Standard & Poor’s: Αναβάθμισε το αξιόχρεο των τεσσάρων συστημικών τραπεζών

Ως ψήφος εμπιστοσύνης στις μεταρρυθμίσεις μεταφράζεται η απόφαση του οίκου αξιολόγησης

O οίκος αξιολόγησης S&P προχώρησε σε αύξηση των αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών μετά την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας

Ψήφο εμπιστοσύνης στις μεταρρυθμίσεις, μέσω της αναβάθμισης του μακροπρόθεσμου αξιόχρεου των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών, κατά μία βαθμίδα, ανακοίνωσε ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s, μετά την αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας, την περασμένη Παρασκευή.

Συγκεκριμένα, ο οίκος αξιολόγησης αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Εθνικής Τράπεζας, της Eurobank και της Alpha Bank στη βαθμίδα ‘B+’ από ‘B’ και της Τράπεζας Πειραιώς στη βαθμίδα ‘B+’ από ‘B’. Οι προοπτικές είναι σταθερές και για τις τέσσερις τράπεζες.

Ο οίκος σημειώνει ότι η αναβάθμιση του μακροπρόθεσμου αξιόχρεου της Ελλάδας στη βαθμίδα από ‘BB’ σε ‘BB-‘, βασίστηκε στην προσδοκία του ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως τη συνέχιση του προγράμματος «ΗΡΑΚΛΗΣ», οι οποίες, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη χρήση των πόρων από την ΕΕ θα οδηγήσουν σε βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων τους. Αυτό, προσθέτει, αναμένεται να ενισχύσει τις επιχειρηματικές προοπτικές, την προσφορά και ζήτηση πιστώσεων και τη μεγαλύτερη διάθεση των επενδυτών να αγοράσουν «κόκκινα» δάνεια, βοηθώντας τις τράπεζες να τα ξεφορτωθούν από τους ισολογισμούς τους.

Σύμφωνα με τον Οικονομικό Ταχυδρόμο, η ορατή αύξηση των εγχώριων καταθέσεων σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη εξυγίανση των ισολογισμών τους και τις νομισματικές εξελίξεις, όπως της πρόσβαση σε δανεισμό από το πρόγραμμα TLTRO της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οδήγησαν σε βελτίωση της χρηματοδότησης και των δεικτών ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών», αναφέρει ο οίκος.

Εντούτοις, η κεφαλαιακή ποιότητα των μεγάλων ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, λόγω του υψηλού ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων», προσθέτει ο S&P.

Τι συμβαίνει με κόκκινα δάνεια
Η S&P αναφέρει πως , σε ό,τι αφορά τα NPEs, οι ελληνικές τράπεζες, έχουν μειώσει την κληρονομία των κόκκινων δανείων κατά περισσότερο από 30 δισ. ευρώ, τα τελευταία τρία χρόνια. Δεδομένου του πολύ μεγάλου όγκου των συνεχιζόμενων και των επερχόμενων πωλήσεων NPE, ο οίκος αναμένει ότι οι δείκτες NPE των τραπεζών θα συνεχίσουν να βελτιώνονται κατά τη διάρκεια του 2021 και του 2022, παρά τις νέες εισροές που θα προκύψουν λόγω της πανδημίας COVID-19.
Σε ό,τι αφορά τις εγχώριες καταθέσεις, ο οίκος σημειώνει ότι αυξήθηκαν κατά περισσότερο από περίπου 21 δισ. ευρώ τα τελευταία δύο χρόνια και έφτασαν τα 173,7 δισ. ευρώ στο τέλος του έτους 2020. Ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις το 2020 βελτιώθηκε στο 90% από 103% το 2019.

Επιπρόσθετα, το έκτακτο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ, αναμένεται να συνεχίσει να απορροφά τα οικονομικά σοκ που οφείλονται στην πανδημία COVID-19, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Η απόφαση της ΕΚΤ να θεωρήσει τα ελληνικά ομόλογα ως επιλέξιμα για το TLTRO, ήταν αρκετά επωφελής για τις τράπεζες, ιδίως για το κόστος χρηματοδότησής τους.
Ωστόσο, όπως τονίζει ο οίκος, η αποκατάσταση της κερδοφορίας και τα ακόμη αδύναμα κεφάλαια παραμένουν βασικές προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους για να βελτιώσουν την κερδοφορία τους, ακόμη και σε ένα πλαίσιο βελτίωσης των οικονομικών προοπτικών,. Η πίεση στα περιθώρια και στα έσοδα από προμήθειες θα επικρατήσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022, όπως εκτιμά ο οίκος.

Παράλληλα, η αβεβαιότητα σχετικά με τον ρυθμό της ανάκαμψης της οικονομίας συνεχίζεται, δεδομένης της εμφάνισης διαδοχικών κυμάτων της πανδημίας στην Ελλάδα και των κύριων εμπορικών εταίρων, κάτι που θα μπορούσε να καθυστερήσει την ανάκαμψη στους τομείς των υπηρεσιών και του τουρισμού.

Τέλος, η S&P αναμένει αύξηση του κόστους κινδύνου για τους επόμενους 12-18 μήνες για την κάλυψη των πρόσθετων που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των πωλήσεων NPE, ή για δάνεια υπό αναστολή, με το default rate να αναμένεται κοντά στο 25%. Το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης και η σημαντική εξοικονόμηση κόστους, χάρη στις μειώσεις του αριθμού των καταστημάτων των τραπεζών και του προσωπικού που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, θα βοηθήσουν ωστόσο στην στήριξη της κερδοφορίας μεν, μέχρι έναν βαθμό δε.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα