Πάμε για σκληρή εποπτεία

«Από τον φόβο, περνάμε στην κανονικότητα(…) Από τις θυσίες των πολλών, περνάμε στις ανάγκες, στο δίκιο των πολλών και στα δικαιώματα για όλους». Αυτά αναφέρει σε διαφημιστικό μήνυμα ο Αλέξης Τσίπρας, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να πείσει την κοινή γνώμη ότι ζει σε έναν παράδεισο.

Του Μιχάλη Κωτσάκου

Η αλήθεια βέβαια είναι διαφορετική και η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε περιδίνηση. Κι αυτό διότι η μεν κυβέρνηση εξακολουθεί να λέει ψέματα και στον εαυτό της, περί καθαρής εξόδου από τα μνημόνια στις 20 Αυγούστου, όμως γνωρίζει πολύ καλύτερα από τον καθένα ότι τελικά θα υποκύψει σε αυτό που θέλουν οι δανειστές. Δηλαδή, να υπάρξει μία περίοδος πιστοληπτικής γραμμής στήριξης, όπως προτείνει η ΕΚΤ. Κάτι που έχουν επισημάνει εκτός του Γιάννη Στουρνάρα και οι Κώστας Σημίτης και Ευάγγελος Βενιζέλος, οι οποίοι ακόμη και όταν ο Γιούνκερ χασκογελώντας μας χτύπαγε την πλάτη, εξέφραζαν δημοσίως την αντίθετη άποψη. Και βέβαια τώρα που η πατάτα είναι καυτή ο πρόεδρος της Κομισιόν και οι λοιποί αξιωματούχοι έχουν εξαφανιστεί.

Ακόμη και τώρα, που βρισκόμαστε σχεδόν στο παρά πέντε της ολοκλήρωσης του 3ου προγράμματος, η κυβέρνηση συνεχίζει να ψεύδεται. Εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει ανάγκη την πιστοληπτική γραμμή στήριξης παρά το γεγονός ότι τα μέχρι σήμερα δεδομένα δεν την ευνοούν.

Άραγε οι κυβερνώντες θα διακινδυνεύσουν να βρεθεί για μία ακόμη φορά η χώρα στον αέρα χωρίς τα λεφτά της τελευταίας δόσης, που περιέχει ένα ποσό που αγγίζει τα 11,7 δισ., μέρος των οποίων (περίπου 8 δισ.) θα κατευθύνονταν για το περίφημο αποθεματικό; Επίσης, τι θα συμβεί εάν η Ελλάδα από τις 21 Αυγούστου βρεθεί χωρίς τη φτηνή ρευστότητα της ΕΚΤ και με τις αγορές να καραδοκούν για να οδηγήσουν σε επίπεδα χρεοκοπίας κάθε ελληνικό asset που διαπραγματεύεται, είτε αυτό είναι κρατικό είτε εταιρικό ομόλογο;

Αναμφίβολα σε αυτά τα καίρια ερωτήματα ακόμη δεν έχουμε λάβει ξεκάθαρη απάντηση εκ μέρους της κυβέρνησης, παρά μόνο το μονότονο σλόγκαν περί καθαρής εξόδου. Όμως όσοι γνωρίζουν από τη διεθνή πολιτική και οικονομική σκηνή αναρωτιούνται τι θα συμβεί εάν δεν επέλθει οριστική συμφωνία στις 21 Ιουνίου. Μετά από αυτή την ημερομηνία ο χρόνος θα μετρά ανάποδα για την ελληνική πλευρά. Η πίεση κάθε μέρα θα αυξάνεται, όσο περιορίζονται οι ημερομηνίες πριν από τις 20 Αυγούστου που μπορεί να συνεδριάσει το γερμανικό Κοινοβούλιο για να εγκρίνει πιθανή συμφωνία.

Πιέζει η ΕΚΤ

Ήδη ο επικεφαλής της αποστολής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Ελλάδα, Φραντσέσκο Ντρούντι, με συνέντευξή του στη «Ναυτεμπορική» ανέλυσε επί της ουσίας την πρόταση της ΕΚΤ και του Μάριο Ντράγκι για μια προληπτική γραμμή στήριξης μετά τον Αύγουστο. Όπως είπε, «με το προληπτικό πρόγραμμα η Ελλάδα θα διατηρούσε το waiver για τα ελληνικά ομόλογα, θα προλάμβανε τις διακυμάνσεις στις καταθέσεις, θα επιτάχυνε την άρση των capital controls και θα επέτρεπε τη συμπερίληψη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης». Κάτι που έχει αναφέρει πλειστάκις ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος κρατά την ίδια γραμμή εδώ και πολλούς μήνες, παρά το bullying που υφίσταται από το σύνολο του Υπουργικού Συμβουλίου.

Στην πραγματικότητα, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η ΕΚΤ δεν είναι ο μόνος θεσμός που προκρίνει την προληπτική γραμμή. Την ίδια άποψη έχουν επίσης ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Κάτι που δείχνει ότι η κυβέρνηση αναμένεται να δεχθεί πιέσεις το επόμενο διάστημα για να επανεξετάσει τη στάση της στο συγκεκριμένο θέμα. Αυτό θα σήμαινε, βεβαίως, ότι θα εγκατέλειπε ακόμη και τα τελευταία προσχήματα περί καθαρής εξόδου από το μνημόνιο.

Το αργότερο έως την 1η Ιουνίου θα έχει αποσαφηνιστεί εάν το ΔΝΤ θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, καθώς ο χρόνος πλέον πιέζει ασφυκτικά. Τα ερωτήματα που ανακύπτουν εάν τελικά το ΔΝΤ δεν μπει στο ελληνικό πρόγραμμα, είναι κυρίως δύο: Το πρώτο αφορά στο πώς θα δοθεί στις αγορές το αναγκαίο σήμα για τη βιωσιμότητα του χρέους. Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν θα υλοποιηθεί η περικοπή των συντάξεων από την 1η Ιανουαρίου 2019 και του αφορολόγητου από την 1η Ιανουαρίου 2020 που νομοθετήθηκαν, μετά από απαίτηση του ΔΝΤ, εάν το Ταμείο αποχωρήσει από το πρόγραμμα και δεν υπάρξει αυτόματος μηχανισμός για το χρέος.

Στα χνάρια του Σόιμπλε και ο διάδοχός του

Πάντως, όσοι ήλπιζαν ή και πίστευαν ότι ο διάδοχος του Βόλφρανγκ Σόιμπλε θα είναι πιο διαλλακτικός στο ελληνικό ζήτημα δεν φαίνεται να δικαιώνονται μέχρι στιγμής. Αντιθέτως, ο Σοσιαλδημοκράτης διάδοχός του (Όλαφ Σολτς) κινείται προς το παρόν στην ίδια σκληρή γραμμή. Αυτό αφορά κατ’ αρχάς τη μεταμνημονιακή επιτήρηση της Ελλάδας στο πεδίο της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων. Η σκληρή αυτή γραμμή αφορά όμως επίσης και το θέμα του χρέους.

Όπως εκτιμάται στο Βερολίνο, η ρύθμιση του χρέους καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη αυστηρής εποπτείας, που θα διασφαλίζει τη μεταμνημονιακή επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το Βερολίνο φαίνεται να απορρίπτει το ενδεχόμενο να υπάρξει κάποιος αυτοματισμός στον μηχανισμό ελάφρυνσης του χρέους.

Και όχι μόνον: σε αντίθεση με το ΔΝΤ που αξιώνει έναν αυτόματο μηχανισμό ενεργοποίησης μέτρων ελάφρυνσης, η Γερμανία φέρεται να προτείνει έναν αυτόματο μηχανισμό αναστολής των μέτρων ελάφρυνσης, κάθε φορά που η Ελλάδα θα αποκλίνει από το συμπεφωνημένο δημοσιονομικό και μεταρρυθμιστικό πλαίσιο. Κοινώς, όταν δεν θα προχωρούν οι μεταρρυθμίσεις, ή όταν δεν θα επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι, τότε θα μπαίνει αυτομάτως φρένο και στις ελαφρύνσεις.

Ενδεικτικό του κλίματος είναι τα όσα διαδραματίστηκαν πρόσφατα στην επιτροπή Προϋπολογισμού της γερμανικής Βουλής, στο παρά πέντε του Eurogroup της Σόφιας, όπου επρόκειτο να συζητηθεί το θέμα του χρέους. Εκεί οι Φιλελεύθεροι εισηγήθηκαν να απαιτηθεί η σύμφωνη γνώμη της γερμανικής Βουλής σε περίπτωση νέας ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, μια πρόταση που απορρίφθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία.

Και βέβαια και σε αυτή την περίπτωση ισχύει η προ ετών δήλωση του πρώην διεθνούς Άγγλου ποδοσφαιριστή, Γκάρι Λίνεκερ: «Το ποδόσφαιρο είναι ένα σπορ που παίζουν δύο ενδεκάδες και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί». Και μπορεί στο ποδόσφαιρο πλέον να μην ισχύει η ρήση του Λίνεκερ, αλλά στην Ενωμένη Ευρώπη, Άνγκελα Μέρκελ και η Γερμανία παίζει χωρίς αντίπαλο.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα