Στη φυλακή η μητέρα του άτυχου μωρού που κάηκε ζωντανό στην Βάρκιζα

Η ίδια ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε ότι το 13 μηνών παιδάκι ήταν μόνο του στο διαμέρισμα

Τον δρόμο της φυλακής τράβηξε η 30χρονη μητέρα, η οποία κατηγορείται για τον θάνατο του 13 μηνών μωρού της από φωτιά που ξέσπασε στο σπίτι της στη Βάρκιζα μετά από την απολογία της στον ανακριτή.

Το κοριτσάκι κάηκε ζωντανό από φωτιά που προκλήθηκε πιθανότατα από θερμαντικό ηλεκτρικό σώμα, καθώς η μητέρα έλειπε για αρκετές ώρες από το σπίτι.

Η 30χρονη απολογήθηκε για την κακουργηματική κατηγορία της θανατηφόρας έκθεσης ανηλίκου και του εμπρησμού από αμέλεια.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η κατηγορουμένη φέρεται να ισχυρίζεται πως δεν ήξερε ότι το μωρό βρέθηκε μόνο του, καθώς πίστευε ότι θα το πρόσεχε ο σύντροφός της. Φέρεται, επίσης, να αναφέρθηκε στα παιδικά της χρόνια, λέγοντας πως από τα 11 της χρόνια υφίστατο καθημερινή κακοποίηση από τον σύντροφο της θετής της μητέρας. Ο συνήγορος της 30χρονης, Σπύρος Δημητρίου, ανέφερε πως ήδη έχει ζητήσει από την ανάκριση τη διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης για την εντολέα του.

Απολογητικό υπόμνημα της 30χρονης

“Τις ανωτέρω πράξεις αρνούμαι ότι τέλεσα, υποβάλλω δε τα συναισθήματα της απόλυτης συντριβής και του ψυχικού μου κλονισμού.

Είμαι 29 ετών, άνεργη και κατοικούσα στο άνω ιδιόκτητο διαμέρισμα στη Βάρκιζα όπου έλαβε χώρα το συμβάν.

Υιοθετήθηκα νεογέννητη από την οικογένεια Τζαγκαροπούλου. Η παιδική και εφηβική μου ζωή ήταν περίπλοκη και ταραχώδης. Το γεγονός της υιοθεσίας μου το έμαθα τυχαία σε ηλικία 17 ετών, μετά το θάνατο της θετής μου

μητέρας.

Ήδη από την ηλικία των 15 είχα εγκαταλείψει οριστικά το σχολείο, ήταν για εμένα μία αποκρουστική κατάσταση καθώς στις ανάγκες των μαθημάτων δεν μπορούσα να ανταποκριθώ ούτε στοιχειωδώς, ήμουν πάντα κάκιστη

μαθήτρια. Με τους συμμαθητές μου δε, δεν είχα ποτέ αναπτύξει σχέσεις, ήμουν αντικείμενο χλευασμού ήδη από το δημοτικό, έτσι προτιμούσα να μένω συνεχώς μόνη μου περιμένοντας απλά να περάσει η μέρα και γενικώς ήμουν πάντα στο περιθώριο του σχολικού περιβάλλοντος, από κάθε άποψη. Η μητέρα μου, εν μέσω των επίμονων παρακλήσεών μου και βλέποντας και ότι για εμένα το σχολείο ήταν ένα καθημερινό βασανιστήριο και μια πνευματική και κοινωνική κατάσταση που δεν μου ταίριαζε και στην οποία δεν μπορούσα να ανταποκριθώ, μου επέτρεψε να το σταματήσω, αφού ήδη είχα μείνει στην ίδια τάξη λόγω απουσιών, γεγονός που με ανακούφισε πολύ τότε.

Η σχέση μου με τη μητέρα και τη γιαγιά μου με τις οποίες μεγάλωσα ήταν εν πολλοίς διφορούμενη και περίπλοκη.

Όταν ήμουν 11 ετών ο τότε σύντροφος της μητέρας μου ο οποίος έμενε μαζί μας άρχισε να επιδεικνύει ασελγή συμπεριφορά «κυνηγώντας» με κυριολεκτικά μέσα στο σπίτι σε καθημερινή βάση, επιδεικνύοντάς μου τα γεννητικά του όργανα, επιχειρώντας ασελγείς κινήσεις στο σώμα μου κ.λπ., κάποια μέρα μου επιτέθηκε και με ακινητοποίησε με σκοπό να με βιάσει, τότε εγώ του κάρφωσα ένα ψαλίδι στο χέρι για να τον σταματήσω. Ακόμα και μετά το περιστατικό αυτό, η μητέρα μου δεν τον έδιωξε από το σπίτι αλλά εξοργίστηκε μαζί μου απειλώντας ότι θα διώξει εμένα.

Στους συμμαθητές μου φυσικά ήταν γνωστή η κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι μου, πράγμα που με έκανε να ντρέπομαι πολύ και επέτεινε την άρνηση μου να πηγαίνω στο σχολείο, η μητέρα μου δε, μου υπαγόρευενα παρουσιάζω τον εκάστοτε σύντροφό της που έμενε στο σπίτι μας ως «θείο» μου και έτσι εγώ στο δημοτικό, όταν έλεγα ότι πχ «εμένα θα έρθει να με πάρει ο θείος μου», εισέπραττα εμπαικτικά σχόλια όπως «ποιος από όλους τους θείους σου» κλπ.

Η γιαγιά μου πολλές φορές ήταν κι αυτή βίαιη απέναντί μου, συγκεκριμένα συνηθίζει να με γρατζουνάει, ενώ η εικόνα που κρατώ έντονη στη μνήμη μου, είναι η μητέρα μου και η γιαγιά μου, σε ανύποπτες στιγμές και χωρίς λόγο, ακόμη και όταν καθόμασταν στο τραπέζι και τρώγαμε, να αρχίζουν να φωνάζουν, να τραβά και να σχίζει η καθεμία τα ρούχα της με μανία, συμπεριφορές ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω. Ωστόσο οι σχέσεις τους χαρακτηριζόταν από μία ακραία συναισθηματική εξάρτηση.

Εγώ γενικά είχα συνηθίσει να κρατώ μία απόμακρη στάση από όλα αυτά, γενικά δεν είχα εκρήξεις ως παιδί, δεν προσπαθούσα ούτε να δίνω εξηγήσεις ούτε προσπαθούσα ή ήλπιζα ότι θα βρεθεί κάποια λύση, αποδεχόμουν αμαχητί και με απάθεια κάθε εξέλιξη της ζωής μου.

Όταν ήμουν περίπου 14 ετών πέθανε η γιαγιά μου η οποία ήδη νοσούσε για χρόνια. Το ίδιο διάστημα, παράλληλα, νοσούσε και η μητέρα μου από ασθένεια βασανιστική και οδυνηρή η οποία αμέσως μετά το θάνατο της γιαγιάς μου, την ισοπέδωσε πλήρως. Έζησα αργά, βαθιά και έντονα όλη την περίοδο της φυσικής της εξαθλίωσης μέχρι το θάνατο. Θυμάμαι να κοιμάμαι δίπλα της και να ξυπνάω συνέχεια μέσα στη νύχτα για να δω αν αναπνέει ακόμα ή έχει πεθάνει. Είμαι βέβαιη ότι η ίδια επέλεξε να χειροτερεύσει, αισθανόμουν πάντα ότι αφού έχασε τη μητέρα της δεν την ενδιέφερε η δική μου τύχη γιατί σε καμία περίπτωση δεν αισθανόταν την ίδια αγάπη για εμένα, έτσι ήταν επιθυμία της να καταρρεύσει και να πεθάνει εγκαταλείποντάς με.

Θυμάμαι σαν χτες τα αισθήματα οδύνης που με κυρίευσαν από αυτές τις διαδοχικές απώλειες ακόμα όμως πιο ζωντανά αισθάνομαι τον πανικό και την απόγνωση που με κατέβαλε όταν στην ηλικία των 17 έμεινα παντελώς μόνη μου στη ζωή. Δύο φορές στην ηλικία εκείνη αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω με κατανάλωση χαπιών και αλκοόλ, νοσηλεύτηκα και τις δύο φορές και ξεπέρασα τον κίνδυνο. Τότε την περίπτωσή μου ανέλαβαν οι αρμόδιες αρχές και για ένα έτος περίπου, μέχρι την ενηλικίωσή μου μεταφέρθηκα σε ορφανοτροφείο από όπου και αποχώρησα στην ηλικία των 18.

Επειδή ούτε με σπουδές ασχολούμουν, ούτε ενδιαφέροντα, κοινωνικές σχέσεις, συγγενείς ή φίλους είχα, προσπάθησα να κάνω κάποιες περιστασιακές δουλειές τις οποίες όμως δεν άντεχα και μετά από λίγες μέρες τις σταματούσα. Η οικογένειά μου είχε αφήσει κάποια περιουσία, η οποία όμως λόγω των χρεών που είχε αφήσει η μητέρα μου, αλλά και του γεγονότος ότι στην νεαρή ηλικία που ήμουν προφανώς και δεν μπορούσα να την αξιοποιήσω σωστά εξαντλήθηκε στις ανάγκες της διαβίωσής μου, ενώ το διάστημα που ήμουν στο ορφανοτροφείο έγινε διάρρηξη στην οικία μου και αφαιρέθηκαν μεγάλης αξίας τιμαλφή και χρήματα.

 

ΟΙ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ 

Ήμουν ωστόσο ένα κορίτσι που από την εφηβεία μου άρχισε να με ενδιαφέρει πολύ η εξωτερική μου εμφάνιση και είχα αρχίσει να συνάπτω ερωτικές σχέσεις, άλλοτε κάποιας διάρκειας, άλλοτε εφήμερες. Στη διάρκεια των σχέσεων αυτών έπεσα πολλές φορές θύμα σωματικής κακοποίησης, ενώ η λεκτική και ψυχολογική βία είχε μάλλον γίνει από νωρίς συνήθεια, δομικό, σχεδόν, στοιχείο της ζωής και της προσωπικότητάς μου.

Στο πρόσωπο του εκάστοτε συντρόφου, όσο πρόωρη ή ακατάλληλη και να ήταν η περίπτωση, έβλεπα πάντα τον μελλοντικό σύζυγο και πατέρα των παιδιών μου καθώς είχα έντονη την ανάγκη να δημιουργήσω οικογένεια και

να αποκτήσω επιτέλους ένα κλοιό προστασίας στη ζωή μου , όμως σχεδόν όλες οι σχέσεις μου, μετά από κάποια περίοδο σαρκικών επαφών έληγαν χωρίς δική μου πρωτοβουλία παρά τις προσπάθειές και την ανοχή που έδειχνα. Έτσι το σκηνικό της εγκατάλειψης, της κακοποίησης και της υποτίμησης της νοητικής, ηθικής και σωματικής μου υπόστασης από τους γύρω μου ήταν πάντα παρόν στη ζωή μου.

Μετά από σχέση που είχα συνάψει απέκτησα με τον τότε σύντροφό μου ένα παιδί 7 ετών περίπου σήμερα το οποίο ζει μαζί του. Έπειτα, μετά από σοβαρή σχέση με άλλον άντρα , με τον οποίο επιθυμούσα να κάνω

οικογένεια, αποκτήσαμε ένα κοριτσάκι, το οποίο δυστυχώς πέθανε από σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, το βρήκαμε ξαφνικά νεκρό στον ύπνο του τον Ιανουάριο 2014 χωρίς να έχουμε κανένα προειδοποιητικό σημάδι.

Η κατάσταση της ψυχικής υγείας μου τότε εκτροχιάστηκε πλήρως, με κατέβαλαν κρίσεις πανικού, μόνιμη θλίψη, απόγνωση, το απόλυτο ηθικό, πνευματικό και ψυχικό σκότος. Η αιφνίδια απώλεια της κόρης μου, συμπλήρωσε τη διαδοχή των ακραίων απωλειών στη ζωή μου και θεμελίωσε οριστικά το συναισθηματικό μου αδιέξοδο. Με την προτροπή και του συντρόφου μου Μιχάλη Λιούγκου, επισκέφθηκα ψυχιάτρους, συγκεκριμένα στο Αιγινήτειο νοσοκομείο.

Μου διέγνωσαν περίπου τέσσερις νόσους θυμάμαι, πέρα από την κατάθλιψη και τις κρίσεις πανικού, τις οποίες όμως δεν είμαι σε θέση να Σας εκθέσω με ακρίβεια. Λάμβανα φαρμακευτική αγωγή για δύο χρόνια αν θυμάμαι καλά (2014-2016), μεταξύ άλλων λάμβανα Escitalopram Oxalate 20 mg, Quetiapine Fumarate 25 mg, Alprazolam 0,5mg (σχετ. 1), επίσης, Laprazol, Cipralex, Seroquel, Zanax. Επίσης, επισκέφθηκα, ελάχιστες φορές, το Κέντρο Ημέρας στο Π. Φάληρο όπου θυμάμαι ότι με εξέτασε μία γυναίκα ψυχίατρος, όλοι οι ιατροί μου τόνιζαν ότι επιβάλλεται να παρακαλουθούμαι συστηματικά και να λαμβάνω φαρμακευτική αγωγή. Έπειτα διέκοψα την φαρμακευτική αγωγή και την ιατρική παρακολούθηση καθώς μεσολάβησε και η τρίτη εγκυμοσύνη μου.

Συγκεκριμένα, το άτυχο βρέφος μου το απέκτησα με σύντροφο με τον οποίο είχα σοβαρή σχέση περίπου 5 μήνες πριν μείνω έγκυος. Το παιδί αυτό, θέλω να Σας τονίσω κυρία Πρόεδρε, ήταν καρπός συνειδητής επιλογής και επιθυμίας να δημιουργήσω οικογένεια με τον άνω σύντροφό μου, ο οποίος στα μάτια μου φάνταζε και πάλι ο παντοτινός μου σύζυγος, ο «σωτήρας» με τον οποίο θα είχα επιτέλους την ευκαιρία να αποκτήσω μία ευημερία και ισορροπία στη ζωή μου και να κάνω ό,τι μπορώ για να αποκτήσω μια οικογένεια με τέτοια θεμέλια.

Στην πορεία όμως εκδήλωσε έκρυθμες συμπεριφορές, αντιλήφθηκα ότι πάσχει από πολύ σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές και ότι του χορηγούταν φαρμακευτική αγωγή. Παρόλ΄ αυτά έδειξα ανοχή, δεν ήμουν διατεθειμένη να απωλέσω την ευκαιρία που ένιωθα ότι δικαιούμαι στην οικογενειακή ζωή. Το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν πολύ εχθρικό απέναντί μου, δεν μας επέτρεπε να κάνουμε οικογένεια, πράγμα που επηρέασε και τον ίδιο, υπέστην απαξίωση και εξευτελισμό από όλους και σε καθημερινή βάση με πίεζαν να κάνω έκτρωση. Δεν υπέκυψα όμως στις πιέσεις τους, ήμουν αποφασισμένη να κρατήσω το παιδί. Έπειτα ο άνω σύντροφός μου, με τον οποίο σήμερα δεν

έχω καμία επαφή, με εγκατέλειψε οριστικά ενώ ήμουν σε κατάσταση εγκυμοσύνης.

Έκτοτε , μέσα στο γνώριμο κλίμα της εγκατάλειψης και της ανασφάλειας συνέχισα την μοναχική πορεία μου. Έφερα στον κόσμο το άτυχο βρέφος μου, σε μία περίοδο που αισθανόμουν συναισθηματικά κατακρεουργημένη. Δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι η καθημερινότητά μου, ειδικά μετά τη γέννηση της κόρης μου, ήταν βασανιστική και αντιμετώπιζα σοβαρή δυσκολία να ανταπεξέλθω.

 

ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ

Δεν είχα, ούτε έχω, ικανότητα να εργαστώ, τα απολύτως απαραίτητα εξασφαλίζω από ένα μίσθωμα που λαμβάνω περί τα 200 ευρώ από διαμέρισμα που εκμισθώνω στην Βάρκιζα ( …………..). Η οικία μου ήταν πολύ ακατάστατη και βρώμικη, τα παράθυρα τα ήθελα πάντα κλειστά, ντρεπόμουν γι΄ αυτή την άθλια κατάσταση και δεν ήθελα κανείς να μπαίνει μέσα, αλλά δεν μπορούσα να ασχοληθώ και με το θέμα αυτό. Δεν έχω κανένα συγγενή, ούτε φίλους, ζούσα πλήρως απομονωμένη. Δεν είχα ποτέ βοήθεια από κανέναν, κανείς δεν έδειξε ενδιαφέρον και η αλήθεια είναι ότι ούτε το ζήτησα. Ούτε από τους γείτονες που ήξεραν ότι η κατάσταση της ζωής μου έχρηζε υποστήριξης και τους οποίους βλέπω να βγαίνουν συνεχώς στα ΜΜΕ αυτές τις ημέρες μετά το τραγικό συμβάν, να επιχειρούν τον κανιβαλισμό της περίπτωσής μου, να αναμασούν ανακρίβειες, κακοήθειες και κριτική.

Πράγματι, από τη γέννησή της και μετά και ενώ ο πατέρας της είχε εξαφανιστεί, με κυρίευαν κρίσεις πανικού καθημερινά, ψυχικές εξάρσεις, καταθλιπτικά επεισόδια σε μόνιμη βάση και άλλα τα οποία δεν έχω τις τεχνικές γνώσεις να εκθέσω ώστε να Σας περιγράψω την κατάσταση της ψυχικής μου υγείας. Δεν ήμουν ικανή να διαχειριστώ την κατάσταση, δεν

μπορούσα να ανταπεξέλθω στην σωστή ανατροφή του παιδιού μου. Μετά βίας κατάφερνα να προμηθευτώ τα βασικά είδη διατροφής του. Πολύ συχνά το άκουγα να κλαίει, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, το τάιζα, το κρατούσα, προσπαθούσα να το κοιμίσω, δεν σταματούσε, δεν ήμουν ικανή ούτε να το ηρεμήσω. Πώς θα μπορούσα άλλωστε εγώ να μεταδώσω σε αυτό θαλπωρή και ασφάλεια ενώ η βρεφική του ψυχή αισθανόταν μια ταραγμένη ανάσα πάνω του και μία βεβιασμένη αγκαλιά να το κρατά με απελπισία;

Ο Μιχάλης Λιούγκος φιλοξενούταν στο διαμέρισμά μου, συγκατοικούσαμε απλώς αλλά μου έδινε την εντύπωση ότι ήθελε να παραμένει παρών στη ζωή μου, μάλιστα είχε αδυναμία στην άτυχη κορούλα μου και συχνά με βοηθούσε κρατώντας την. Ήταν ο μόνος που με συνέδραμε πρακτικά κάποιες φορές. Πολλές φορές που ένιωθα να πνίγομαι στο γεμάτο νοσηρές μνήμες σπίτι και ήθελα να μείνω για λίγο μακριά από την καθημερινότητα που δεν μπορούσα να ελέγξω, τον παρακαλούσα να κρατά την μικρή. Συχνά του τηλεφωνούσα ενώ ήταν στη δουλειά του και του ζητούσα να επιστρέψει για να την προσέξει για κάποια ώρα μέχρι να γυρίσω, μου έλεγε ότι σε λίγα λεπτά μπορούσε να είναι εκεί και αφού εγώ είχα ταΐσει την μικρή και την είχα βάλει για ύπνο δεν είχα λόγο ανησυχίας. Ο Μιχάλης Λιούγκος άλλωστε είχε κλειδιά του σπιτιού και μπαινόβγαινε πολλές φορές μέσα στην ημέρα, έφερνε πράγματα, ξαναέφευγε, επέστρεφε κλπ ειδικά όταν κινούταν με το ταξί κοντά στην περιοχή.

Τέλη Ιανουαρίου 2019 γνώρισα μέσω της διαδικτυακής σελίδας «sxeseis.gr» τον Αλέξανδρο Σουλιώτη και μετά από επικοινωνίες μας, συναντηθήκαμε από κοντά τα μέσα Φεβρουαρίου. Από την πρώτη στιγμή που αρχίσαμε να επικοινωνούμε, αναπτύξαμε συναισθηματική και ψυχική χημεία. Ένιωσα εμπιστοσύνη, ασφάλεια και ένα ένστικτο ότι ίσως αυτή τη φορά η προσωπική μου ζωή μπορούσε να ισορροπήσει, στο μέτρο του δυνατού. Του εκμυστηρεύτηκα πολλά για τα βιώματά μου, του είπα ότι είμαι μητέρα ενός βρέφους αλλά του έκρυψα ότι συγκατοικούσα με τον Μιχάλη Λιούγκο , γιατί φοβόμουν ότι θα το παρεξηγήσει και δεν θα πιστέψει ότι απλώς συγκατοικούμε, του έλεγα ότι μένω με τον θείο και την θεία μου και ότι αυτοί με βοηθούν με το παιδί.

 

“ΑΦΗΣΑ ΤΟ ΜΩΡΟ ΔΕΜΕΝΟ ΣΤΟ ΡΗΛΑΞ ΚΑΙ ΒΓΗΚΑ”

Την Τετάρτη 27/2 ήθελα να βγω από το σπίτι. Θυμάμαι τις κινήσεις που έκανα σχεδόν μηχανικά κάθε φορά πριν φύγω. Τάισα το μωρό και το έβαλα να κοιμηθεί στο ειδικό καθισματάκι του (τύπου ριλάξ) τριπλής λειτουργίας μάρκας Chicco αφού του είχα περάσει τους ειδικούς ιμάντες ώστε να μην κάνει απότομη κίνηση στον ύπνο του. Την σόμπα την είχα σχεδόν συνεχώς αναμμένη στο υπνοδωμάτιο για να ζεσταίνεται αλλά χωρίς να ακουμπά κάπου, σε απόσταση από αντικείμενα, κλινοσκεπάσματα κλπ. Το ίδιο έκανα και εκείνο το απόγευμα. Σε καμία περίπτωση δεν είχα πιστολάκι αναμμένο , ποτέ δεν είχα κάνει κάτι τέτοιο γιατί κανένας λόγος δεν υπήρχε. Προφανώς και, παρά την κατάστασή μου, μπορούσα να διακρίνω ότι ένα πιστολάκι δεν μπορούσε να θερμάνει το χώρο, παρά μόνο να προκαλεί πολύ θόρυβο και

ακραίο κίνδυνο. Πριν φύγω μετά στις 8 παρά το απόγευμα, θυμάμαι ότι είπα στον Μιχάλη Λιούγκο να έρθει να κρατήσει την μικρή μέχρι να γυρίσω και τίποτε περισσότερο. Δεν μου δήλωσε ότι θα έρθει, δεν έδωσα όμως καν

βάση, θεώρησα ότι ως συνήθως θα έρθει άμεσα αφού του είπα ότι φεύγω και ότι σε κάθε περίπτωση ήταν η ώρα του να γυρίσει από τη δουλειά. Έλειψα μέχρι την 1:00 τα ξημερώματα περίπου, σκέφτηκα ότι είχα καθυστερήσει αλλά όπως και να είχε, ο Μιχάλης Λιούγκος θα είχε επιστρέψει και δεν με κάλεσε γιατί δεν είχε κάποιο πρόβλημα.

Όταν ανέβηκα στο διαμέρισμα και άνοιξα την πόρτα αντίκρισα φωτιά και πολύ πυκνούς καπνούς. Προσπάθησα να μπω μέχρι το υπνοδωμάτιο, δεν μπορούσα καν να δω ούτε να αναπνεύσω από τους καπνούς, πνιγόμουν, ο χώρος είχε ήδη τυλιχθεί στις φλόγες. Θυμάμαι ότι κατέβηκα ουρλιάζοντας, ο σύντροφός μου Αλέξανδρος Σουλιώτης ήταν ακόμη από κάτω του ζήτησα βοήθεια , ανεβήκαμε μαζί πάλι αλλά ήταν αδύνατον και για αυτόν να επέμβει. Κάλεσα αμέσως την Πυροσβεστική, κατέφτασε σύντομα αλλά ήταν πολύ αργά για την μικρή μου κόρη.

Κυρία πρόεδρε

Στη ζωή μου βρίσκομαι αγκαλιά και συνοδοιπόρος με μία λέξη : Απώλεια Απώλεια της βιολογικής μου μητέρας , απώλεια της αγνότητας και της παιδικής αθωότητας , απώλεια της οικογενειακής γαλήνης , απώλεια της φυσιολογικής κοινωνικής ζωής και την τραγικότερη όλων – το μεγάλο μου τραύμα μέχρι την περασμένη Τετάρτη . Απώλεια παιδιού . Με την φτωχή και ανεπεξέργαστη σκέψη μου ήλπιζα πάντοτε ότι αυτή η αλληλουχία μαύρου στη ζωή μου θα σταματούσε αλλά πλανεύτηκα . Χάνω και την μονάκριβή μου κόρη . Το παιδί μου κάηκε επειδή εγώ που προσπάθησα να το ζεστάνω δεν είχα την συγκρότηση να προβλέψω το αποτέλεσμα .Ασφαλώς παίρνω όλη την ευθύνη γι αυτό που συνέβη .

Σήμερα περνώ το κατώφλι και της δικαιοσύνης . Κινδυνεύω να βιώσω άλλη μια μαύρη εμπειρία που δεν είχα ποτέ σκεφτεί . Την φυλακή .Ενώπιον Σας που βρίσκομαι τώρα αντιλαμβάνομαι ότι βρίσκομαι γι αυτόν τον λόγο . Στη δική μου ψυχή η τιμωρία μου όμως δεν διανοούμαι ότι θα είναι η κράτησή μου . Θα ήταν πολύ φτηνό αυτό για να εξιλεωθώ . Η εσωτερική μου συντριβή , το βαθύ μου πένθος δεν συγκρίνονται ούτε με πέντε φορές ισόβια .

Και ας ξέρω μέσα μου ότι αυτό που συνέβη βρίσκεται στα όρια του τυχαίου . Ας γνωρίζω ότι ακόμα και ο νόμος σε τέτοιες περιπτώσεις – στην απώλεια οικείων –αναγνωρίζει την συντριβή και δεν τιμωρεί .

Δεν έχω δύναμη να Σας ικετέψω για επιείκεια .Σας ζητώ να αναγνωρίσετε ένα ολομόναχο και κατατρεγμένο κορίτσι που δεν τα καταφέρνει σε αυτή τη ζωή .

Αποτολμώ να Σας ζητήσω μόνο βοήθεια . Έχετε αντιληφθεί ότι στα τριάντα μου χρόνια δεν την είχα ποτέ και από κανέναν .Το βίωμα μου μονίμως ήταν να μου συμβαίνει κάτι χειρότερο από πριν – σαν ένα λάκτισμα –να με στείλει πιο κάτω , να με αποδομήσει και να με συντρίψει . Δεν έχει μείνει όμως άλλη ύλη να συντριβεί .

Λίγη ψυχή μόνο αλλά και αυτήν την αναζητώ”. 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα