Ποντάρει και στο Σύνταγμα το Μαξίμου

Στην κυβέρνηση επιθυμούν η συζήτηση για την αναθεωρητική διαδικασία του Συντάγματος να είναι πιο κοντά στις επόμενες εθνικές εκλογές

Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε την Τετάρτη το πρωί, ότι η κυβερνητική πρόταση για την Προεδρία της Δημοκρατίας είναι ο Κώστας Τασούλας ανέφερε κάτι που πέρασε στα ψιλά. Ο πρωθυπουργός είπε ότι στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση θα προτείνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να έχει εξαετή θητεία και να μπορεί να την υπηρετήσει άπαξ.

Του Μιχάλη Κωτσάκου

Για να πούμε του στραβού το δίκιο την συγκεκριμένη πρόταση την άκουσαν οι τηλεθεατές του One channel την Τρίτη το βράδυ από τον Στέφανο Κασσελάκη που παραχώρησε συνέντευξη στον Τάκη Χατζή. Και μπορεί πολλοί να γέλασαν από την πρόταση του επικεφαλής του Κινήματος Δημοκρατίας, όμως όπως φαίνεται άρεσε στο Μαξίμου και γι’ αυτό ο κ. Μητσοτάκης σκέφτεται να την βάλει στον δημόσιο διάλογο και στην Συνταγματική Αναθεώρηση, η οποία αναμένεται να ξεκινήσει το επόμενο έτος.

Εξάλλου ας μην ξεχνάμε ότι η ριζική αναθεώρηση του Συντάγματος θεωρείται ειλημμένη κυβερνητική απόφαση – τουλάχιστον η επιδίωξη της. Το νέο στοιχείο είναι ότι το Μαξίμου δεν θα βιαστεί να εκκινήσει την προ-αναθεωρητική διαδικασία, η οποία, λογικά, έπρεπε να δρομολογείται τούτες τις ημέρες. Τον Δεκέμβριο του 2024 έκλεισε η πενταετία από την προηγούμενη αναθεώρηση οπότε, όπως ορίζει το ίδιο το Σύνταγμα, θα μπορούσε να ανοίξει η αυλαία των νέων αλλαγών του.

Όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δύο τουλάχιστον φορές έχει δηλώσει ότι η εν λόγω διαδικασία θα ξεκινήσει στην καλύτερη περίπτωση τον Δεκέμβριο του 2025, αλλά σίγουρα εντός του Ιανουαρίου του 2026. Την εξήγηση για την αργοπορία που δίνουν τα κυβερνητικά στελέχη είναι οι γενναίες αλλαγές που θέλει η κυβέρνηση να φέρει στο νέο Σύνταγμα θα αποτελέσουν βασικό προεκλογικό αφήγημα προς τις εθνικές κάλπες, είτε αυτές στηθούν τον Ιούνιο του 2027, είτε… νωρίτερα.

Το μυστικό

Η παρούσα Βουλή, λέγεται «προτείνουσα», κάτι που σημαίνει ότι  αποφασίζει ποια άρθρα του Συντάγματος θα αλλάξουν και σε ποια κατεύθυνση. Η επόμενη Βουλή, αυτή που θα προκύψει από τις επόμενες εθνικές εκλογές λέγεται «αναθεωρητική» και έχει το δικαίωμα να ψηφίσει ψηφίζει τις αλλαγές. Όποια τροποποίηση λάβει 150 «ναι» στην προτείνουσα Βουλή, χρειάζεται 180 στην αναθεωρητική – και αντιστρόφως. Κι αυτό διότι στην αναθεωρητική διαδικασία αναζητείται ευρύτατη συναίνεση των κομμάτων και όχι μία απλή κυβερνητική πλειοψηφία, πόσο μάλλον που ανάμεσα στις δύο διαδικασίες παρεμβάλλονται εθνικές εκλογές.

Εδώ, όμως, κρύβεται το μυστικό και η πρεμούρα της κυβέρνησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος.  Στην τελευταία Αναθεώρηση όμως έγινε… το αντίθετο, αφού το περιεχόμενο του άρθρου για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας εγκρίθηκε από την Προτείνουσα (επί ΣΥΡΙΖΑ, πριν από τις εκλογές του 2019) και τροποποιήθηκε στην Αναθεωρητική (επί Ν.Δ., μετά τις εκλογές του 2019).

Οπότε γίνεται αντιληπτό ότι το κυβερνών κόμμα θέλει να χρησιμοποιήσει και ως ένα από τα εκλογικά διακυβεύματα τις αλλαγές στο Σύνταγμα. Κάτι που σημαίνει ότι στον δρόμο προς τις επόμενες εκλογές θα ακούσουμε ουκ ολίγες φορές από τα κυβερνητικά στελέχη, ότι με πιθανή ήττα της Νέας Δημοκρατίας θα κινδυνεύσουν να μείνουν στο ράφι.

Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Άκρως ενδεικτικό παράδειγμα το περίφημο «άρθρο 16» που ορίζει τον δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης. Η Ν.Δ. θέλει την τροποποίησή του ώστε να ανοίξει ο δρόμος όχι γενικά στα «μη κρατικά» Πανεπιστήμια, αλλά στα ιδιωτικά. Εξ’ αιτίας αυτού του ισχύοντος συνταγματικού άρθρου, η κυβέρνηση περιορίστηκε να ψηφίσει από τη Βουλή στις αρχές του 2024 – και μετά από ταραχώδη συνεδρίαση – την ίδρυση παραρτημάτων μη κρατικών ξένων Πανεπιστημίων, επιχειρώντας διάφορες ερμηνείες του άρθρου 16 και υποσχόμενη την αναθεώρησή του ώστε, στη συνέχεια, η επιχείρηση να ολοκληρωθεί χωρίς να χαρακτηριστεί αντισυνταγματική.

Το παράδειγμα αναφέρεται ως ενδεικτικό διότι, συν τοις άλλοις, θα αποδείξει εάν είναι δυνατή ή όχι η (επίσης περίφημη) συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων, εντός κι εκτός Βουλής. Στην προαναφερθείσα ψήφιση των παραρτημάτων των ξένων μη κρατικών πανεπιστημίων το ΠΑΣΟΚ αντέδρασε σφόδρα, όχι για τη φιλοσοφία του νομοσχεδίου, αλλά για την προσπέραση-παραβίαση του άρθρου 16, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά ασχολήθηκαν με την ουσία του. Επομένως, εάν η Χαριλάου Τρικούπη κλίνει προς το «ναι» της αναθεώρησής του (όπως προκρίνεται) τότε η «προοδευτική συνεργασία» θα μείνει γράμμα κενό, αφού το θέμα θεωρείται μείζον και ταυτοτικό για τα αριστερά κόμματα.

Από την άλλη, το κυβερνών κόμμα θα καταγραφεί ως αυτό που κατάφερε να ξεριζώσει τη σημερινή συνταγματική απαγόρευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, να απευθυνθεί σε ένα σημαντικό κεντρώο και οικονομικά επαρκές τμήμα ψηφοφόρων που επιθυμεί αυτή την αλλαγή και να εμφανίσει το ΠΑΣΟΚ ως μη διακριτή πολιτική δύναμη.

Ανάλογες αλλαγές, από την πλευρά της κυβέρνησης, προβάλλονται και σε άλλα άρθρα, όπως για την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου (από όλα τα σημεία του πλανήτη) και στις εθνικές εκλογές, πέραν των ευρωεκλογών που ίσχυσε ήδη ή για συνταγματική θέσπιση δημοσιονομικού κόφτη, ώστε να εμποδίζεται η δημοσιονομική εκτροπή λόγω υπέρογκων δαπανών ή ακόμα και για την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων – θέμα που, πάντως, θεωρείται ισχυρό ταμπού για να θιγεί και, μάλιστα, σε προεκλογική περίοδο.

Κίνδυνος για τη συναίνεση

Σε μία συνταγματική αναθεώρηση βέβαια το οποιοδήποτε κυβερνών κόμμα επιδιώκει τη συναίνεση με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ειδικά τα πιο μεγάλα. Όμως όπως αναφέρουν με νόημα τόσο από την Χαριλάου Τρικούπη, όσο και η Κουμουνδούρου, μετά την πρόταση Μητσοτάκη για τον Τασούλα, «η συναίνεση δεν μπορεί να είναι αλά καρτ».

Κάτι που μπορεί να εξηγηθεί ότι είναι πολύ πιθανό κάποια από τα σχέδια της Νέας Δημοκρατίας να μην υλοποιηθούν σε ό,τι αφορά τις αλλαγές που επιθυμεί στο Σύνταγμα.

 

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα