Quo vado Italia?

Πριν από δύο χρόνια μία κινηματογραφική κωμωδία έσπασε τα ταμεία στην Ιταλία. Ο λόγος για «Quo Vado?» (Πού Πηγαίνω;), που ξεπέρασε σε εισιτήρια ακόμη και τον «Πόλεμο των Άστρων» του Τζορτζ Λούκας.

Η συγκεκριμένη κωμωδία περιέγραφε την ιστορία ενός δημόσιου υπαλλήλου, ο οποίος δεν επιθυμεί καμία ανέλιξη, καμία καινοτομία, κανέναν εκσυγχρονισμό, παρά  μόνο την απόλυτη ευτυχία του ωραρίου του (9.00-17.00), με χαλαρότητα στην ώρα προσέλευσης, αναλυτικές συζητήσεις με συναδέλφους για τα ποδοσφαιρικά δρώμενα, μικρές δωροδοκίες από τους φορολογουμένους και έναν σταθερό μισθό.

 Του Μιχάλη Κωτσάκου

Ο ήρωας της ταινίας αποτελεί τον μέσο Ιταλό, ο οποίος αντιμετωπίζει με χαλαρότητα τα πάντα γύρω του. Κάπως έτσι αντιμετωπίζει και την αυριανή κρίσιμη εκλογική μάχη, όπου σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το Κίνημα 5 Αστέρων του Πέπε Γκρίλο θα έρθει πρώτο, αλλά το πιθανότερο είναι να δούμε μία κεντροδεξιά κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον εκλεκτό τού Σίλβιο Μπελουσκόνι, τον Αντόνιο Ταγιάνι. Και φυσικά με τον Σίλβιο να κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο.

Σε ποια άλλη σοβαρή χώρα ένας 80χρονος, που έχει κάνει περισσότερα λίφτινγκ από ό,τι οι μεγαλύτερες ντίβες της Ιταλίας, θα ήταν και πάλι ο πρωταγωνιστής του πολιτικού σκηνικού, παρά τις δύο καταδίκες του; Τη μία για τη φορολογική απάτη του 2013 και την άλλη για τα πάρτι «μπούνγκα-μπούνγκα». Και μάλιστα ο Μπερλουσκόνι είναι ο κινητήριος μοχλός της κεντροδεξιάς, καθώς ο ίδιος δεν μπορεί να είναι υποψήφιος, λόγω των καταδικών του.

Κι όπως αναφέρουν οι αναλυτές, «ο Μπερλουσκόνι δεν είναι ο μόνος πολιτικός στη χώρα μου που προσπαθεί να επιστρέψει στην πολιτική ζωή, παρά το γεγονός ότι εδώ και καιρό έχει χάσει όλη του την αξιοπιστία. Ο Ρομπέρτο Φορμιγκόνι, πρώην πρόεδρος της περιφέρειας της Λομβαρδίας, ο οποίος το 2016 καταδικάσθηκε σε έξι χρόνια φυλάκιση για διαφθορά και αναμένοντας την έκβαση άλλων δικαστικών αποφάσεων, είναι άλλο ένα παράδειγμα».

Κι όμως οι Ιταλοί δεν νοιάζονται, προκαλώντας πονοκεφάλους στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι, στο Βερολίνο. Μία βουτιά στην ιστορία της Ιταλίας αρκεί για να κατανοήσει κάποιος πώς σκέφτονται οι γείτονές μας. Η Ιταλία ενοποιήθηκε και έγινε κράτος το 1861. Την επόμενη μέρα ο πολιτικός και διανοούμενος Μάσιμο Ντ’ Αζέλιο είπε το περίφημο: «Φτιάξαμε την Ιταλία, τώρα πρέπει να φτιάξουμε τους Ιταλούς». Αναφερόταν στις προκλήσεις της δημιουργίας μιας εθνικής ταυτότητας βασισμένης σε αρχές παρόμοιες με εκείνες που γέννησε η Γαλλική Επανάσταση. Η έκκλησή του φυσικά δεν εισακούσθηκε.

Στην πιο σκοτεινή περίοδο της ιταλικής ιστορίας, το καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι προσπάθησε να επιβάλει στον λαό μια αγάπη για τη χώρα του, στη βάση μίας ολοκληρωτικής και φονικής ιδεολογίας. Η στρατιωτική φρενίτιδα που κατέλαβε τότε ολόκληρη σχεδόν την Ιταλία, στο πλευρό των Ναζί, είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν οι πόλεις και να δημιουργηθεί τεράστια φτώχεια. Οι Ιταλοί κληρονόμησαν από τον πόλεμο μια συλλογική αίσθηση ντροπής, η οποία γρήγορα ξεχάστηκε. Η ντροπή καλλιεργήθηκε από το γεγονός ότι οι Ιταλοί επέτρεψαν την εξολόθρευση των Εβραίων συμπολιτών τους και δολοφόνησαν τον Μουσολίνι και την ερωμένη του, αντί να τους δικάσουν.

Κι όπως αναφέρουν οι πολιτικοί αναλυτές, «αυτό μας άφησε επίσης ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στους νικητές και μία αέναη αίσθηση αποτυχίας. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί πολλοί Ιταλοί προσβάλλονται τόσο γρήγορα όταν, για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάνει επισημάνσεις για την πορεία των δημοσιονομικών μας ή όταν η Γαλλία δεν μας δίνει τόσο μεγάλη σημασία όσο δίνει στη Γερμανία. Η ελευθερία του λόγου και η ελευθερία του συνέρχεσθαι θα έπρεπε να έχουν προετοιμάσει το έδαφος για μια εποικοδομητική συζήτηση των πολιτών. Όμως η ιστορία δεν λειτουργεί πάντα με αυτόν τον τρόπο. Αντίθετα εξαπλώθηκε ένα καρκινικό σύστημα που διείσδυσε σε πολλούς τομείς: στην οικονομία, στα μέσα ενημέρωσης και στο δικαστικό σώμα. Βρήκε έναν ουσιαστικό σύμμαχο στην απλή αναλογική του εκλογικού μας συστήματος, το θεμέλιο της κυβερνητικής αστάθειας. Το αποτέλεσμα είναι οι Ιταλοί να έχουν συνηθίσει να ψηφίζουν χωρίς να έχουν καμία ιδέα για το τι θα προκύψει μετά. Το ενδιαφέρον του κόσμου για την πολιτική ξεθώριασε. Η κόπωση, αν όχι η αγανάκτηση, επιδεινώθηκαν τα τελευταία χρόνια εξαιτίας και της οικονομικής κρίσης. Σήμερα, το πιο ανησυχητικό είναι η άνοδος του ρατσισμού κατά των μεταναστών. Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά, η γοητεία της ακροδεξιάς θέλγει πολλά τμήματα του πληθυσμού. Οι πολιτικοί άρχισαν να εκφράζουν απόψεις μίσους και μισαλλοδοξίας, χωρίς καμία απολύτως ντροπή».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτό που αναφέρουν οι αναλυτές αποτελεί ο ηγέτης της Λέγκας του Βορρά, Ματέο Σαλβίνι, όταν κάλεσε σε «ένα μαζικό καθάρισμα της Ιταλίας, από δρόμο σε δρόμο, από γειτονιά σε γειτονιά, από πλατεία σε πλατεία, ακόμα και με τη χρήση βίας εάν χρειασθεί».

Κι όπως εκτιμούν οι πλέον σοβαροί στην Ιταλία οι κοινοί ευρωπαϊκοί κανόνες είναι αυτοί που εμποδίζουν την Ιταλία να κατρακυλήσει περαιτέρω στον λαϊκισμό και να εξαλείψει τις δημοκρατικές αρχές. Κι όπως παραδέχονται και οι πολίτες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τις εκλογές ως χαβαλέ, η Ιταλία δεν διαθέτει θεσμούς αξιόπιστους στα μάτια των πολιτών της. Η διαφθορά και η αναξιοκρατία είναι διαδεδομένες. Δεκαετίες κακής χρήσης δημόσιων πόρων και κακής διακυβέρνησης είχαν ως αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να φθάσει στο 131% του ΑΕΠ.

Ο νέος Πέπε Γκρίλο (Λουίτζι Ντι Μάιο) προβάρει το πρωθυπουργικό κοστούμι

Ο 31χρονος Λουίτζι Ντι Μάιο θεωρείται το πιο λαμπρό αστέρι του Κινήματος 5 Αστέρια, που έφερε τα πάνω κάτω στην ιταλική πολιτική σκηνή. Παράτησε το Πανεπιστήμιο πριν από πέντε χρόνια κι από άνεργος κατάφερε να αναλάβει τα ηνία του κόμματος και να τρέφει σήμερα φιλοδοξίες να γίνει ο νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας.

Κι ίσως να μην είναι τόσο απατηλά τα όνειρά του. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, που δόθηκαν στη δημοσιότητα πριν επιβληθεί το σχετικό μπλακάουτ ενόψει των εκλογών, έφερναν πρώτο κόμμα το ευρωσκεπτικιστικό κίνημά του με ποσοστό γύρω στο 28%, που αυξάνεται ακόμη περισσότερο στα αστικά κέντρα της νότιας Ιταλίας, όπου η ανεργία καλπάζει με διπλάσιους ρυθμούς σε σχέση με τον μέσο όρο. Ωστόσο, δεδομένου ότι το εκλογικό σύστημα ευνοεί τις συμμαχίες –λόγος που εξηγεί τις έντονες αντιδράσεις του– το M5s έχει ελάχιστες πιθανότητες να κυβερνήσει μόνο του, εκτός κι αν καταφέρει, φυσικά, να βρει εταίρους.

Ήδη ο Λουίτζι Ντι Μάιο ανακοίνωσε την πρόθεσή του να ξεκινήσει διάλογο με όλες τις πολιτικές δυνάμεις, που «θα έχει ως βάση τους κύριους στόχους  του κινήματος», αρχής γενομένης από το «εισόδημα του πολίτη» επτακοσίων ογδόντα ευρώ τον μήνα για  τους άνεργους,  την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το κίνημα διαρρέει ήδη ότι έχει ξεκινήσει κάποιες επαφές με την αριστερή δύναμη «Ελεύθεροι και Ίσοι».  Και οι υποσχέσεις του M5s να πατάξει τη διαφθορά και να δώσει μάχη για την καθιέρωση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος βρίσκουν πολλά ευήκοα ώτα στη νότια Ιταλία, όπου είναι ενδημικά φαινόμενα το ρουσφέτι και το οργανωμένο έγκλημα…

Δύο περιφέρειες με ειδικό βάρος κρίνονται την Κυριακή

Αύριο Κυριακή στην Ιταλία δεν διεξάγονται μόνο οι βουλευτικές εκλογές, αλλά υπάρχει και κρίσιμη εκλογική μονομαχία για κάποιες περιφέρειες. Το Λάτιο και η Λομβαρδία θα αναδείξουν τους κυβερνήτες τους. Δηλαδή, η Ρώμη και το Μιλάνο, διοικητική και οικονομική πρωτεύουσα αντίστοιχα της Ιταλίας.

Στο Λάτιο, ο νυν κυβερνήτης Νικόλα Τζινγκαρέτι –εξαιρετικά δημοφιλής πολιτικός, αδελφός του πασίγνωστου ηθοποιού Λούκα Τζινγκαρέτι που ενσάρκωσε τον «επιθεωρητή Μονταλμπάνο»– έθεσε υποψηφιότητα για δεύτερη θητεία. Τον Τζινγκαρέτι, που πολλοί θεωρούν τον άμεσο διάδοχο του Ματέο Ρέντσι στην ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) κι ελπίδα για την ανάκαμψή του, στηρίζουν και οι αποστάτες του κόμματος, που συγκροτούν την παράταξη «Ελεύθεροι και Ίσοι» (Liberi e Uguali), αλλά όχι και από τους κεντρώους της Civica Popolare, που κατέβασαν δικό τους υποψήφιο.

Το Κίνημα των 5 Αστέρων του πρώην κωμικού Μπέπε Γκρίλο μετά τον δήμο της Ρώμης φιλοδοξεί να αλώσει με άλλη μία γυναίκα, έπειτα από τη δήμαρχο Βιρτζίνια Ράτζι, και την περιφέρεια του Λατίου, χρίζοντας υποψήφια τη βουλευτή Ρομπέρτα Λομπάρντι.

Διχασμένη κατέρχεται στις εκλογές η Κεντροδεξιά, καθώς δεν κατόρθωσε να συμφωνήσει σε έναν κοινό υποψήφιο. Ο Στέφανο Παρίζι θα είναι ο υποψήφιος της Forza Italia, της Λέγκας του Βορρά και των «Αδελφιών της Ιταλίας» (Fratteli d’ Italia), ενώ ο δημοφιλής δήμαρχος του Αματρίτσε, Σέρτζο Πιρότσι, θα διεκδικήσει ως ανεξάρτητος την περιφέρεια.
Στη Λομβαρδία, παραδοσιακό φέουδο της Λέγκας, ο έως σήμερα κυβερνήτης Ρομπέρτο Μαρόνι ανακοίνωσε πως δεν θα είναι υποψήφιος. Ο διάδοχός του, πρώην δήμαρχος του Βαρέζε, Ατίλιο Φοντάνα, ανέδειξε άμεσα το προφίλ του λέγοντας πως «στόχος της υποψηφιότητάς του είναι η υπεράσπιση της λευκής φυλής».

Η Κεντροαριστερά στη Λομβαρδία κατέρχεται διασπασμένη. Ο εκλεκτός του Δημοκρατικού Κόμματος, δήμαρχος του Μπέργκαμο και πρώην διευθυντής της Mediaset (του Σίλβιο Μπερλουσκόνι) Τζόρτζιο Γκόρι, θα έχει απέναντί του τον Ονόριο Ροζάτι που τον στηρίζουν οι αποστάτες του LeU.

Το Κίνημα των 5 Αστέρων επέλεξε τον Ντάριο Βιόλι, όμως σε αντίθεση με το Λάτιο η παράταξη δεν είναι τόσο δυνατή στη Λομβαρδία, ώστε να τρέφει ιδιαίτερες ελπίδες για μία εκλογική νίκη.

Αποδέχεται τον ορισμό του από τον Σίλβιο ο Ταγιάνι

Εάν δεν υπάρξει κάποια έκπληξη της τελευταίας στιγμής, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Αντόνιο Ταγιάνι, θα είναι ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας στην περίπτωση που σχηματιστεί κεντροδεξιά κυβέρνηση, καθώς θεωρείται εκλεκτός του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Ο 64χρονος Ταγιάνι με τις δηλώσεις του στην «Die Welt» επιβεβαίωσε επί της ουσίας πως θα δεχθεί την πρόταση από τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι: «Ο τελευταίος (Ιταλός) ηγέτης με διεθνή παρουσία ήταν ο Μπερλουσκόνι. Με εκείνον είχαν σφίξει τα χέρια ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους και ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν».

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τάσσεται υπέρ της μεταρρύθμισης της Ε.Ε. βάσει των προτάσεων του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν.

ΜΑΤΕΟ ΡΕΝΤΣΙ: Ο άνθρωπος που λατρεύουν να μισούν

Θεωρήθηκε το ανερχόμενο αστέρι της πολιτικής σκηνής στην Ιταλία, ο άνθρωπος που θα μπορούσε να οδηγεί την Ιταλία για πολλά χρόνια. Κι όμως, ο Ματέο Ρέντσι, ο πρώην πρωθυπουργός με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο, κατάφερε να στρέψει σχεδόν τους πάντες εναντίον του, αφού προηγουμένως υπήρξε το χαϊδεμένο παιδί της ιταλικής πολιτικής εδώ και μόλις λίγα χρόνια. Το κόμμα του δεν έχει σταματήσει να υποχωρεί στις δημοσκοπήσεις.  Κι όπως λένε όσοι τον γνωρίζουν, «υπάρχει αυτός ο αλαζονικός και εγωκεντρικός αέρας και μία ιδέα αυταρχισμού σε αυτό το παιδί της Τοσκάνης». Αυτός ο εκρηκτικός χαρακτήρας φυσικά δεν απέφυγε τις μεγαλοστομίες, όπως η δέσμευση του 2012 ότι θα κάνει την Ιταλία «τη χώρα όπου κάποιος βρίσκει δουλειά γιατί ξέρει κάτι και όχι γιατί ξέρει κάποιον». Και πέραν των μεγαλοστομιών, υπάρχουν και οι δικοί του άνθρωποι από την Τοσκάνη, οι οποίοι πρόλαβαν σε σύντομο χρονικό διάστημα να κάνουν… πράγματα και θαύματα.

Η κάθοδος του Ματέο Ρέντσι προς την κόλαση ξεκίνησε  τον Δεκέμβριο 2016, όταν το όνειρό του για μία «πιο αποτελεσματική και πιο απλή Ιταλία» κατέρρευσε με την απερίφραστη απόρριψη της συνταγματικής του μεταρρύθμισης στο δημοψήφισμα.  Υπερκινητικός, φιλόδοξος, «διψασμένος για εξουσία», σύμφωνα με ορισμένους, ο Ματέο Ρέντσι δεν μπορεί να κρύψει τον αέρα του αιώνιου εφήβου. Μέγας ρέκτης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ακούραστος –μπορεί να παρευρίσκεται σε ατελείωτες συναντήσεις από τον βορρά μέχρι τον νότο της χερσονήσου– και με προνομιακές σχέσεις με τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.

Κάποτε είχε συμμαχήσει με τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι για τη μεταρρύθμιση των θεσμών. Μπορεί και να αναγκασθεί να το ξανακάνει στο πλαίσιο ενός μεγάλου συνασπισμού κατά τα γερμανικά πρότυπα μετά τις εκλογές της 4ης Μαρτίου.

Τότε οι εχθροί του θα μπορούν να συνεχίσουν να τον αποκαλούν «Ρεντσουσκόνι».

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα