Ποιες ελληνικές πόλεις κινδυνεύουν από μεγάλο σεισμό

O καθηγητής Γεωτεχνικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Κυριαζής Πιτιλάκης εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, ποιες πόλεις στην Ελλάδα είναι αθωράκιστες στους σεισμούς και κινδυνεύουν από μεγάλο χτύπημα του Εγκέλαδου.

Το σύγχρονο κτιριακό απόθεμα της χώρας, που έχει χτιστεί μετά το 1980, αντέχει σχετικά ικανοποιητικά σε έναν ισχυρό σεισμό αναλόγου μεγέθους αυτών που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια, όμως η ίδια, σχετικά αισιόδοξη ματιά δεν ισχύει για περιοχές πόλεων, που έχουν οικοδομηθεί κατά κύριο λόγο στις δεκαετίες του 1960 και 1970 ή και παλαιότερα, όταν το επίπεδο γνώσης και τεχνογνωσίας ήταν σαφέστατα υποδεέστερα του σημερινού, με συνεπακόλουθο και ο τότε αντισεισμικός κανονισμός να μην παρέχει το σημερινό επίπεδο αξιοπιστίας και ασφάλειας, λέει ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αντισεισμικής Μηχανικής (European Association for Earthquake Engineering- EAEE), καθηγητής Γεωτεχνικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Κυριαζής Πιτιλάκης.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής εκτιμά ως αναγκαία την προσεισμική ενίσχυση μεγάλων περιοχών πόλεων -ειδικά στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα- όπως και δημόσιων κτιρίων, σχολείων, νοσοκομείων και υποδομών, διαβεβαιώνοντας πάντως πως είναι σαφέστατα εφικτό να ενισχυθεί μια προβληματική κατασκευή, ανεξαρτήτως του βαθμού «προβληματικότητας».

Σε ό,τι αφορά τη σεισμική τρωτότητα των δικτύων αναφέρει πως οι υποδομές των σύγχρονων αυτοκινητοδρόμων -γέφυρες, σήραγγες, οδικά αναχώματα- είναι γενικά πολύ λιγότερο τρωτές ή ευάλωτες και το ίδιο ισχύει και για το βασικό δίκτυο φυσικού αερίου, δεν ισχύει όμως και για τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, τα οποία παρουσιάζουν πολλές αδυναμίες, κυρίως λόγω παλαιότητας και ελλιπούς συντήρησης.

Ο καθηγητής τονίζει πως ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στον έλεγχο της τρωτότητας του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς είναι το δίκτυο που επηρεάζει την ανθεκτικότητα όλων των άλλων δικτύων. Ιδιαίτερα τρωτά σημειώνει πως είναι και πολλά από τα λιμάνια της χώρας -λόγω παλαιότητας της λιμενικής υποδομής και ανεπαρκούς συντήρησης και ανανέωσης- ενώ ιδιαίτερη σημασία τονίζει πως πρέπει να δοθεί και στην εκπόνηση μελετών τρωτότητας των αεροδρομίων.

«Ευτυχώς ένας πραγματικά ισχυρός σεισμός με επίκεντρο κοντά σε ένα από τα μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα της Ελλάδος δηλαδή την Αττική, την Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, την Λάρισα ή το Ηράκλειο και την Ρόδο δεν έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια, οπότε τα δυσμενή ή δυσμενέστερα σενάρια που έχουμε εκτιμήσει δεν έχουν επαληθευθεί και εύχομαι να αργήσουν» δηλώνει, παρατηρώντας πως το πρόβλημα του υψηλού κόστους της προσεισμικής ενίσχυσης του δομικού ιστού μιας πόλης διαχρονικά λειτουργεί αποτρεπτικά για τη διαμόρφωση κατάλληλων πολιτικών και στρατηγικών υλοποίησης και αντιμετωπίζεται σε επίπεδο πολιτικής εξουσίας περίπου σαν «καυτή πατάτα».

Εξηγεί όμως, ότι αυτή είναι μια λανθασμένη προσέγγιση «διότι η ενίσχυση των κατασκευών θα δημιουργήσει πλήθος δραστηριοτήτων που θα αναθερμάνουν την οικονομία και θα δημιουργήσει πλούτο και υπεραξία ικανά να αντισταθμίσουν απολύτως το όποιο κόστος, αρκεί να αναπτυχθούν κατάλληλα προς τούτο επενδυτικά και δανειοδοτικά εργαλεία».

Σχετικά με τη δυνατότητα έγκαιρης ειδοποίησης των πολιτών για επερχόμενο σεισμό και εκτίμηση του αναμενόμενου βαθμού βλάβης κτηρίων κρίσιμης σημασίας ο κ.Πιτιλάκης γνωστοποιεί ότι η τεχνολογία αυτή βρίσκεται σε επίπεδο ανάπτυξης στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και προσφάτως και στην Ευρώπη και η Ελλάδα συμμετέχοντας στις δράσεις αυτές θα έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει ένα πρωτότυπο λειτουργικό σύστημα σε διάστημα τριών χρόνων. Μια αρχική έκδοση του συστήματος αυτού, όπως γνωστοποιεί, λειτουργεί ήδη πιλοτικά σε κτίριο του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη, ενώ με χρηματοδότηση της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας θα αναπτυχθεί το σύστημα και σε σχολεία.

Αναφορικά με τις αλλαγές που προτείνονται στον νέο ευρωκώδικα -τον αντισεισμικό κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης- σημειώνει ότι για την Ελλάδα θα βελτιωθεί ο χάρτης σεισμικής επικινδυνότητας της και ο τρόπος εκτίμησης των σεισμικών φορτίων σχεδιασμού των κατασκευών λαμβάνοντας υπόψη με πιο εμπεριστατωμένο τρόπο και την επιρροή των τοπικών εδαφικών συνθηκών.

Ερώτηση: Από τις περιοχές στην Ελλάδα, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλή σεισμικότητα, αλλά και υψηλή συγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριοτήτων, πόσες είναι αυτές που διαθέτουν σήμερα μελέτες σεισμικής τρωτότητας των δικτύων, κτιρίων και υποδομών τους; Σε ποιες περιοχές εκτιμάτε πως θα έπρεπε να ξεκινήσει άμεσα μία διαδικασία αποτίμησης της σεισμικής διακινδύνευσης;

Ο Καθηγητής απαντά: Εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, μόνο στη Θεσσαλονίκη έχουν εκπονηθεί συστηματικές μελέτες εκτίμησης της σεισμικής τρωτότητας του δομημένου περιβάλλοντος και των υποδομών της πόλης.

Σε αρκετές άλλες πόλεις μπορεί ενδεχομένως να έχουν εκπονηθεί διάφορες μικροζωνικές μελέτες -έχουμε εκπονήσει και εμείς αρκετές- ή να έχουν γίνει κάποιες προκαταρκτικές μελέτες εκτίμησης της σεισμικής τρωτότητας, αλλά σύμφωνα με όσα είμαι σε θέση να γνωρίζω καμία από αυτές τις μελέτες δεν είναι στο επίπεδο εκείνο ακρίβειας και αξιοπιστίας που θα επέτρεπε στη Πολιτεία και στους αρμόδιους φορείς να τις χρησιμοποιήσουν για τη μείωση της σεισμικής διακινδύνευσης ανεξαρτήτως κλίμακος.

Επομένως η απάντηση είναι δυστυχώς αρνητική με εξαίρεση την Θεσσαλονίκη, όπου όμως και στην περίπτωση αυτή οι εν δυνάμει ενδιαφερόμενοι φορείς δεν έχουν προσπαθήσει να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα της.

«Μετά την τραγωδία στο Μάτι έχει ενταθεί η συζήτηση για τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης των πολιτών. Στο ΑΠΘ υλοποιήσατε κάποια πιλοτικά προγράμματα έγκαιρης προειδοποίησης επερχόμενου σεισμού και σε πραγματικό χρόνο εκτίμησης των αναμενόμενων βλαβών σε υποδομές. Θα μπορούσε σήμερα ένα τέτοιο σύστημα να εφαρμοστεί ευρύτερα, τουλάχιστον στις περιοχές, που διαθέτουν χάρτη σεισμικής διακινδύνευσης;»

«Πράγματι έχουμε ξεκινήσει εδώ και μερικά χρόνια με την χρηματοδότηση ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων την ανάπτυξη ενός πιλοτικού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης και εκτίμησης του αναμενόμενου βαθμού βλάβης κτηρίων κρίσιμης σημασίας π.χ. νοσοκομεία, σχολεία, σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή ταυτόχρονα με την εκδήλωση του σεισμού.

Ο στόχος μας είναι όχι απλά να εκτιμηθεί το μέγεθος του επερχόμενου σεισμού και το επίκεντρο του αλλά να εκτιμηθεί και το αναμενόμενο επίπεδο βλάβης σε ένα σχολικό κτήριο ή ένα νοσοκομείο, ώστε να υπάρχει ένας έστω και ελάχιστος απαραίτητος χρόνος να ληφθούν μερικά απαραίτητα μέτρα προστασίας.

Ο χρόνος αυτός είναι γενικά της τάξης των μερικών δευτερολέπτων πριν από την «άφιξη» της ισχυρής εδαφικής δόνησης που θα προκαλέσει και τις ζημιές στο κτίριο. Φαίνεται μικρός αλλά είναι αρκετός για να ληφθούν μέσω αυτομάτων συστημάτων αντίδρασης μια σειρά από πολύ σημαντικές δράσεις που θα περιορίσουν πολύ τις πάσης φύσεως απώλειες.

Η τεχνολογία αυτή βρίσκεται σε επίπεδο ανάπτυξης στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και προσφάτως και στην Ευρώπη. Συμμετέχοντας στις δράσεις αυτές ευελπιστούμε ότι θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε ένα πρωτότυπο λειτουργικό σύστημα σε διάστημα τριών χρόνων.

Προς τούτο αξίζει να σημειωθεί ότι έχουμε πετύχει μια καλή χρηματοδότηση και από την Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας για την ανάπτυξη του συστήματος σε σχολεία. Μια αρχική έκδοση του συστήματος ήδη λειτουργεί πιλοτικά σε κτίριο του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ», απαντά ο Κυριαζής Πιτιλάκης.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα