Σταθερότητα vs αστάθεια

Ειδικό σχέδιο στη Νέα Δημοκρατία για να απαξιώσουν τα σχήματα πιο δεξιά της Νέας Δημοκρατίας

Το τελευταίο διάστημα αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο η στρατηγική του κυβερνώντος κόμματος να οδηγήσει την μάχη των εκλογών σε μία ευθεία σύγκριση δύο περιόδων. Αυτή της διακυβέρνησης Μητσοτάκη από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι σήμερα και αυτή του Αλέξη Τσίπρα από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Ιούλιο του 2019.

Του Μιχάλη Κωτσάκου

Αυτή η στρατηγική έγινε αντιληπτή ακόμη και στους πλέον αδαείς περί της πολιτικής κατά τη συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί όπου τόσο η Νέα Δημοκρατία, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ ασχολήθηκαν με το πώς θα σχολιάσουν τις δικές τους καλές ημέρες, κρύβοντας τις όποιες αστοχίες τους.

Απέναντι στο δίλημμα της Κουμουνδούρου «με τη Δημοκρατία ή με την εκτροπή», το Μαξίμου απαντά με ευρύτερες συγκρίσεις. Στόχος, να παρουσιάζει στα μάτια των πολιτών τη μεγάλη εικόνα δύο «αλλιώτικων κόσμων», όπως διαμηνύουν πρωθυπουργικοί συνεργάτες. Τις περιόδους 2015-2019 και 2019-2023. Η τακτική αποτυπώνεται ήδη στα διλήμματα, που συνεχώς διατυπώνει ο Πρωθυπουργός, με κυρίαρχο το ερώτημα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας στο τιμόνι της χώρας στους κρίσιμους καιρούς;».

Η κυβέρνηση καλλιεργεί την εικόνα ότι μόνο εκείνη έχει σχέδιο για να μπορεί να μιλά με αυτοπεποίθηση για το μέλλον και επιπλέον να προτάσσει τη διαχειριστική επάρκειά της για τα προβλήματα της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό θα αξιοποιεί και το παρελθόν, χτυπώντας τον ΣΥΡΙΖΑ στα πεπραγμένα επί των ημερών του στην εξουσία και συνολικά στην αξιοπιστία του. Εξ ου και η Ν.Δ. και προσωπικά ο Πρωθυπουργός ανοίγουν σε υψηλούς τόνους το ένα θέμα μετά το άλλο σε ατζέντες πρώτης γραμμής, οι οποίες, όπως θεωρούν οι γαλάζιοι, φωτίζουν την απουσία θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ – από την εξωτερική πολιτική και τη διεθνή εικόνα της χώρας έως το μεταναστευτικό.

Με αυτό τον τρόπο θεωρούν ότι οι ψηφοφόροι θα αποδεχτούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως παράγοντα σταθερότητας και τον Αλέξη Τσίπρα ως τον μετρ της αστάθειας. Σε αυτό στόχευσε και ο πρωθυπουργός την Τετάρτη το πρωί όταν σχολιάζοντας τον «ανένδοτο» του κ. Τσίπρα δήλωσε από το Μάτι πως «ας του πει κάποιος ότι έχουμε Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και όχι πεζοδρομιακή δημοκρατία. Και ας αναλογιστεί ότι είμαστε στην κυβέρνηση σήμερα επειδή μας ψήφισε το 40% του ελληνικού λαού. Και ας αντιληφθεί, επιτέλους, ότι απολαμβάνουμε της εμπιστοσύνης της Βουλής, επειδή πριν από λίγες μέρες έκανε πρόταση δυσπιστίας, έφαγε τα μούτρα του, και 156 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας έδωσαν την εμπιστοσύνη τους σε αυτή την κυβέρνηση».

Επίσης στην ίδια δήλωση ο κ. Μητσοτάκης κατηγόρησε τον κ. Τσίπρα ότι περιφρονεί ανοιχτά το Κοινοβούλιο και τη συνταγματική τάξη, έχοντας στο μυαλό του ένα μόνο στόχο: Το πώς θα εκθέσει έτι περαιτέρω τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως ένα παράγοντας αστάθειας στην δύσκολη περίοδο που βιώνουν οι πολίτες, λόγω της κρίσης πληθωρισμού και την ακρίβεια. Και φυσικά να υπενθυμίσει τις ημέρες Τσίπρα στο Μαξίμου: «Ας αφήσει, λοιπόν, στην άκρη αυτά τα ψευτοεπικοινωνιακά νταηλίκια και ας σοβαρευτεί επιτέλους. Ας σοβαρευτεί και ας έρθει να μιλήσουμε επί πραγματικών επιχειρημάτων. Να συγκρίνουμε τις διαδρομές μας, να μιλήσουμε για το παρελθόν μας. Τέσσερα χρόνια ήταν πρωθυπουργός. Γιατί δεν θέλει να μας πει τι έκανε, επιτέλους, για τη χώρα αυτά τα τέσσερα χρόνια

Αισιοδοξία για αυτοδυναμία

Με βάση, λοιπόν, και τις δημοσκοπήσεις, αλλά και τις απεγνωσμένες κινήσεις του κ. Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου νιώθουν αισιόδοξοι για το εκλογικό αποτέλεσμα και την επίτευξη του στόχου της αυτοδυναμίας.

Κατ’ αρχάς οι εισροές από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη Ν.Δ. είναι μεγαλύτερες από ό,τι οι εκροές. Αυτό το στοιχείο αποτυπώνει αφενός μεν την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να ανακάμψει, αφετέρου δε «ασφαλίζει» την κατάταξη μεταξύ των δύο κομμάτων. Επίσης ο Κυριάκος Μητσοτάκης καταγράφει προσωπική υπεροχή έναντι των αντιπάλων του και ειδικά του Αλέξη Τσίπρα, που κάνει ακόμη πιο ξεκάθαρο το διακύβευμα των δεύτερων εκλογών, όπως το έχει θέσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός, καθώς το τελικό ερώτημα θα είναι «Μητσοτάκης ή Τσίπρας». Ο κ. Μητσοτάκης σε όλες τις μετρήσεις προηγείται στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός.

Ένα ακόμη στοιχείο που φέρνει χαμόγελα στο Μαξίμου είναι ότι στο κομβικό ερώτημα «πιστεύετε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαχειριζόταν καλύτερα τα προβλήματα της χώρας;» το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης καταγράφει αρνητικές γνώμες, ενώ στο αντίστοιχο ερώτημα πώς θα ήταν σήμερα η κατάσταση αν κυβερνούσε, η πλειοψηφία δηλώνει «χειρότερα». Όλα τα παραπάνω συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως για τη Ν.Δ. το διακύβευμα των επόμενων εκλογών δεν είναι εάν θα πάρει την πρώτη θέση, αλλά το ποσοστό με το οποίο θα γίνει αυτό, ώστε να μπορεί στις επαναληπτικές να διεκδικήσει την αυτοδυναμία.

Βέβαια δεν είναι όλα ρόδινα. Υπάρχουν και σημεία που φαίνεται ξεκάθαρα η λογική φθορά της κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό είναι πως στο ερώτημα «αν η χώρα βαδίζει σε σωστή ή λάθος κατεύθυνση», η πλειοψηφία απαντά «λάθος», ενώ σε θέματα ακρίβειας η κυβέρνηση δεν παίρνει καλό βαθμό, με τα μέτρα που έχει λάβει να μην ικανοποιούν την πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών. Χαμηλή πτήση καταγράφει και σε θέματα διαφθοράς, ως απότοκο της όλης υπόθεσης των παρακολουθήσεων που δημιούργησε πρόβλημα στην κυβέρνηση όσον αφορά το θεσμικό προφίλ της.

Το μυαλό και στους δεξιούς

Ταυτόχρονα με την σύγκριση Μητσοτάκη-Τσίπρα στη Νέα Δημοκρατία δεν ενδιαφέρονται μόνο για τους κεντρώους, αλλά ήδη έχουν ρίξει το βάρος τους και στους λεγόμενους «συντηρητικούς ψηφοφόρους». Ο στόχος είναι η παραδοσιακή δεξιά πλευρά της Νέας Δημοκρατίας να προσέλθει συσπειρωμένη στις κάλπες στηρίζοντας την γαλάζια παράταξη σε μία ακόμη εκλογική αναμέτρηση. «Καμία ψήφος δεν περισσεύει», αναφέρουν στελέχη με μακρά εμπειρία στις κομματικές διαδικασίες, τα οποία αντικρούουν ελιτίστικες προσεγγίσεις σχετικά με τα ακροατήρια, τα οποία πρέπει να προσεγγίσει η Νέα Δημοκρατία.

Στο κυβερνών κόμμα βλέπουν πως η Ελληνική Λύση, το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου καταγράφει μία σημαντική δυναμική, ειδικά στην Μακεδονία. Την ίδια ώρα, άλλα μικρότερα σχήματα καραδοκούν, όπως οι Τζήμερος-Κρανιδιώτης και Μπογδάνος έτοιμα να εισπράξουν από τη δυσαρέσκεια των γαλάζιων ψηφοφόρων.

Όπως, λοιπόν, γίνεται αντιληπτό τις επόμενες εβδομάδες θα αναπτυχθεί μία ειδική στρατηγική, ώστε να απαξιωθούν αυτά τα κόμματα που βρίσκονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Οπότε αναμένουμε διάφορες παρεμβάσεις περί χαμένης ψήφου, προκειμένου να πειστούν οι παραδοσιακοί δεξιοί να μην αφήσουν το σπίτι τους, ούτε στις πρώτες εκλογές, όπου λόγω απλής αναλογικής ελλοχεύει ο κίνδυνος της χαλαρής ψήφου.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα