: α) η μέση ηλικία τους ήταν τα 55 χρόνια, β) η νοσηλεία τους είχε διαρκέσει κατά μέσο όρο 18 ημέρες, και γ) σε συντριπτικό ποσοστό, περίπου 80%, είχαν νοσηλευθεί σε νοσοκομείο της Ρώμης. Από αυτό το δείγμα, λοιπόν, προέκυψε ότι τέσσερις μήνες μετά την ανάρρωση από τη λοίμωξη το 30% των ιαθέντων εμφάνιζαν μετατραυματικό στρες, το 17% κατάθλιψη, και το 7% γενικευμένη αγχώδη διαταραχή.

Σημειώνεται ότι τα άτομα με διαταραχή μετατραυματικού στρες ήταν ως επί το πλείστον γυναίκες, είχαν συχνότερα ιστορικό ψυχιατρικών διαταραχών, εμφάνισαν ντελίριο κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους και υπέφεραν από συμπτώματα διαρκείας της νόσου που προκαλεί ο κορωνοϊός. Η εμφάνιση, πάντως, μετατραυματικού στρες σε ασθενείς που τους «χτύπησε» βαριά ο κορωνοϊός δεν είναι πρωτόφαντο φαινόμενο, αντιθέτως έχει παρατηρηθεί η συγκεκριμένη διαταραχή και σε άλλες παρελθούσες επιδημίες που προκλήθηκαν συγγενικοί του κορωνοϊού ιοί.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα