Πολιτικο-δικαστικές ευθύνες: Σε «ομηρία» πολιτικοί και όχι μόνο…

Η «ομηρία» Ανδρέα Λοβέρδου με «εργαλείο» τη Βουλή επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ και η «σιωπή των αμνών» της Δικαιοσύνης στα «κολπάκια» εισαγγελικών λειτουργών

Η «Α» ξεκινάει σήμερα μια έρευνα με θέμα την «ομηρία» πολιτικών και όχι μόνο προσώπων, που εμπλέκονται σε ποινικές υποθέσεις από δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι βάζουν τον υπό έρευνα φάκελο στο «κάτω συρτάρι» του γραφείου τους με πρόσχημα ότι δήθεν ερευνούν την υπόθεση και χρειάζονται χρόνο, χωρίς καν να έχουν προβεί σε κάποια ενέργεια για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.  

Οι δε πολιτικοί και δικαστικοί προϊστάμενοί τους ανέχονται τις πρακτικές αυτές, και με τη συνήθη έκφραση «αφήνουμε ελεύθερους τους εισαγγελείς στο έργο τους, χωρίς καμία παρέμβαση», στην ουσία αποδέχονται διαδικασίες εξόφθαλμα αποκλίνουσες από τις επιταγές του Συντάγματος, υιοθετώντας έτσι πρακτικές των γειτόνων μας…

Οι «βολευόμενοι» από την καθυστέρηση αυτή, σε τυχόν ερώτηση έχουν έτοιμη την απάντηση: «Στην Ελλάδα η απονομή της δικαιοσύνης καθυστερεί».

Βεβαίως, σε μια έρευνα μπορεί να υπάρχει καθυστέρηση, όταν αναζητούνται στοιχεία. Όταν όμως υπάρχει πλήρης απραξία, τότε κάθε δικαιολογία απορρίπτεται αλλά οι εμπλεκόμενοι παραμένουν «όμηροι» και εκτεθειμένοι αδίκως στους συναδέλφους τους, στην οικογένειά τους και στην κοινωνία.

Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που σημαίνοντα πρόσωπα της επικαιρότητας, μέσα από τις διαδικασίες αυτές, περιμένουν υπομονετικά πότε επιτέλους θα ασχοληθούν με την εμπλοκή τους οι αρμόδιοι δικαστικοί, ώστε να αποδείξουν την αθωότητά τους και να μην υπάρχει σκιά στα πεπραγμένα τους.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πρώην υπουργού και βουλευτή του ΚΙΝΑΛ Ανδρέα Λοβέρδου, ο οποίος όταν το όνομά του ενεπλάκη στην υπόθεση Novartis, με τις γνωστές καταθέσεις των «κουκουλοφόρων» μαρτύρων, εις βάρος πληθώρας γνωστών πολιτικών προσώπων, ζήτησε να αρθεί η βουλευτική του ασυλία προκειμένου να αποδειχθεί η αθωότητά του. Από τον Μάρτιο του 2019, η ανάκριση χρειάστηκε 33 μήνες για να περατωθεί και μόλις τον Νοέμβριο του 2021 η ανακρίτρια απεφάνθη ότι δεν μπορεί να υπάρχει κατηγορία εις βάρος του.

Η πρόταση όμως του αντεισαγγελέα Πρωτοδικών προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη.

Με αυτήν ο αντεισαγγελέας Ιωακείμ Κασσωτάκης δημοσιοποίησε τη διαφωνία  του με την ανακρίτρια του Ν.4022/2011 (ανακρίτρια κατά της Διαφθοράς) Μαρία-Λουίζα Ιωαννίδου, η οποία ζητούσε να τεθεί στο αρχείο η συγκεκριμένη υπόθεση λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου.

Τα γνωστά μέσα ενημέρωσης με συγκεκριμένα άρθρα ύμνησαν τον εισαγγελέα  θεωρώντας την πρότασή του ως το απαύγασμα της νομικής επιστήμης και παράλληλα άφηναν προσωπικές αιχμές κατά της ανακρίτριας, όχι κάνοντας κριτική ως προς την ουσία της πρότασής της, αλλά λέγοντας ότι καθυστέρησε τον σχετικό έλεγχο και αφήνοντας υπονοούμενα για  κάποια σχέση της με τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης και πρώην μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, Σταύρο Κοντονή.  Ενώ ανέφεραν συγκεκριμένες φράσεις από την πρόταση του εισαγγελέα, το μόνο που είπαν για την ανακρίτρια  είναι ότι «την άδειασε», χωρίς να αναφέρουν έστω και κατ’ ελάχιστο σε ποια σημεία στηρίζεται η πρότασή της.

Η «Α» έχει την κακή για κάποιους συνήθεια να ερευνά τα θέματα που εμφανίζονται ως «βόμβες» στην επικαιρότητα, και να μην καταπίνει αμάσητες τις θέσεις δήθεν κάποιας «ερευνητικής δημοσιογραφίας», που μόνο ερευνητική δεν είναι…

Και εξηγούμεθα:

Η πρόταση της ανακρίτριας  Μαρίας-Λουίζας Ιωαννίδου στηρίζεται στους εξής τρεις (3) λόγους:

1) «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους  υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και του νόμους».

2)  «Η παθητική δωροδοκία υπουργού αναγκαίως συνάπτεται με την εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ η νομιμοποίηση εσόδων δεν είναι νομικά δυνατό και λογικά αναγκαίο να συνάπτεται με την εκτέλεση  αυτών».

3) «Όλες οι εν γένει αποδιδόμενες κατηγορίες-πράξεις έχουν προκύψει κατά τον χρόνο άσκησης της ποινικής δίωξης στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 παρ.3 του Συντάγματος και τούτο διότι φέρονται να έλαβαν χώρα από τη στιγμή που φέρονται ότι έγιναν μετά το πέρας δύο κοινοβουλευτικών περιόδων».

Με απλά λόγια, η ανακρίτρια, πρώτον, ακυρώνει το εφεύρημα του ΣΥΡΙΖΑ, που με επικεφαλής τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παρασκευόπουλο, και τον εκ Καρδίτσας δικηγόρο Λάππα είχαν υποστηρίξει ότι η τυχόν δωροδοκία υπουργού δεν ανάγεται στα  καθήκοντά του αλλά εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και η διερεύνησή της είναι έργο των κοινών Δικαστηρίων.

Δεύτερον, δέχεται ουσιαστικά το πόρισμα του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Ζαχαρή, ο οποίος κατηγορεί την Ελένη Τουλουπάκη για κατάχρηση εξουσίας σε βάρος των 10 πολιτικών, αφού διερεύνησε, και αληθείς υποτιθέμενες, εμφανώς παραγεγραμμένες κατηγορίες. Και τρίτον, κάνει ρητή αναφορά στην κυριαρχία του Συντάγματος, το οποίο οφείλει να εφαρμόζει κάθε δικαστής.

Αντ’ αυτού, έρχεται ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, Ιωακείμ Κασσωτάκης, ο οποίος, ενώ «αποφεύγει» να εκφέρει άποψη σχετικά με τη φύση των υπουργικών αδικημάτων, δηλαδή με το αν η φερόμενη δωροδοκία ανάγεται ή όχι στα υπουργικά καθήκοντα, στοιχείο που είναι και το πιο κρίσιμο για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, εκφράζει τις εξής  καινοφανείς απόψεις. Πιο συγκεκριμένα μεταξύ άλλων αναφέρει:

1) «…με την αμετάκλητη κρίση της Ολομέλειας της Βουλής περί μη υπαγωγής  της διωχθείσας αξιόποινης συμπεριφοράς του προαναφερθέντος Υπουργού στο πλαίσιο των νομίμων καθηκόντων του (και την παρεπόμενη μη εφαρμογή του Ν.3126/2003 παγιώθηκε για τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση η οριστική δικαιοδοσία των οργάνων της κοινής ποινικής δικαιοσύνης…»,  2) «λεκτέον ότι με την εκφερθείσα κρίση  της Ολομέλειας  της Βουλής τέθηκε εκποδών η εφαρμογή του ειδικού αυτού νόμου περί ευθύνης υπουργών…», και 3) «επομένως με την αμετάκλητη και ανεπιστρεπτί παραπομπή της υπόθεσης στα όργανα της τακτικής ποινικής δικαιοσύνης (δυνάμει της σχετικής απόφασης της Ολομέλεια της Βουλής)…».

Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει άλλο  δικαστικό κείμενο που υπογράφει δικαστικός λειτουργός και να αναφέρει ότι δεν εφαρμόζει κάποιο νόμο επειδή αυτός τέθηκε «εκποδών», έστω και με απόφαση άλλου οργάνου, όπως εν προκειμένω της Βουλής.

Δηλαδή, με λίγα λόγια, ο συγκεκριμένος εισαγγελέας «γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του» τους ορισμούς του Συντάγματος. Μας προκαλεί κατάπληξη  και η αναφορά του «για αμετάκλητη κρίση της Ολομέλειας της Βουλής», σε σημείο να αναρωτιόμαστε αν ο συγκεκριμένος εισαγγελέας έχει περάσει το μάθημα του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική σχολή στην οποία θα πρέπει να έχει φοιτήσει.

Να μας πει σε ποιο βιβλίο του Συνταγματικού Δικαίου υπάρχει γραμμένος ο όρος «αμετάκλητη κρίση της Βουλής».

Ο συγκεκριμένος εισαγγελέας δεν είναι τόσο αφελής για να υποστηρίζει τέτοιες απόψεις. Ο λόγος είναι άλλος και βαθύτερος. Καθίσταται σαφές ότι, τώρα που πλησιάζει η ώρα για να κληθεί σε απολογία από την ανακρίτρια του Αρείου Πάγου Κ. Αλεβιζοπούλου η Ελ. Τουλουπάκη, ένα ολόκληρο σύστημα θα έχει αποδυθεί σε αγώνα υπεράσπισής της. Η  Ελ. Τουλουπάκη στις έγγραφες εξηγήσεις της στον Ε. Ζαχαρή υποστήριξε ότι: «Οι δικογραφίες για τα συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα, οι οποίες και διαβιβάσθηκαν αργότερα στην Βουλή των Ελλήνων, σχηματίστηκαν με εξαγωγή ισάριθμων αντιγράφων εκ της βασικής δικογραφίας (ΕΔ 2016/373), όταν επέστρεψε η δικογραφία από την Βουλή των Ελλήνων με το σχετικό πόρισμα της τότε Κοινοβουλευτικής Πλειοψηφίας, η οποία αποφάσισε –αποκλίνοντας από τα μέχρι τότε κρατούντα σε άλλες περιπτώσεις υπουργικών αδικημάτων– ότι το αδίκημα της δωροληψίας που προέκυπτε από το σχετικό υλικό δεν τελείται κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων και, επομένως, δεν υπάγεται στον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Όμως κατά τον χρόνο της διαβίβασης της δικογραφίας στη Βουλή θεωρούσαμε, έχοντας υπόψη τα νομολογιακά προηγούμενα, ότι με εξαίρεση το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, το οποίο παρέμενε εξ αρχής στην αρμοδιότητά μας ως μη υπουργικό αδίκημα, τα αδικήματα της απιστίας και της παθητικής δωροδοκίας, που εφέροντο να έχουν τελεσθεί από το έτος 2006-2015 είχαν υποπέσει ήδη στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 παρ. 3 του Σ. και ότι η Βουλή θα διαπίστωνε και μόνο την παραγραφή των εγκλημάτων αυτών και δεν θα αποφάσιζε τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής».

Δηλαδή, με λίγα λόγια, τα ίδια  με την Ελένη Τουλουπάκη επαναλαμβάνει και ο Ι. Κασσωτάκης. Λέει κατ’ ουσίαν ότι αφού έτσι αποφάσισε η Βουλή, έτσι πρέπει να συνεχίσουμε, χωρίς βέβαια να του περνάει από το μυαλό ότι ενδεχομένως και η Βουλή του Τσίπρα και του Καμμένου έχει αποφασίσει κατά παράβαση του Συντάγματος και ότι τον ρόλο της συνταγματικότητας  των νόμων έχουν υποχρέωση να τον ασκούν οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί. Έτσι, τίθεται λογικά  το ερώτημα αν  μόνος του έγραψε την πρόταση ο Ι. Κασσωτάκης ή ήταν «επηρεασμένος» –για να μην πούμε «αντιγραφέας»– από τις απόψεις της Ελ. Τουλουπάκη.

Ημέρα με την ημέρα γίνεται σαφές το πώς ακριβώς στήθηκε η σκευωρία σε βάρος των δέκα (10) πολιτικών, όλων αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ και ποια είναι η ουσία. Δηλαδή, πρώτα βρίσκουμε 2-3 «μάρτυρες» για να πουν όσα θέλουμε εμείς να πουν, αφού τους δώσουμε τη μέγιστη προστασία που δίνει ο νόμος. Μετά, αδιαφορώντας αν πρόκειται για παραγεγραμμένες υποθέσεις, στέλνουμε την υπόθεση στη Βουλή, μαντεύοντας ότι η συγκεκριμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ θα κρίνει όπως έκρινε (δηλαδή, ότι οι φερόμενες δωροδοκίες δεν ανάγονται στα υπουργικά καθήκοντα), και στη συνέχεια ξαναέρχονται στα χέρια συγκεκριμένων εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι για κάποια πρόσωπα συνεχίζουν για 4 χρόνια δήθεν να ψάχνουν και δίνοντας με τον τρόπο αυτό σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης να «σκυλεύουν» πολιτικά σε βάρος της αξιοπρέπειας των συγκεκριμένων πολιτικών. Οι δε συγκεκριμένοι εισαγγελείς να έχουν  ως γραμμή άμυνας τη θέση «Αφού έτσι αποφάσισε η Βουλή, εμείς τι να κάνουμε;  Είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε».

Ξεχνούν όμως ότι η Ελ. Τουλουπάκη, στις έγγραφες εξηγήσεις της, μεταξύ άλλων κατέθεσε ότι ήξερε ότι οι υποθέσεις που έψαχνε ήταν παραγεγραμμένες αλλά τις έστειλε στη Βουλή και εξεπλάγη με την απόφαση της Ολομέλειας. Αν αυτό δεν είναι έμμεση ομολογία εκ μέρους της ως προς την κατάχρηση εξουσίας σε βάρος των 10 πολιτικών, τότε τι άλλο μπορεί να είναι;

Και για να κλείσουμε το θέμα, αναρωτιόμαστε: Η «ομηρία» του Ανδρέα Λοβέρδου με δικαστικές απόψεις και προτάσεις που παραβαίνουν ευθέως το Σύνταγμα πότε θα τελειώσει; Οι πολιτικοί και δικαστικοί προϊστάμενοι των δικαστικών λειτουργών που ερευνούν την υπόθεση δεν έχουν υποχρέωση να παρέμβουν, όταν το Σύνταγμα ερμηνεύεται κατά το δοκούν, όταν οι προαναφερόμενοι δικαστικοί καθυστερούν να ανασύρουν από το «κάτω συρτάρι» τον υπό έρευνα φάκελο, τον οποίο αρχικά πρέπει να ξεσκονίσουν –κυριολεκτικά–, αφού σίγουρα θα έχει πιάσει σκόνη;

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα