Παπανδρέου: Αιχμές προς τον Κώστα Καραμανλή για το Κυπριακό – Έθεσε τα διλήμματα του μέλλοντος
Ο Γιώργος Παπανδρέου, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Συνέδριο του Βήματος, άφησε σαφείς αιχμές προς την Κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, κάνοντας λόγο για «έλλειψη πολιτικού θάρρους» - «Σημαντική εξέλιξη» χαρακτήρισε τη Συμφωνία των Πρεσπών
Ο πρώην πρωθυπουργός, Γιώργος Παπαπνδρέου, στην ομιλία του στο συνέδριο του Βήματος άφησε σημαντικές αιχμές εναντίον της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή σχετικά με το Κυπριακό. Ο κ. Παπανδρέου ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η «έλλειψη πολιτικού θάρρους» της τότε κυβέρνησης εμπόδισαν την επίλυση του ζητήματος της Κύπρου το 2004.
Ο κ.Παπανδρέου, παράλληλα, έκανε λόγο για τη Συμφωνία των Πρεσπών, εκτιμώντας ότι ήταν μία «σημαντική εξέλιξη», ενώ αναφέρθηκε και στα θέματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της χώρας μας, όπως η κλιματική κρίση και η τεχνητή νοημοσύνη.
Ολόκληρη η ομιλία του:
Κυρίες και κύριοι,
Η εξωτερική πολιτική δεν είναι μια ψυχρή, τυπική διαδικασία. Είναι βαθιά συνδεδεμένη με το αφήγημα κάθε λαού – τις ελπίδες, τις εμπειρίες, και τα όνειρά του.
Αφηγήματα καθόλου τυχαία, γιατί εδράζονται στις ιστορικές εμπειρίες, στους θριάμβους και στις δοκιμασίες που διαμόρφωσαν την ταυτότητα κάθε έθνους.
Ωστόσο, οι εμπειρίες αυτές δεν είναι ξερά δεδομένα. Αναλύονται, ερμηνεύονται και συχνά γίνονται αντικείμενο εσωτερικής αντιπαράθεσης για τις αιτίες και τους υπαίτιους. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία κάθε λαός, κάθε κράτος, καλείται να προσδιορίσει τις προτεραιότητές του, να καθορίσει τα ζωτικά του συμφέροντα και να χαράξει μια πορεία που θα ενώνει τη δράση του και τους στόχους του.
Η εξωτερική πολιτική είναι πράξη ευθύνης και διορατικότητας, συνεχούς αναζήτησης τρόπων που συνδυάζουν το εθνικό συμφέρον με τη διεθνή συνεργασία και την ειρήνη.
Η πρώτη μεταπολιτευτική περίοδος στην Ελλάδα ξεκινά με ανοιχτές τις πληγές τραυμάτων που σημάδεψαν τον Ελληνισμό. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών το 1967, που έκλεισε το δρόμο στις ελεύθερες εκλογές και την πανθομολογούμενη νίκη της Ενώσεως Κέντρου, αποτέλεσε την αρχή μιας σκοτεινής περιόδου κατάργησης των δημοκρατικών ελευθεριών, με φυλακίσεις, βασανισμούς, εξορίες και, τελικά, την τραγωδία της Κύπρου.
Η τουρκική εισβολή που ακολούθησε το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, οδήγησε στον διαμελισμό και την κατοχή μέρους του νησιού, αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορική μνήμη του έθνους.
Ωστόσο, η ανάγνωση αυτών των γεγονότων διαφέρει έντονα ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις της εποχής, με δύο κυρίαρχες ερμηνείες να αντιπαρατίθενται.
Για τη Νέα Δημοκρατία, η μεταπολίτευση είναι πρωτίστως η αποκατάσταση της Δημοκρατίας και η επιστροφή της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, μέσα από την ένταξή της στην τότε ΕΟΚ. Η δικτατορία αντιμετωπίζεται ως μια «κακή παρένθεση», ένα ατυχές διάλειμμα στην ιστορική συνέχεια της χώρας, με ευθύνη κυρίως στις εσωτερικές πολιτικές αντιπαλότητες.
Αντίθετα, το ΠαΣοΚ υιοθετεί μια διαφορετική ερμηνεία. Στην ιδρυτική του Διακήρυξη, «Η τραγωδία της Κύπρου καθώς και οι κίνδυνοι που έχουν προκύψει για το έθνος» δεν αποτελούν το τέλος μιας παρένθεσης, αλλά την αρχή ενός νέου αγώνα. Οι εθνικές πληγές οφείλονται στις ανελεύθερες εσωτερικές δομές που επιτρέπουν την εξάρτηση της χώρας από το ψυχροπολεμικό κατεστημένο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Για το ΠαΣοΚ, λοιπόν, η μεταπολίτευση είναι το ξεκίνημα ενός οράματος για την απεξάρτηση από ξένες επιρροές, την εμβάθυνση της δημοκρατίας και την κοινωνική απελευθέρωση. Να πάρουμε ως Ελληνισμός παντού στον κόσμο, μαζί με τον Ελληνισμό της Διασποράς, τη μοίρα μας στα χέρια μας.
Αυτές οι δύο διαφορετικές προσεγγίσεις δεν είναι απλά ιστορικές αφηγήσεις. Είναι θεμέλια που διαμόρφωσαν πολιτικές επιλογές, στρατηγικές και τις ιδεολογικές κατευθύνσεις που καθόρισαν την πορεία της χώρας τις επόμενες δεκαετίες.
Θέλω να αναφερθώ σε μια ουσιαστική διαφορά που χαρακτηρίζει διαχρονικά τις πολιτικές αντιλήψεις στην Ελλάδα, όχι απαραίτητα μεταξύ κομμάτων, αλλά μεταξύ ρευμάτων που ξεκινούν από τη σύσταση του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Από τη μία πλευρά, υπάρχει η παραδοσιακή πελατειακή λογική, που στις διεθνείς σχέσεις εκφράζεται μέσα από την αναζήτηση ενός «προστάτη» – Γάλλου, Άγγλου ή Ρώσου, παλαιότερα. Αυτή η αντίληψη χαρακτηρίζεται από την παθητική αποδοχή ενός status quo και την υποταγή σε ηγεμονικές σχέσεις. Αντίληψη που επικρατεί ακόμα και σήμερα σε πολλά Βαλκανικά κράτη.
Από την άλλη, υπάρχει μια αντίληψη που αποτέλεσε θεμέλιο για το ΠαΣοΚ: η αντίληψη της απελευθέρωσης. Αυτή αμφισβητεί το status quo και επιδιώκει να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του Ελληνισμού, διαμορφώνοντας μια Ελλάδα ελεύθερη, δημοκρατική, αυτόνομη και ανεξάρτητη.
Το ΠαΣοΚ, επιπλέον, δεν περιορίστηκε μόνο στα εθνικά σύνορα. Συνέδεσε την δράση του με τα διεθνή προοδευτικά κινήματα – ειρήνης, αφοπλισμού, υπεράσπισης του διεθνούς δικαίου και αυτοδιάθεσης των λαών – και ανέπτυξε συμμαχίες που ενίσχυσαν τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο.
Αυτή η διαφορετική θεώρηση αποτέλεσε τον οδηγό της εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ. Η απεξάρτηση, η δημοκρατία, η ειρήνη και η ισχυρή κοινωνία πρόνοιας δεν ήταν απλά αρχές, ήταν ζωτικές προϋποθέσεις για την ασφάλεια και την ευημερία του Ελληνισμού.
Μέσα από αυτή τη στρατηγική, το ΠαΣοΚ δεν περιορίστηκε στην αντιμετώπιση των άμεσων προκλήσεων της εποχής του. Έθεσε τις βάσεις για μια Ελλάδα που στέκεται ισχυρή, αυτοδύναμη και με ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση ενός δικαιότερου, πιο ειρηνικού κόσμου.
Και αν, όπως θα δείτε στη συνέχεια, μιλώ κυρίως για τη στρατηγική του ΠαΣοΚ, ζητώ κατανόηση, γιατί δεν ευθύνομαι εγώ για την απουσία ή τη φοβικότητα της άλλης πλευράς, εκτός και αν κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι, απουσία και φοβικότητα συνιστούν στρατηγική.
Ας δούμε όμως, πώς οι αρχές του ΠαΣοΚ μεταφράστηκαν σε πράξη μέσα από τρεις καθοριστικές περιόδους της Μεταπολίτευσης, οι οποίες διαμόρφωσαν την εξωτερική μας πολιτική.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το να ανήκει η Ελλάδα στη Δύση και στη συμμαχία του ΝΑΤΟ δεν εγγυόταν ούτε την ασφάλειά της ούτε τη δημοκρατία της, όπως αποδείχθηκε με την τραγωδία της Κύπρου και τη δικτατορία.
Η απάντηση του ΠαΣοΚ ήταν η επιδίωξη μεγαλύτερης αυτονομίας, μακριά από την εξάρτηση από «προστάτες», ώστε η Ελλάδα να πρωταγωνιστεί στη διαμόρφωση μιας ανεξάρτητης και δυναμικής εξωτερικής πολιτικής και όχι να αντιδρά αποσπασματικά στις προκλήσεις. Μια αντίληψη που κατά τη γνώμη μου είναι και η κληρονομιά του ΠαΣοΚ στη χώρα.
Έτσι, επιχειρήθηκε η ενίσχυση της αμυντικής αυτονομίας (π.χ. ανάπτυξη ντόπιας βιομηχανίας, αγορά Mirage), τέθηκαν αυστηροί όροι για τις αμερικανικές βάσεις και θωρακίστηκε η εθνική άμυνα και η προστασία της Κύπρου.
Στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής ανοίξαμε διαύλους επικοινωνίας με τους Αδέσμευτους και τους Αραβικούς λαούς, υποστηρίξαμε τον Αγώνα της Παλαιστίνης, αναπτύξαμε πρωτοβουλίες διαμεσολάβησης σε διεθνείς κρίσεις, όπως μεταξύ Γαλλίας και Λιβύης για το Τσαντ, συνεργασίας στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, ενώ πρωτοστατήσαμε στο παγκόσμιο κίνημα για την ειρήνη, τους αφοπλισμούς και τα πυρηνικά με την «Πρωτοβουλία των 6», ενισχύοντας την εικόνα ειρηνικής δύναμης διεθνούς κύρους.
Οι Σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση
Η κριτική στάση του ΠαΣοΚ προς την τότε ΕΟΚ δεν μεταφράστηκε σε αποστασιοποίηση, αλλά μετά το 1981 σε ενεργή διεκδίκηση.
Για την οικονομική συνοχή, με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), πρόδρομα των ΕΣΠΑ, που διασφάλισαν σημαντικούς πόρους για την Ελλάδα, για τη δημοκρατική λειτουργία της ΕΕ, με την ενίσχυση του Ευρωκοινοβουλίου και την εμβάθυνση της δημοκρατίας στην Ευρώπη, αλλά και τολμηρές πρωτοβουλίες, όπως προσέγγιση με τον Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία, η οποία αν και αμφιλεγόμενη, αποδείχθηκε διορατική, συμβάλλοντας στην ομαλή μετάβαση της Πολωνίας στη δημοκρατία.
Στη δεύτερη περίοδο, μετά την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ανοίγεται ένα νέο κεφάλαιο για την Ευρώπη, φέρνοντας φρέσκες προοπτικές, αισιοδοξία και μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων για την Ελλάδα στη διεθνή σκηνή.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επίσκεψη του Προέδρου Κλίντον στην Ελλάδα αποτέλεσε σταθμό. Είχα συμβάλει προσωπικά στη διαμεσολάβηση που οδήγησε σε μια ιστορική στιγμή: ο Πρόεδρος Κλίντον ζήτησε δημόσια συγγνώμη για τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στην επιβολή της δικτατορίας το 1967.
Αυτή η κίνηση, πέρα από τον ισχυρό ηθικό της συμβολισμό, έθεσε τις βάσεις για την πολιτική και ψυχολογική εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ. Ήταν μια αναγνώριση της ιστορικής αλήθειας που όχι μόνο αποκατέστησε την εμπιστοσύνη αλλά άνοιξε το δρόμο για μια νέα εποχή συνεργασίας βασισμένη στον αμοιβαίο σεβασμό.
Η Στρατηγική για την Ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ: Ένα Ορόσημο Εθνικής Πολιτικής
Καθώς η ενοποίηση της Ευρώπης πλησίαζε, η Ελλάδα διαμόρφωσε μια συστηματική και οργανωμένη στρατηγική με στόχο την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για το ΠαΣοΚ, η Κύπρος είχε πάντα έναν ξεχωριστό, συμβολικό και ουσιαστικό ρόλο – θυμίζω πάλι την Ιδρυτική Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη που ξεκινά με τη φράση: «Η τραγωδία της Κύπρου…»
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να αποτρέψουμε τη σύνδεση της ένταξης της Κύπρου με την επίλυση του Κυπριακού, ώστε να μη μετατραπεί αυτό σε έμμεσο βέτο της Τουρκίας.
Η στρατηγική μας βασίστηκε στην πεποίθηση ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ μπορούσε να λειτουργήσει και ως καταλύτης για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
Αυτό το όραμα δεν ήταν μόνο ζήτημα πολιτικής, αλλά και πράξη ιστορικής ευθύνης. Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ αναδείχθηκε σε σημείο καμπής, όχι μόνο για την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά και για την Ελλάδα, καθώς ενίσχυσε τη θέση μας ως υπεύθυνου, πρωταγωνιστικού παίκτη στην ευρωπαϊκή σκακιέρα.
Θεωρώ ως δύο κορυφαίες στιγμές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τις αποφάσεις του Ελσίνκι και την Προεδρία της ΕΕ το 2003. Αυτές οι επιτυχίες δεν ήταν αποτέλεσμα τύχης, ούτε έμπνευσης δύο ανθρώπων, όσο κι αν συνεργαστήκαμε άοκνα με τον Πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη για την επίτευξή τους.
Θέλω να είναι ξεκάθαρο: αυτά τα ορόσημα ήταν το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας στρατηγικής, σχεδιασμένης και εφαρμοσμένης με προσήλωση και ακρίβεια για περισσότερα από δέκα χρόνια. Η διπλωματία μας λειτούργησε με χειρουργική λεπτομέρεια, υπηρετώντας με συνέπεια έναν εθνικό στόχο.
Δεν περιοριστήκαμε στους ικανούς διπλωμάτες μας. Κινητοποιήσαμε κάθε διαθέσιμη δύναμη: την Κυβέρνηση στο σύνολό της, τον Ελληνισμό της Διασποράς, την κοινωνία των πολιτών, τους επιχειρηματίες και τους κοινωνικούς φορείς. Όλοι μαζί δουλέψαμε για να διαμορφώσουμε τις συνθήκες που θα ενίσχυαν τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Το πιο σημαντικό όμως ήταν η φιλοσοφία που μας καθοδήγησε. Η πολιτική μας δεν περιορίστηκε στην παρακολούθηση των εξελίξεων. Επιλέξαμε ρόλο πρωταγωνιστικό στη διαμόρφωση μιας νέας πραγματικότητας στην Ευρώπη, που μας χάρισε κύρος, αξιοπιστία και διπλωματική ισχύ.
Μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, επιτύχαμε μια ριζική αλλαγή στο ψυχολογικό και πολιτικό κλίμα, όχι μόνο μέσω της «διπλωματίας των σεισμών», αλλά και της «διπλωματίας των πολιτών», οικοδομώντας γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των δύο λαών.
Με καθαρότητα και απόλυτη ειλικρίνεια για το που συμφωνούμε και που διαφωνούμε, ξεκινήσαμε τις διερευνητικές συνομιλίες. Κινηθήκαμε παράλληλα σε ευεργετικές συνεργασίες, διμερώς και στην ευρύτερη περιοχή με ενεργή κοινή παρουσία μας στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια.
Τα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης ήταν σημαντικά:
Οι σχέσεις μας κινήθηκαν σε ήρεμα νερά για πολλά χρόνια.
Το διμερές εμπόριο αυξήθηκε από 3 εκατομμύρια ευρώ σε 3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ο τουρισμός μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας άνθισε, ενισχύοντας ιδιαίτερα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Η Ελλάδα υποστήριξε ενεργά την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, θέτοντας όμως σαφείς όρους: σεβασμό στη δημοκρατία, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην καλή γειτονία. Δεν είμασταν πια οι αρνητές της ευρωπαϊκής της προοπτικής, αλλά ειλικρινείς υποστηρικτές, προωθώντας μια δημοκρατική ευρωπαϊκή Τουρκία και την προοπτική μιας ελεύθερης, ενωμένης Κύπρου.
Και βέβαια, η Ελλάδα πέτυχε στο Ελσίνκι την πορεία ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, ανεξαρτήτως της επίλυσης του Κυπριακού. Παράλληλα, εξασφάλισε τη δέσµευση της Τουρκίας για ειρηνικό διάλογο σχετικά µε την υφαλοκρηπίδα, και µε την προϋπόθεση, αν δεν λυθεί µέσω διαλόγου, να παραπεµφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο.
Συνδυάσαμε μια στρατηγική με τρεις άξονες: της εξωστρέφειας και ενεργού συμμετοχής που μας έδωσε ευρωπαϊκό και διεθνές κύρος, της ισχυρής άμυνας που κάλυπτε τις πλάτες μας, και υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα μας επενδύαμε, χωρίς φοβικότητα και με ειλικρινή διάλογο, στην προοπτική μιας νέας σχέσης ειρήνης, συνεργασίας, ανάπτυξης και αλληλεγγύης μεταξύ μας.
Η ενεργή παρουσία της Ελλάδας στη συνδιαμόρφωση μιας νέας, ενωμένης Ευρώπης συνέβαλε καθοριστικά στη διπλωματική μας ισχύ.
Εστιάσαμε με συνέπεια στις διαχρονικές αξίες για μια Ευρώπη πιο αυτόνομη, πιο δημοκρατική, και ικανή να προάγει την ειρήνη και την κοινωνική συνοχή.
Ιστορική υπήρξε η Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης το 2003, που άνοιξε τον δρόμο για τη διεύρυνση της ΕΕ προς τα Δυτικά Βαλκάνια. Παρότι μόνο η Κροατία έχει ενταχθεί, η δέσμευση αυτή παραμένει σημείο αναφοράς για την περιοχή.
Ιδιαίτερης σημασίας για τότε, αλλά και το αύριο της Ευρώπης ήταν η συνεισφορά μας για την κοινή άμυνα, με το άρθρο περί αμοιβαίας συνδρομής που διαπραγματευτήκαμε για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, αλλά και την υποχρέωση η Ευρώπη να διαμορφώσει Κοινό Αμυντικό Δόγμα, πρόταση που υιοθέτησε ο Χαβιέ Σολάνα στο Gymnych που έγινε στο Καστελόριζο.
Εμπλουτίσαμε και τη θεματολογία της Εξωτερικής Πολιτικής, όντας πρωτοπόροι στην ανάδειξη περιβαλλοντικών ζητημάτων στη διεθνή ατζέντα, ενισχύσαμε την ανθρωπιστική παρουσία με εντατική βοήθεια σε περιοχές συγκρούσεων, όπως τα Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή, ενώ εντάξαμε στο πλαίσιο της πολιτιστικής διπλωματίας που αναπτύξαμε, και την ανάληψη και επιτυχή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Αξιοποίηση των Ευκαιριών και Χαµένες Ιστορικές Συγκυρίες
Το κατά πόσο οι επόμενες κυβερνήσεις αξιοποίησαν τις επιτυχίες και τις ευκαιρίες που δημιουργήθηκαν, θα το αναλύσουν οι επόμενοι ομιλητές. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι η φοβικότητα και η έλλειψη πολιτικού θάρρους που χαρακτήρισαν την επόμενη ηγεσία, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, στέρησαν τη δυνατότητα επίτευξης μιας βιώσιμης λύσης σε μια μοναδικά ευνοϊκή ιστορική συγκυρία το 2004.
Αν τότε, όπως απαιτούν οι μεγάλες αλλαγές, είχε υπάρξει διαπραγμάτευση με αποφασιστικότητα και όραμα, και δεν είχε χαθεί εκείνη η ευκαιρία, σήμερα η Κύπρος θα είχε απαλλαγεί από τις στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής και θα μπορούσε να έχει αλλάξει ριζικά το μέλλον της. Αντί αυτού, η Τουρκία προβάλλει πλέον τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους ως τη «λύση.»
Έρχομαι τώρα στην τρίτη καθοριστική περίοδο της μεταπολίτευσης, αυτή της ανάδυσης ενός πολυπολικού κόσμου.
Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα είναι: Μπορούμε αυτόν τον πολυπολικό κόσμο να τον μετατρέψουμε σε ένα σύστημα πολυμερούς συνεργασίας;
Δηλαδή, αντί να κυριαρχούν ο ανταγωνισμός και οι συγκρούσεις μεταξύ των διαφορετικών πόλων ισχύος, μπορούμε να θεμελιώσουμε συμφωνίες και κανόνες δικαίου που θα γίνονται σεβαστοί από όλους;
Από την εμπειρία μου και τα ταξίδια μου σε κάθε γωνιά του πλανήτη, έχω διαπιστώσει ότι, παρά τις μοναδικές ιστορίες και τα ξεχωριστά συμφέροντα κάθε χώρας και λαού, υπάρχουν διαχρονικές κοινές ανάγκες: ασφάλεια, επιβίωση, αυτοδιάθεση, ελευθερία, πρόοδος, ευημερία και αίσθημα δικαιοσύνης.
Η πρόκληση της εποχής μας είναι, αν αυτές οι οικουμενικές αξίες θα μεταφραστούν και υπηρετηθούν μέσω του πολέμου και της βίας ή μέσω της ειρήνης και του διαλόγου.
Θα βασιστούν στον σεβασμό προς τον άλλον και τη συμβίωση ή στην επιβολή και την ηγεμονία του ισχυρού;
Από τη μία, υπάρχει η αντίληψη ότι θα ζούμε σε μια συγκρουσιακή και άναρχη παγκόσμια πραγματικότητα, όπως την περιγράφει ο John Meirsheimer.
Από την άλλη, υπάρχει η πίστη ότι μπορούμε και πρέπει να επιδιώξουμε έναν κόσμο που στηρίζεται σε κανόνες, εγγυάται τη συνεργασία και προάγει τον σεβασμό στο δίκαιο, όπως θα υποστήριζε ο Joe Nye.
Το συμφέρον της Ελλάδας – και πιστεύω ότι υπάρχει ευρεία πολιτική συναίνεση σε αυτό –, είναι η οικοδόμηση μιας παγκόσμιας τάξης που σέβεται το διεθνές δίκαιο. Αυτό είναι ζωτικής σημασίας ζήτημα και για την επιβίωση της Ευρώπης, η οποία εδράζεται σε αυτές τις αξίες.
Πιστεύω ακράδαντα ότι είναι στο χέρι μας να αποφασίσουμε συλλογικά τον δρόμο που θα ακολουθήσουμε. Με τη συνεργασία όλων, αλλά και με την πρωτοβουλία δυνάμεων που θα ηγηθούν διεθνώς, μπορούμε να διεκδικήσουμε και να δημιουργήσουμε έναν κόσμο βασισμένο στο σεβασμό, τη δικαιοσύνη και την ειρήνη.
Η Αμερική έχασε μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία, να διαμορφώσει παρόμοιο πλαίσιο όταν βρέθηκε παντοδύναμη. Επένδυσε σε αλόγιστες πολεμικές περιπέτειες. Και η σημερινή ηγεσία φαίνεται αλλεργική σε θεσμούς, όπως ο ΟΗΕ.
Ιστορικά πέφτει το βάρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μια ισχυρή και ενωμένη Ευρώπη θα μπορούσε να προάγει ισότιμα τη σταθερότητα, τη συνεργασία και την ειρήνη.
Ωστόσο, η ΕΕ πάσχει από εσωτερικές αδυναμίες που περιορίζουν την επιρροή της, όχι μόνο στην περιφέρεια αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτή η αδυναμία δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Είναι καιρός η Ευρώπη να ξεπεράσει τα εσωτερικά της προβλήματα και να αναδειχθεί ως ηγετική δύναμη σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Η Ευρώπη μπορεί και πρέπει να διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα – μια πραγματικότητα βασισμένη στο διάλογο, τη συνεργασία και τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου.
Κατά την τρίτη περίοδο, η Ελλάδα παρά την κρίση – που υπονόμευσε και την αξιοπιστία μας – τη διαχειρίστηκε με όραμα και προτάσεις που ακόμη και σήμερα δίνουν διεξόδους. Διαμορφώσαμε νέους μηχανισμούς στήριξης απέναντι στις αγορές και θέσαμε τις βάσεις για τα ευρωομόλογα. Τότε, δεν εισακουστήκαμε όσο και όπως θα έπρεπε. Οι ιδέες μας όμως, όπως αυτή των ευρωομολόγων που περιγράφεται στην Έκθεση Ντράγκι, παραμένουν καθοριστικές για μια Ευρώπη που θέλει να είναι ανταγωνιστική οικονομικά, συνεκτική κοινωνικά, ασφαλής αμυντικά και καινοτόμα τεχνολογικά.
Και σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα, η Ελλάδα απέδειξε ότι μπορεί να παίζει ενεργό ρόλο. Με προοδευτική σκέψη και συνεργασία, θέσαμε τις βάσεις για ένα μέλλον ειρήνης, συνεργασίας και βιώσιμης ανάπτυξης. Διαμορφώσαμε την τριμερή σχέση με Ισραήλ και Κύπρο, ενώ στη Μεσόγειο πήραμε κοινή πρωτοβουλία με τον Πρωθυπουργό τότε Ερντογάν, για το κλίμα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με 25 χώρες της Μεσογείου.
Η Προοπτική της Ελλάδας στη Νέα Εποχή
Κλείνοντας, αισθάνομαι την υποχρέωση να δώσω το στίγμα της προοπτικής για την Ελλάδα, καθώς εισερχόμαστε σε μια νέα φάση της ανθρώπινης ιστορίας. Μια φάση που καθορίζεται από την τεράστια τεχνολογική πρόοδο: την τεχνητή νοημοσύνη, τη βιοτεχνολογία, την κβαντική υπολογιστική.
Το μεγάλο δίλημμα αυτής της εποχής είναι ξεκάθαρο:
Θα αξιοποιήσουμε αυτές τις δυνατότητες για να αντιμετωπίσουμε τις παγκόσμιες προκλήσεις – από την κλιματική κρίση μέχρι τη βιώσιμη ανάπτυξη και την ισότιμη ευημερία – ή θα τις αφήσουμε να ενισχύσουν την υπερσυγκέντρωση εξουσίας και έναν αδυσώπητο ανταγωνισμό που απειλεί την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας;
Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, σε έναν κόσμο πιο απρόβλεπτο, πιστεύω ότι απαιτείται να δούμε όχι μόνο συμμαχίες αλλά και να αξιοποιήσουμε τις νέες τεχνολογίες για την ενίσχυση της αυτονομίας, της αυτάρκειάς μας σε ζωτικούς τομείς, με όρους δημοκρατικούς και συμμετοχικούς, όπως της Ενέργειας και της Άμυνας.
Και θέλω, μιλώντας για το μέλλον, να αναφερθώ σε μια άλλη «Μεγάλη Ιδέα» για τον Ελληνισμό – μια ιδέα που δεν είναι γεωγραφική αλλά αξιακή. Μια ιδέα που δεν επεκτείνει τα φυσικά μας σύνορα, αλλά διευρύνει τα σύνορα των αξιών μας.
Ο Ελληνισμός μπορεί να γίνει η φωνή της σύνεσης απέναντι στην ύβρη της υπερσυγκέντρωσης και αυθαίρετης εξουσίας. Σε έναν κόσμο όπου οι τεράστιες δυνατότητες της τεχνολογίας θέτουν υπαρξιακά και ηθικά διλήμματα, μπορούμε να γίνουμε μια δύναμη αξιών που αναζητά την αξιοποίηση του τεράστιου τεχνολογικού πλούτου για την ειρηνική και δημοκρατική συμβίωση και το κοινό καλό, πέρα από σύνορα, αντί για τα συμφέροντα και τις συγκρούσεις των ισχυρών.
Μερικοί μπορεί να θεωρούν αυτό το όραμα μη ρεαλιστικό. Όμως, πιστεύω ότι είναι η μόνη πραγματικά ρεαλιστική λύση για την επιβίωση της ανθρωπότητας.
Αυτός ο νέος πατριωτισμός – που ταυτίζεται με το μέλλον της ανθρωπότητας –, μπορεί να γίνει ευεργετικός τόσο για τον Ελληνισμό όσο και για όλον τον κόσμο.
Μπροστά στην πραγματική υπαρξιακή πρόκληση για την ανθρωπότητα και αξιοποιώντας τη θέση μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Μεσόγειο και την περιοχή μας, μπορούμε να γίνουμε φάρος πολιτισμού.
Η Ελλάδα για τόσους λαούς είναι «μια ιδέα».
Με την ιστορία και την παράδοσή μας, έχουμε όλα τα εχέγγυα για να ηγηθούμε σε αυτή τη νέα εποχή.
Επιστρέφοντας στην αρχή της ομιλίας μου, σχετικά με το αφήγημά μας, πρέπει αυτό να αντανακλάται και στο εσωτερικό της χώρας μας, με αυτοπεποίθηση και προσήλωση σε πατριωτικές αξίες:
Ελλάδα χώρα δικαίου, δημοκρατίας, κοινωνικής συνοχής, πολιτισμού και παιδείας.
Με τόλμη και χωρίς φόβο, η Ελλάδα μπορεί να πρωτοπορήσει στο διάλογο μεταξύ πολιτισμών και κρατών. Μπορεί να γίνει τόπος πολιτισμού και παιδείας για μια νέα εποχή που αναζητά κατεύθυνση και αξίες.
Ας δώσουμε στην Ελλάδα τον ρόλο που της αξίζει – όχι απλά ως θεατή της ιστορίας, αλλά ως δημιουργό ενός καλύτερου μέλλοντος.