Πόρισμα υποκλοπών: Κυβερνητική νίκη (ως μη εμπλεκόμενη) και ευκαιριακή αντιπολίτευση (χωρίς μέλλον…)
Το πόρισμα Ζήση και η ανακοίνωση Αδειλίνη για την υπόθεση των «κοριών» έδωσε την αφορμή στην αντιπολίτευση να στήσει ένα συγκυριακό αντιπολιτευτικό μέτωπο αλλά και στην Ν.Δ. το άλλοθι ότι κανείς «γαλάζιος» δεν ενορχήστρωσε το σκοτεινό δίκτυο των παρακολουθήσεων
Στην ναυτιλία «σημαίες ευκαιρίας» θεωρούνται οι εθνικές σημαίες εκείνων των κρατών των οποίων οι νόμοι διευκολύνουν τη νηολόγηση πλοίων αλλοδαπής ιδιοκτησίας με ευνοϊκούς οικονομικούς όρους που μειώνουν το εφοπλιστικό κόστος και αυξάνουν τα αντίστοιχα κέρδη. Στην εγχώρια πολιτική σκηνή την δική τους σημαία ευκαιρίας για κέρδη βρήκαν ο ΣΥΡΙΖΑ το ΠΑΣΟΚ αλλά κατά κάποιο τρόπο και η Νέα Δημοκρατία στο πόρισμα Αδειλίνη για την υπόθεση των «κοριών».
Του Νίκου Τσαγκατάκη
Για δεύτερο καλοκαίρι μετά από το 2022 η Θέμιδα γίνεται το επίκεντρο της πολιτικής επικαιρότητας. Η αιτία ήταν τότε το σκάσιμο της βόμβας των αποκαλύψεων για δίκτυο συνακροάσεων που παρακολουθούσε τα τηλέφωνα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, και άλλων πολιτικών παραγόντων, δημοσιογράφων και ιδιωτών.
Τώρα η βόμβα αφορά την ετυμηγορία του Αρείου Πάγου που από την εννεάμηνη έρευνά του δεν «διέγνωσε» ούτε την παραμικρή ανάμειξη κρατικού φορέα ή προσώπου στην σκοτεινή υπόθεση και πως οι παρακολουθήσεις της ΕΥΠ ήταν καθ΄ όλα νόμιμες. Όπως, δε, έγινε και πριν από δύο χρόνια, έτσι και σήμερα ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ συμφώνησαν σε μια ευκαιριακή ανακωχή και πρόσκαιρη αντιπολιτευτική συμπόρευση καταγγέλλοντας την κυβέρνηση για κουκούλωμα. Το ρεπορτάζ λέει ότι στο άκουσμα του πορίσματος του Αρείου Πάγου, ο Στέφανος Κασσελάκης είχε μία μακρά τηλεφωνική συνομιλία με τον Νίκο Ανδρουλάκη (σ.σ. στην συνέχεια συνομίλησε και με την πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωής Κωνσταντοπούλου) κι αφού σχολίασαν τα των εξελίξεων πήραν την απόφαση για κοινή πολιτική δράση.
Χέρι-χέρι…
Αυτή η δράση αποτυπώθηκε ήδη στην κατάθεση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ αιτήματος για έκτακτη σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας με την παρουσία στο Κοινοβούλιο της ηγεσίας του Αρείου Πάγου. Συγκεκριμένα, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Θεοδώρα Τζάκρη, Θεόφιλος Ξανθόπουλος και Ραλλία Χρηστίδου, που είναι μέλη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, επικαλέστηκαν το άρθρο 43Α του Κανονισμού της Βουλής και αιτήθηκαν να συνέλθει εκτάκτως η εν λόγω επιτροπή ζητώντας να κληθούν να παραστούν η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, και ο αντιεισαγγελέας Α.Π. Αχιλλέας Ζήσης, προκειμένου να ενημερώσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης για τα τεκταινόμενα. Στο ίδιο αίτημα ο ΣΥΡΙΖΑ ζητεί να δοθεί στα μέλη της Επιτροπής το σύνολο της δικογραφίας που αφορά την υπόθεση των υποκλοπών και κυρίως τα παρακάτω έγγραφα: α) Το 300 σελίδων πόρισμα του αντιεισαγγελέα Ζήση, ο οποίος διενήργησε την προκαταρτική εξέταση, β) Η σχετική διάταξη της εισαγγελέως Αδειλίνη περί «αρχειοθέτησης της υπόθεσης» και γ) Τα πορίσματα των Ανεξάρτητων Αρχών και των άλλων φορέων που μνημονεύονται στην προ ημερών ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Το ότι τα δύο κόμματα θα βαδίσουν χέρι-χέρι σε αυτή την υπόθεση είχε φανεί στα μάτια των πολλών από την περασμένη Τρίτη στην Ολομέλεια της βουλής. Τότε, δηλαδή, που στο πλαίσιο της συζήτησης του νομοσχεδίου για τα πόθεν έσχες η κουβέντα μοιραία εξετράπη στα των υποκλοπών, με τον υπουργό Επικρατείας, Μάκη Βορίδη, να σηκώνει το βάρος της αντιπαράθεσης με τον πρόεδρο της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτη Φάμελλο και με τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ, Νίκο Ανδρουλάκη. Ωστόσο το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται στον πόλεμο της ατάκας αλλά στο γεγονός ότι μετά το πέρας της κοινοβουλευτικής διαδικασίας Φάμελλος και Ανδρουλάκης τα είπαν για κάμποση ώρα στο περιστύλιο της Βουλής. Κι αυτό διότι στη συνέχεια τα πράγματα πήραν τον δρόμο της κοινής περπατησιάς, που κατέληξε στη δημιουργία ενός ενιαίου αντικυβερνητικού μετώπου στο οποίο ήδη δήλωσαν συμμετοχή –μέσω της υποστήριξης αντιστοιχών αιτημάτων με αυτό του της Κουνδούρου για έκτακτη σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας– η Πλεύση Ελευθερίας, η Νέα Αριστερά, αλλά και το ΚΚΕ.
Μάχη εντυπώσεων αλλά και αστερίσκοι
Τα όσα έγιναν το πρωί της παρασκευής στη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας όπου συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, το αίτημα της αντιπολίτευσης για κλήση στη Βουλή της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, ήταν λίγο πολύ προδιαγεγραμμένα. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου επιδόθηκε σε ένα από τα γνωστά της σόου συγκρουόμενη με τον Θανάση Μπούρα και ειρωνευόμενη τον εισηγητή της Ν.Δ., Θάνο Πλεύρη, δίχως όμως να αλλάξει επί της ουσίας κάτι στην εξέλιξη της υπόθεσης. Και δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, καθώς όλοι γνώριζαν, και στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ και στα άλλα κόμματα, ότι το αίτημά τους να κληθεί να καταθέσει στην επιτροπή η εισαγγελέας Αδειλίνη ήταν πρόδηλα αντισυνταγματικό και δεν είχε να κάνει με τον αν η κυβερνητική πλειοψηφία θα αποδεχόταν ή θα απέρριπτε το αίτημα.
Έχει να κάνει με τη στρατηγική επιλογή ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ να διεξάγουν μία μάχη εντυπώσεων και όχι ουσίας. Μια μάχη που για να είμαστε δίκαιοι δόθηκε και σε έναν βαθμό και από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας που οχυρωμένη πίσω από την αρχειοθέτηση της υπόθεσης –στο σκέλος που αφορά τις ενδεχόμενες ευθύνες κρατικών λειτουργών και υπηρεσιών– βρήκε αντεπιχειρήματα στις κατηγορίες των αντιπάλων της ότι εκείνη κρύβεται πίσω από το σκοτεινό δίκτυο των παρακολουθήσεων.
Τελευταίο αλλά όχι έλασσον: η εργαλειοποίηση του πορίσματος Αδειλίνη από την πλευρά της αντιπολίτευση δεν σημαίνει ότι η εισαγγελική ετυμηγορία δεν γεννά απορίες τουλάχιστον στους λιγότερο μυημένους με την ποινική και την πολιτική δικαιοσύνη.
Για παράδειγμα υπάρχει μια βασική αναρώτηση που λέει πώς είναι δυνατόν τέσσερις ιδιώτες να συνέστησαν με τόση ευκολία ένα παράνομο δίκτυο παρακολουθήσεων που είχε παγιδεύσει υψηλά ιστάμενα πρόσωπα δίχως την εμπλοκή ανθρώπων πoυ έχουν πρόσβαση σε κρατικές υπηρεσίες.
Υπάρχει επίσης η απορία ποιο σύμπαν συνωμότησε και συνέπεσε στόχοι που παρακολουθόντο νομίμως από την ΕΥΠ την ίδια παρακολουθούνταν παρανόμως από τους ιδιώτες με το Predator. Αυτά είναι ερωτηματικά που πρέπει να απαντήσει η Θέμιδα όχι αναιρώντας το κατά τον νόμο ανέλεγκτον της κρίσης της αλλά για να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτήν.