Πρώτο μέλημα η υψηλή συσπείρωση της βάσης

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενόψει των εκλογών της 21ης Μαΐου προτάσσει την ανάγκη για σταθερότητα στη χώρα και όχι επιστροφή στην αβεβαιότητα

«Στην πρώτη κάλπη οι ψηφοφόροι θα αποφασίσουν ποιος θα κυβερνήσει. Και όταν λέω ποιος εννοώ ποιο κόμμα και ποιος πρωθυπουργός. Ενώ στη δεύτερη θα κριθεί το πώς θα κυβερνήσει αυτός ο πρωθυπουργός». Η συγκεκριμένη φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη από την ομιλία του στην Λαμία την προηγούμενη Δευτέρα δείχνει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο το πώς θα κινηθεί το επόμενο διάστημα η Νέα Δημοκρατία για την διπλή εκλογική αναμέτρηση.

Του Μιχάλη Κωτσάκου

Με αυτό τον τρόπο ο πρωθυπουργός αφενός μεν επιχειρεί να επανασυσπειρώσει την βάση της Νέας Δημοκρατίας, αφετέρου δε να βάλει τις διαχωριστικές γραμμές σε ό,τι αφορά τις συνεργασίες. Στο Μαξίμου, ως γνωστόν απεύχονται το ενδεχόμενο οι πολίτες να πάνε με διάθεση για χαλαρή ψήφο στις πρώτες εκλογές, από τη στιγμή που γνωρίζουν ότι δεν θα υπάρξει πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης. Και με βάση τα σημερινά δεδομένα είναι το πιο λογικό. Και αυτό διότι υπάρχουν δύο δεδομένα. Πρώτον, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης να μην κρατά την πρώτη διερευνητική εντολή και να την επιστρέψει άμεσα (όπως ο ίδιος έχει δηλώσει ουκ ολίγες φορές) και δεύτερον ο Νίκος Ανδρουλάκης-που είναι ένας πιθανός εταίρος- να θέτει ως προϋπόθεση τον άγνωστο «Χ» για πρωθυπουργό.

Στο Μαξίμου, λοιπόν, επιθυμούν ένα ισχυρό ποσοστό στις πρώτες εκλογές στις 21 Μαΐου, ώστε στις δεύτερες εκλογές στις 2 Ιουλίου (πιθανότερη ημερομηνία) να διεκδικήσει η Νέα Δημοκρατία την αυτοδυναμία της. Ίσως κάποιοι σκεφτούν ότι μετά τα Τέμπη έχει χαθεί το μομέντουμ της αυτοδυναμίας, σύμφωνα και με τις δημοσκοπήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Όμως στις αναλύσεις τους, τόσο η ομάδα του Σταν Γκρίνμπεργκ, όσο και ο Θοδωρής Λιβάνιος εκτιμούν ότι μέχρι τις εκλογές θα έχει ηρεμήσει αρκετά η κατάσταση, οπότε ανοίγει εκ νέου ο δρόμος για την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Όμως θέτουν ως προϋπόθεση η Νέα Δημοκρατία στις πρώτες εκλογές να καταγράψει ένα ποσοστό ανάλογο με τις δημοσκοπήσεις πριν από τα Τέμπη, όπου τότε με την αναγωγή έφτανε μέχρι και το 34%.

Η επιστροφή στην «γαλάζια οικογένεια»

Μετά το τραγικό δυστύχημα με την σύγκρουση των δύο αμαξοστοιχιών στα Τέμπη και τους 57 νεκρούς παρατηρείται μία διαρροή ψηφοφόρων από τη Νέα Δημοκρατία προς την γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων. Κάτι που δίνει το δικαίωμα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία να διεκδικήσει την επιστροφή στην «γαλάζια» οικογένεια όλων αυτών που υπό το βάρος του σοκ των Τεμπών αποστασιοποιήθηκαν.

Φυσικά ο βασικός σχεδιασμός του Μαξίμου είναι να πείσει τους πολίτες για την σταθερότητα της χώρας και την ανάπτυξη της. Όμως οι συνεργάτες του πρωθυπουργού φαίνονται έτοιμοι να εκμεταλλευτούν τη δήλωση Ανδρουλάκη και την απαίτηση του για άλλον πρωθυπουργό σε περίπτωση συνεργασίας. Δεν είναι μόνο η πίεση που ασκείται στο ΠΑΣΟΚ με τη μέθοδο στης απαξίωσης, αλλά την ίδια ώρα με το να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της διαμάχης το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρουλάκης στέλνουν στο περιθώριο τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Ταυτόχρονα με τις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού και κυβερνητικών στελεχών σκιαγραφούν μια νέα προσπάθεια να αντιστραφεί το επιχείρημα των μετεκλογικών συνεργασιών. Και μάλιστα τις συνεργασίες τις χρησιμοποιούν ως μπαμπούλα, καθώς είναι πανθομολογούμενο ότι στις κυβερνήσεις συνεργασίας ουδέποτε λαμβάνονται αστραπιαίες αποφάσεις.

Η σταθερότητα που προτάσσει το Μαξίμου ως επιχείρημα για να ανασυνθέσει το στόχο της αυτοδυναμίας απευθύνεται πρωτίστως στους κεντρογενείς ψηφοφόρους, καθώς εκτιμάται ότι οι παραδοσιακοί δεξιοί ψηφοφόροι θα συνεχίσουν να στηρίζουν την παράταξης του, όπως κάνουν εδώ και δεκαετίες. Οι κεντρογενείς ενδιαφέρονται για την σταθερότητα, δεν επιθυμούν τεράστιες αλλαγές, ειδικά εάν οι λύσεις που τους προτείνονται δεν είναι ρεαλιστικές, αλλά βασίζονται σε υποθέσεις εργασίας. Όμως οι ίδιοι ψηφοφόροι δεν είναι λίγες φορές που φτάνουν μπροστά στην κάλπη και επιλέγουν με βάση το θυμικό. Και αυτή την εποχή λόγω των Τεμπών το θυμικό δεν είναι θετικό για το κυβερνών κόμμα. Όμως στο Μαξίμου εκτιμούν πως υπάρχει αρκετός χρόνος για να το αλλάξουν και να πείσουν τους κεντρογενείς ότι οι συνεργασίες ναι μεν είναι θεμιτές, αλλά τις περισσότερες φορές είναι αναποτελεσματικές. Τουναντίον η σταθερότητα υφίσταται σε μία χώρα όταν υπάρχει μία ισχυρή κυβέρνηση με επαρκή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Θολό μέλλον

Μέχρι τις εκλογές ουδείς στο Μαξίμου εκτιμά ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης θα ανοίξει τα χαρτιά του, οπότε η πίεση θα αυξηθεί στέλνοντας μηνύματα για θέσεις που το μόνο που δείχνουν είναι ένα θολό μέλλον. Και θα τις αντιπαραβάλλουν με τις δικές τους «καθαρές» θέσεις.

Ουσιαστικά από την κυβέρνηση θέλουν να ρίχνουν στον αρχηγό του τρίτου κόμματος τη μπάλα της ευθύνης για την αδυναμία συνεννόησης. Ερωτηθείς για τα σενάρια των μετεκλογικών συνεργασιών στον απόηχο του «όχι» από τον Ανδρουλάκη, είτε στον κ. Μητσοτάκη, είτε στον κ. Τσίπρα για πρωθυπουργό σε ένα σχήμα συνεργασίας, o υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος, μίλησε προ ημερών για τον «πυρήνα του προβλήματος των πολιτικών συνεργασιών, που τελικά αποκαλύπτεται ότι δεν έχουν ένα σαφές προγραμματικό περιεχόμενο και έχουν τελικά μεγάλο κίνδυνο να καταλήξουν σε μία ακυβερνησία στη χώρα». Κατά τον κ. Σκέρτσο, «η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι δεν είναι κατά των συνεργασιών καθώς ο Μητσοτάκης έχει απευθύνει καλέσματα σε δυνάμεις που δεν κινούνται εντός Ν.Δ. ωστόσο δεν μπορούν να μπαίνουν όροι στο παιχνίδι που προσβάλλουν την ίδια την έννοια, την ουσία της δημοκρατίας».

Όπως το Ποτάμι

Το 2019 η Νέα Δημοκρατία πίεσε στο μη περαιτέρω το Ποτάμι και κατάφερε να πείσει τους ψηφοφόρους του, ότι η καλύτερη λύση είναι η ψήφος στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το γεγονός ότι το Ποτάμι στις ευρωεκλογές πήρε 1,5%, ενώ στις δημοσκοπήσεις καταγραφόταν στο 4%, απέδειξε ότι η τακτική της Πειραιώς ήταν επιτυχημένη. Κάτι που έγινε και με την Ένωση Κεντρώων.

Τώρα άλλα κεντρογενή σχήματα δεν υπάρχουν, παρά μόνο το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ναι μεν αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, όμως δεν το θεωρούν ως πολύ μακριά τους οι κεντρώοι φιλελεύθεροι, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς καις την ευρωβουλή συνεργάζονται περισσότερο με τους σοσιαλδημοκράτες. Οπότε είναι απόλυτα λογική η τακτική του Μαξίμου να έχει στοχοποιήσει το ΠΑΣΟΚ, εκμεταλλευόμενο και την αφορμή που έδωσε ο ίδιος ο κ. Ανδρουλάκης.

Στο Μαξίμου εκτιμούν ότι πιο εύκολα κάποια «πράσινα» στελέχη, όπως οι κ.κ. Σκέρτσος, Χρυσοχοΐδης, Πιερρακάκης, Καρανικόλας, να κατευθυνθούν στον Κυριάκο Μητσοτάκη που υποσχέθηκε μία πολύχρωμη σταθερή κυβέρνηση με βάση το μπλε χρώμα, παρά να μείνουν σε ένα κόμμα που ναι μεν έχει ιστορία, αλλά θυμίζει περισσότερο την πάλαι πότε Ένωση Κέντρου, τα απομεινάρια της οποίας διαμοιράστηκαν  στις εκλογές του 1980 η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.

Με βάση τις δημοσκοπήσεις αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε αυτές τις εκλογές με το ΠΑΣΟΚ. Όμως εάν τελικά δεν πιάσει διψήφιο ποσοστό στις εκλογές, τότε ουδείς ξέρει ποιες φυγόκεντρες τάσεις επικρατήσουν την επαύριον των εκλογών.

 

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα