Quo vado Italia?

Πριν από δύο χρόνια μία κινηματογραφική κωμωδία έσπασε τα ταμεία στην Ιταλία. Ο λόγος για «Quo Vado?» («Πού Πηγαίνω;»), που ξεπέρασε σε εισιτήρια ακόμη και τον «Πόλεμο των Άστρων» του Τζορτζ Λούκας. Η συγκεκριμένη κωμωδία περιέγραφε την ιστορία ενός δημόσιου υπαλλήλου, ο οποίος δεν επιθυμεί καμία ανέλιξη, κανέναν εκσυγχρονισμό, παρά μόνο την απόλυτη ευτυχία του ωραρίου του (9:00-17:00), με χαλαρότητα στην ώρα προσέλευσης, αναλυτικές ποδοσφαιροκουβέντες με συναδέλφους, μικρές δωροδοκίες από τους φορολογουμένους και έναν σταθερό μισθό.

Του Μιχάλη Κωτσάκου

Σαν τον… χαλαρό ήρωα της ταινίας, ο μέσος Ιταλός ψηφοφόρος αντιμετώπισε χαλαρά τις εκλογές της προηγούμενης Κυριακής, με συνέπεια να εκλέξει ένα κράμα λαϊκιστών και ακροδεξιών εθνικιστών. Τους έδωσε τα πρωτεία, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό για να τον κυβερνήσουν. Ο 31χρονος Λουίτζι Νιτ Μάιο του Κινήματος 5 Αστέρων (Μπέμπε Γκρίλο) και ο Ματέο Σαλβίνι της Λέγκας του Βορρά ερίζουν για το ποιος θα γίνει ο πρωθυπουργός. Αλλά οι περισσότεροι στην Ευρώπη τρέμουν με το ενδεχόμενο να συνεργαστούν οι δυο τους, κι έτσι η Ιταλία να κυβερνηθεί από ένα κράμα Εθνολαϊκιστών, πολύ χειρότερο του διδύμου Τσίπρα-Καμμένου.

Μια βουτιά στην ιστορία της Ιταλίας αρκεί για να κατανοήσει κάποιος πώς σκέφτονται οι γείτονές μας. Η Ιταλία ενοποιήθηκε και έγινε κράτος το 1861. Την επόμενη μέρα, ο πολιτικός και διανοούμενος Μάσιμο Ντ’ Αζέλιο είπε το περίφημο: «Φτιάξαμε την Ιταλία, τώρα πρέπει να φτιάξουμε τους Ιταλούς». Αναφερόταν στις προκλήσεις της δημιουργίας μιας εθνικής ταυτότητας βασισμένης στις αρχές που γέννησε η Γαλλική Επανάσταση. Η έκκλησή του φυσικά δεν εισακούσθηκε και οι «πατέρες» της ιταλικής δημοκρατίας, που έγραψαν το Σύνταγμα του 1946 με στόχο να αποφύγουν μέσω δημοκρατικών διαδικασιών έναν νέο Μουσολίνι, με το τωρινό αποτέλεσμα στην Ιταλία θα έχουν… αναστατωθεί, είτε βρίσκονται στον παράδεισο, είτε στην κόλαση.

 Η επόμενη ημέρα

Προεκλογικά, ο Σαλβίνι είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα ήταν ανοικτός στην πιθανότητα διαλόγου με το M5s αν ο συνασπισμός του δεν εξασφάλιζε την πλειοψηφία. Τώρα όμως που ο ίδιος κάνει το κουμάντο στην κεντροδεξιά, δεν έχει κίνητρο για κάτι τέτοιο. Αντίθετα, δήλωσε πως επιθυμεί να αναλάβει πρωθυπουργός. Εξ ου και οι δηλώσεις του ότι «δεν θα κάνει περίεργες συμμαχίες» και ότι «θα παραμείνει εντός της κεντροδεξιάς, με την οποία θέλει να κυβερνήσει».

Από το στρατόπεδο του άλλου μεγάλου νικητή, του Ντι Μάιο, τονίζεται ότι το Μ5s δικαιούται να κυβερνήσει, αφού αναδείχθηκε πρώτο κόμμα, αλλά δεν του βγαίνουν τα νούμερα. «Είμαστε οι απόλυτοι νικητές, αλλά μένουμε ανοικτοί στον διάλογο με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις», υπογράμμισε. Δεδομένου πάντως ότι ουδείς διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία οι προσπάθειες του Προέδρου της Δημοκρατίας θα απαιτήσουν χρόνο και υπομονή. Ο 76χρονος Σέρτζιο Ματαρέλα δεν πρόκειται δώσει διερευνητική εντολή σε κανέναν, αν δεν αποδείξει ότι μπορεί να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης και στα δύο σώματα του ιταλικού Κοινοβουλίου.

Ο πρόεδρος θα συζητήσει με τους ηγέτες των κομμάτων καλώντας τους να αφήσουν πίσω τους το κλίμα πόλωσης που επικράτησε προεκλογικά και να αναζητήσουν τρόπους σχηματισμού μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας. Στα βασικά ερωτήματα είναι κατά πόσον το M5s θα αποδεχθεί έναν κυβερνητικό συνασπισμό, αν ο Μπερλουσκόνι είναι πράγματι διατεθειμένος να στηρίξει τον Σαλβίνι και αν υπάρχει πιθανότητα να μετάσχει σε μια ευρεία συμμαχία το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, που υπέστη στις εκλογές της Κυριακής τη μεγαλύτερη ήττα από συστάσεώς του το 2007.

 Η συντριβή του Ρέντσι

Το 2013, στις προηγούμενες εκλογές, υπήρχε ήδη μια δύσκολη κατάσταση. Το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντσι είχε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά όχι στη Γερουσία και γι’ αυτόν τον λόγο υπήρξαν μακρές διαπραγματεύσεις πριν ο Ενρίκο Λέττα οριστεί πρωθυπουργός.

Σήμερα, η κατάσταση είναι πολύ πιο δύσκολη. Κανένα κόμμα δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή και στη Γερουσία. Και βέβαια οι εκλογές της προηγούμενης Κυριακής αποτελούν το τέλος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και το πιθανότερο του Μ. Ρέντσι από την κεντρική πολιτική σκηνή. Και εάν για τον 80χρονο Σίλβιο δεν είναι και κάτι φοβερό λόγω και της ηλικίας του, για τον Ρέντσι τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής, αλλά τελικά απογοήτευσε και δίχασε. Προσωποποίησε σε υπερβολικό βαθμό την πολιτική, και στο τέλος πλήρωσε τη ματαιοδοξία του. Αυτή η ήττα του Δημοκρατικού κόμματος είναι κατά βάθος μια ήττα του Ρέντσι. Και κυρίως, η Κεντροαριστερά της Ιταλίας δεν αποφεύγει τη γενικευμένη κρίση της ευρωπαϊκής Αριστεράς.

Ήδη ο Ρέντσι είπε ότι θα παραιτηθεί από Γ.Γ. του Δημοκρατικού Κόμματος μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης, ενώ έστρεψε τα πυρά του κατά της κυβέρνησης Τζεντιλόνι, χαρακτηρίζοντάς την «άψυχη και πολύ τεχνοκρατική». Η ηγεσία του Δημοκρατικού κόμματος θα συνεδριάσει μεθαύριο Δευτέρα 12 Μαρτίου κι αναμένεται να ασκηθούν πιέσεις στον Ρέντσι. Τόσο ο Τζεντιλόνι, όσο και αρκετοί υπουργοί φέρονται να είναι περισσότερο διατεθειμένοι από τον Ρέντσι να βοηθήσουν τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, Σέρτζιο Ματαρέλα, στην αναζήτηση πρωθυπουργού με κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

 Συμπέρασμα

Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι σαφές: Οι ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη τους σε όσους πολιτικούς θεωρούν αλαζόνες και διεφθαρμένους, κατηγορώντας τους για την παρατεταμένη οικονομική στασιμότητα και τα κύματα των προσφύγων που έφτασαν στην Ιταλία.

Επίσης οι αναλυτές παραδέχονται πως τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διέρχονται κρίση σε όλη την Ευρώπη (βλ. Γαλλία και Γερμανία). Και όπως λένε οι Ιταλοί αναλυτές: Μια από τις μεγάλες, ιστορικές αλλαγές της Ιταλίας, μιας από τις πλέον φιλικές προς το ευρωπαϊκό όνειρο, είναι πως μετατρέπεται σε ευρωφοβική και ευρωσκεπτικιστική. Χαρακτηριστικό είναι πως τα δύο φιλοευρωπαϊκά κόμματα, το Δημοκρατικό κόμμα του Ρέντσι και η λίστα της Έμα Μπονίνο συγκέντρωσαν μόνο 21%. Ενώ τα κόμματα που επέκριναν την Ευρώπη συγκέντρωσαν 50% των ψήφων.

 

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα