Ο μάγος της Θεσσαλονίκης με τη βελόνα και την κλωστή

Η εικόνα από το παραδοσιακό ραφείο στη Μανουσογιαννάκη, κοντά στην πλατεία Ιπποδρομίου, είναι σαν μια πύλη που σε ταξιδεύει στην παλιά Θεσσαλονίκη. Και όταν περνά κάποιος το κατώφλι του, δεν μπορεί παρά να γίνει ένα μικρό κομμάτι της μεγάλης ιστορίας, ενός από τους παλιότερους και καλύτερους ράφτες της πόλης, του Θόδωρου Κατσικά.

«Σφιχταγκαλιασμένος» στο μικρό ραφείο από τα «έμπειρα» εργαλεία του, τη ραπτομηχανή, το παλιό σίδερο και τα βαριά μεταλλικά ψαλίδια, κάθε μέρα, για περίπου έξι δεκαετίες υπηρετεί, υπό τους ήχους πάντα κλασικής μουσικής, την τέχνη που έμαθε στα 12 του χρόνια, στη γενέτειρα του, τη Νεάπολη Κοζάνης.

«Από τα 12 χρόνια μου ασχολούμαι, μεγάλωσα με την τέχνη της κοπτικής- ραπτικής, μου έδεναν τα χέρια για να μάθω να βελονιάζω» λέει χαμογελώντας, διηγούμενος στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, την ιστορία της ζωής του.

«Στα 17 μου με έστειλε ο πατέρας μου Θεσσαλονίκη και το ‘68 άνοιξα το ραφείο μου. Δούλευα παράλληλα και σε σημαντικές εταιρείες ενδυμάτων, για να μπορέσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Σήμερα είμαι 75 ετών και τα τελευταία χρόνια, κάνω μόνο μερεμέτια για να βοηθήσω την κόρη μου, για να περάσω και εγώ όμορφα τις μέρες και τα χρόνια μου, έτσι “γερνάω επιτυχώς” όπως λέει και ένας φίλος μου» διηγείται.

Καθηγητές, γιατροί, πολιτικοί και ηθοποιοί ήταν πελάτες του κ. Κατσικά, τα τελευταία χρόνια όμως όπως λέει, «κανείς δεν ράβει κοστούμια, όλοι παίρνουν έτοιμα. Το ραμμένο κουστούμι είναι κάτι μοναδικό, εσύ διαλέγεις το χρώμα, το ύφασμα είναι δικό σου, ραμμένο πάνω σου… τα έτοιμα ρούχα είναι κάτι διαφορετικό. Το κοστούμι του εμπορίου, το συναντάς και σε άλλους, μπορεί εύκολα να δεις κάποιον άλλον να το φοράει».

Υφάσματα, καρούλια με χρωματιστές κλωστές και ήχοι κλασικοί, όπως συνθέσεις του Βάγκνερ, του Βιβάλντι και του Λιστ, ακολουθούν τους συνεχείς χτύπους της βελόνας. «Είναι η παρηγοριά μου η κλασική μουσική, θέλω εδώ μέσα ηρεμία, να συνοδεύει η μουσική ήσυχα τη σκέψη μου και να μπορώ να συγκεντρωθώ σε αυτό που κάνω» επισημαίνει.

Ο 75άχρονος ράφτης συγκινημένος δηλώνει ότι είναι πολύ δεμένος με τα παλιά του αντικείμενα, που γι’ αυτόν είναι σύντροφοι ζωής. «Σκέφτομαι τώρα που πλησιάζει η ώρα να τα παρατήσω τελείως, τι θα κάνω; Αυτά τα αντικείμενα πώς θα τα πετάξω; Πώς θα αποχωριστώ αυτή τη μηχανή που την έχω 50 χρόνια και μου βγάζει μεροκάματο; Συγκινούμαι πραγματικά! Θα μου πει: “Αφεντικό τι με πετάς, εγώ σου μεγάλωσα τα παιδιά, δούλεψα 50 χρόνια για σένα”. Ξέρω θα μου πεις, εδώ χάνονται άνθρωποι… αλλά αλήθεια δεν μπορώ συγκινούμαι» εκμυστηρεύεται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και συνεχίζει «χρησιμοποιώ το ίδιο σίδερο από το 1968, είναι παλιό, βαρύ και κλασικό. Μπορεί να καίει όλη την ημέρα, δεν κρυώνει εύκολα, δεν το αλλάζω, δεν μπορώ με τα καινούργια ατμοσίδερα που έχουν νερό και ατμό. Μια φορά πήγα να τα χρησιμοποιήσω και λέρωσα τα ρούχα, έκανα λεκέδες, το σίδερό μου είναι σταθερή αξία» .

Ο Θεόδωρος Κατσικάς είναι ένας ζωντανός κρίκος που συνδέει την παλιά με τη νέα ιστορία της Θεσσαλονίκης. Τα μάτια του γυαλίζουν όταν αναφέρεται στο παρελθόν, όταν όμως μιλά για το σήμερα, το πρόσωπο του λάμπει, αποδεικνύοντας πως έζησε μια όμορφη και γεμάτη ζωή. «Έχω τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Από εδώ και πέρα θέλω να έχω υγεία και αγάπη για τους άλλους…» δηλώνει με μια απίστευτη ηρεμία.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα