Στο μικροσκόπιο αναποφάσιστοι και μικρά κόμματα

Αναλύσεις επί αναλύσεων στα εκλογικά επιτελεία των τριών κομμάτων για το που πρέπει να πιέσουν για να αντλήσουν ακόμη περισσότερους ψήφους

Παρά το γεγονός ότι ακόμη δεν έχει ανακοινωθεί επισήμως το πότε θα διεξαχθούν οι εκλογές, οι αρχηγοί των κομμάτων έχουν εντείνει την προσπάθεια να συσπειρώσουν έτι περαιτέρω τους… σίγουρους ψηφοφόρους τους, οι οποίοι βρέξει-χιονίσει θα ψηφίσουν το κόμμα τους.

Της Ευαγγελίας Τζαβάρα

Όμως οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι δεν αρκούν για να επιτύχει το κάθε κόμμα τους στόχους που έχει θέσει. Η νέα Δημοκρατία για να επιτύχει την αυτοδυναμία, ο ΣΥΡΙΖΑ για να επικρατήσει έστω με μία ψήφο διαφορά και το ΠΑΣΟΚ να πιάσει ένα ισχυρό διψήφιο ποσοστό, που θα του επιτρέπει να «παίξει μπάλα» την επαύριον των εκλογών.

Οι κορώνες και η έντονη αντιπαράθεση στην Βουλή προς ώρας απευθύνονται μόνο στους σταθερούς ψηφοφόρους, αλλά όπως επιμένουν και οι δημοσκόποι και οι πολιτικοί αναλυτές δεν αγγίζουν τους αναποφάσιστους. Κι αυτό είναι το ζητούμενο. Το πώς τα κόμματα θα προσεγγίσουν αυτό το 10%-15% των αναποφάσιστων, οι οποίοι μπορεί ακόμη και πάνω από την κάλπη να λάβουν την τελική τους απόφαση πιο κόμμα θα ψηφίσουν.

Αυτή την εποχή οι εκλογολόγοι των τριών κομμάτων με την βοήθεια των δημοσκόπων προσπαθούν να ακτινογραφήσουν τους λεγόμενους αναποφάσιστους. Κύρια όπλα για την ακτινοσκόπηση δεν είναι φυσικά κάποιο ιατρικό μηχάνημα, αλλά η διενέργεια εξειδικευμένων μετρήσεων κοινής γνώμης και τα αποτελέσματα όχι στην πρόθεση ψήφου, αλλά στα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία.

Και τα τρία επιτελεία συμφωνούν ότι ακόμη και μέχρι την τελευταία εβδομάδα το ποσοστών αναποφάσιστων δεν πρόκειται να πέσει κάτω από το 10%. Επίσης συμφωνούν ότι είναι ένα μεγάλο ποσοστό που μπορεί να κρίνει την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης εάν στραφεί προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Κάτι βέβαια που δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα σε καμία προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση.

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις οι μισοί από τους αναποφάσιστους προέρχονται από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα και δεν εντάσσονται στους οπαδούς. Το υπόλοιπο 5% στις προηγούμενες εκλογές είχε ψηφίσει τα μικρότερα κόμματα και όχι απαραίτητα αυτά που εισήλθαν στην Βουλή. Πάντως η μεγάλη τους πλειοψηφία δεν είναι στάνταρ ψηφοφόροι κάποιου κόμματος. Τουναντίον οι περισσότεροι αλλάζουν κόμμα σχεδόν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση.

Όπως γίνεται αντιληπτό ήδη και στο Μαξίμου καις την Κουμουνδούρου, αλλά και την Χαριλάου Τρικούπη αναζητούν τρόπους προσέγγισης αυτών των ανθρώπων, ώστε να τους πάρουν με το μέρος τους. Κι αυτό διότι οι επιτελείς και των τριών κομμάτων θεωρούν αυτούς τους ανθρώπους ως το κριτήριο για να γείρουν την βάρκα υπέρ τους.

Τα θέλω τους

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις (και αυτές που δημοσιοποιούνται και αυτές που είναι κυλιόμενες για το κάθε κόμμα) αυτό το 10% έχει κάποιες συγκεκριμένες σταθερές που με βάση αυτές πάει στην κάλπη.

Οι περισσότεροι απεχθάνονται την τοξικότητα και όσο το κλίμα είναι τεταμένο απομακρύνονται και δεν παρακολουθούν τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά και τους πολιτικούς καβγάδες. Μάλιστα τα στοιχεία δείχνουν ότι αποστρέφονται την ακραία πόλωση, αλλά και την σκανδαλολογία δίχως στοιχεία. Αυτό το χαρακτηριστικό δεν ευνοεί τον κ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, που το τελευταίο διάστημα έχει εκτοξεύσει την τοξικότητα στον πολιτικό λόγο. Επίσης οι καταγγελίες ακόμη και χωρίς ατράνταχτες αποδείξεις ενοχλούν. Κάτι που γίνεται από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, με πρώτο βιολί τον Παύλο Πολάκη που σε πολλές των περιπτώσεων θυμίζει τον επιθεωρητή Κλουζώ. Συν τοις άλλοις ο Πολάκης κατηγορεί ως ενόχους ακόμη κι αυτούς που έχουν αθωωθεί τελεσίδικα από την Δικαιοσύνη. Αν, λοιπόν, οι αναποφάσιστοι καταλήξουν με βάση την απέχθεια στην τοξικότητα και στην άκρατη σκανδαλολογία, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία τύχη για να τους κερδίσει.

Το κόστος ζωής και η ακρίβεια

Αυτό που επιζητούν οι αναποφάσιστοι δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτό που επιθυμεί η πλειοψηφία των Ελλήνων. Δηλαδή ρεαλιστικές λύσεις για την ακρίβεια. Το γεγονός ότι ο μήνας για πολλές οικογένειες δεν βγαίνει, ενώ σε άλλες όλα κινούνται τσίμα-τσίμα αποτελεί ίσως και το βασικό κριτήριο για την τελική επιλογή τους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στις μετρήσεις της κοινής γνώμης οι απαντήσεις των αναποφάσιστων είναι πως ζητούν από τα κόμματα να κάνουν αυτοκριτική, να έχουν ξεκάθαρες απαντήσεις πάνω στα προβλήματα του κόσμου και να έχουν συναίσθηση το τι πραγματικά συμβαίνει στην κοινωνία. Δεν ικανοποιούνται από τα παχιά λόγια και τις φρούδες ελπίδες. Εξάλλου αυτές τις πλήρωσε ακριβά η χώρα με τις τρεις δανειακές συμβάσεις (μνημόνια).

Η κυβέρνηση ασφαλώς είναι σε πιο δυσχερή θέση, καθώς εκτός του ότι είναι υποχρεωμένη να διαχειριστεί την ακρίβεια, οφείλει και να πείσει ότι κάνει το σωστό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να ισορροπήσει προτάσσοντας τα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί έως τώρα. Ενώ, παράλληλα, έχει ως όπλο την εικόνα προσωπικής του αξιοπιστίας με το σύνθημα πως μετά την υλοποίηση της δέσμευσης για «λιγότερους φόρους» την περίοδο 2019-2023, το πρόταγμα της επόμενης τετραετίας θα είναι οι «καλύτεροι μισθοί». Τουναντίον πιο εύκολη θεωρείται η θέση του κ. Τσίπρα, ο οποίος ως αντιπολίτευση έχει την ευχέρεια να υπόσχεται τον ουρανό με τα άστρα.

Σημαντικό ρόλο για την απόφαση των αναποφάσιστων παίζει ρόλο και η σταθερότητα. Όπως έχουν πει στο παρελθόν πολιτικοί αναλυτές και στην Ελλάδα εμπεδώνεται η άποψη «καλύτερα μία κυβέρνηση με μέτριες έως κακές επιδόσεις, παρά μία κυβέρνηση που τρεκλίζει από αστάθεια και αδυνατεί να λάβει αποφάσεις για κρίσιμα ζητήματα». Εδώ το προβάδισμα του κ. Μητσοτάκη είναι τεράστιο, καθώς το αφήγημα της αυτοδυναμίας παραπέμπει σε σταθερότητα, ενώ αυτό του ΣΥΡΙΖΑ περί «προοδευτικής διακυβέρνησης» θυμίζει περισσότερο το Κεντρικό Συμβούλιο της ΕΦΕΕ, όπου οι φοιτητικές παρατάξεις «σκοτώνονται» επί μήνες για τα αποτελέσματα κι όταν συμφωνήσουν μετά ξεκινούν νέα διαμάχη για να μοιράσουν τις θέσεις. Κι όταν συμφωνήσουν κι εκεί, έφτασε ο χρόνος για να διεξαχθούν οι νέες εκλογές.

Υπό το ανωτέρω πρίσμα, στο συγκεκριμένο πεδίο ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως κοστίζουν τοποθετήσεις σε συγκεκριμένα θέματα, όπως για παράδειγμα το μεταναστευτικό, ή τα εξοπλιστικά προγράμματα, καθώς και το κυβερνητικό παρελθόν του.

Σε αυτό το σημείο σημαντικό ρόλο θα παίξει και η προεκλογική περίοδος και η παρουσία του κάθε αρχηγού. «Οι κ.κ. Μητσοτάκης, Τσίπρας και Ανδρουλάκης θα περάσουν από το μικροσκόπιο των αναποφάσιστων», μας έλεγε γνωστός δημοσκόπος. Κι όπως εξήγησε «οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να επηρεαστούν από πράγματα που οι υπόλοιποι ψηφοφόροι δεν δίνουν κάποια βάση». Και ως παράδειγμα ανέφερε: «Αν δεν δώσουν μία απάντηση με σταθερή φωνή σε μία δύσκολη ερώτηση, τότε ενδέχεται κάποιος να λάβει την απόφαση του. Και το σημαντικότερο είναι ότι θα αναζητούν πειστικά επιχειρήματα για το πώς θα καλυτερεύσει η καθημερινότητα των πολιτών δίχως να τιναχθεί η μπάνκα στον αέρα».

Το μυστικό

Ένα άλλο στοιχείο που μπορεί να πείσει τους αναποφάσιστούς είναι το ποσοστό συσπείρωσης του κάθε κόμματος. «Ένα μεγάλο μέρος των αναποφάσιστων στο τέλος πηγαίνουν με τον διαφαινόμενο νικητή, εάν είναι σε δύσκολη θέση για να επιλέξουν, περισσότερο για να νιώσουν μία χαρά το βράδυ των εκλογών», τονίζει πολιτικός αναλυτής από τις παλιές καραβάνες του χώρου.

Οπότε όποιο κόμμα την τελευταία εβδομάδα πριν από τις εκλογές έχει να επιδείξει υψηλό ποσοστό συσπείρωσης έχει μεγαλύτερες πιθανότητες όχι μόνο για τη νίκη, αλλά και να πάρει τη μερίδα του λέοντος από την δεξαμενή των αναποφάσιστων.

Τα μικρά κόμματα

Οι εκλογολόγοι των κομμάτων εκτιμούν πως σημαντικό ρόλο για την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης θα παίξουν και τα κόμματα που τελικά θα λάβουν μέρος στις εκλογές, αλλά και το ποσοστό που θα πάρουν όσα δεν εισέλθουν στην Βουλή.

Στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 συμμετείχαν 20 κόμματα, αλλά μόλις έξι κατάφεραν να περάσουν το φράγμα του 3% και να έχουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Πάνω –κάτω κάπου τόσα θα μετάσχουν και στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.  Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις στη νέα Βουλή  το πολύ έξι κόμματα θα έχουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Η Νέα Δημοκρατία, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και η Ελληνική Λύση πρέπει να θεωρούνται βέβαιες, ενώ το ΜέΡΑ 25 κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.

Για τους υπόλοιπους πολιτικούς σχηματισμούς το 3% μοιάζει σαν ανυπέρβλητο φράγμα. Και ναι μεν αυτά τα μικρά κόμματα δεν έχουν κανένα ρόλο στην διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, όμως επιδρούν στο να υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ο εκλογικός νόμος που θα ισχύσει (απλή αναλογική) μπορεί επί της ουσίας να μη διευκολύνει τα μικρά κόμματα, ωστόσο δυσκολεύει την επίτευξη αυτοδυναμίας. Αυτή, άλλωστε, ήταν μια από τις βασικές επικρίσεις που δέχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν έφερε την αλλαγή του εκλογικού νόμου.

Στις εκλογές του Ιουλίου 2019 τα κόμματα που έμειναν εκτός Βουλής κατάφεραν να συγκεντρώσουν αθροιστικά ποσοστό 8,07%. Η Ν.Δ. κατέκτησε την αυτοδυναμία με 39,85%. Σε ένα υποθετικό σενάριο όπου τα εκτός Βουλής κόμματα θα συγκέντρωναν το ίδιο ακριβώς ποσοστό με τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής, το πρώτο κόμμα χρειάζεται να συγκεντρώσει 46,27% για να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία. Ποσοστό εξωπραγματικό με βάση τις δημοσκοπήσεις, αλλά και την πολιτική πραγματικότητα των τελευταίων 30 χρόνων. Βέβαια στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής τα πάντα είναι διαφορετικά

Άλλο σκηνικό στις δεύτερες κάλπες

Όπως αναφέρουν όλες οι αναλυτές των δημοσκοπικών εταιρειών, με βάση φυσικά όλες τις μετρήσεις των τελευταίων 12 μηνών, φαίνεται να διαμορφώνεται μία κατάσταση για τα εκτός Βουλής κόμματα. Έτσι τα κόμματα που κινούνται πιο δεξιά της Νέας Δημοκρατίας στο τέλος της ημέρας πολύ δύσκολα θα ξεπεράσουν το 5% συνολικά. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί κι ένα 2,5% που καταγράφεται προς ώρας στο κόμμα Κασιδιάρη, το οποίο δεν είναι σίγουρο ότι θα του επιτραπεί η κάθοδος στις εκλογές, καθώς η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι θα φέρει ειδική διάταξη στην Βουλή.

Τα λεγόμενα αριστερά κόμματα (πιο αριστερά του ΚΚΕ), δύσκολα θα υπερβούν το 3% συνολικά. Αν οι εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν και αθροιστούν όλα αυτά, συγκεντρώνεται ποσοστό υψηλότερο του 10%. Βεβαίως, όλοι δημοσκόποι επισημαίνουν ότι «η εμπειρία δείχνει ότι συνήθως καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές η διάθεση χαλαρής ψήφου υποχωρεί, κάτι που αποτυπώνεται με περιορισμό της δύναμης των μικρών κομμάτων. Αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο στις επαναληπτικές εκλογές, όπου η πόλωση εντείνεται και τα διλήμματα προς τους ψηφοφόρους είναι περισσότερο συγκεκριμένα. Το ενδιαφέρον, πάντως, είναι ότι στη δεδομένη συγκυρία, παρά το γεγονός ότι σχεδόν προεξοφλείται η δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, δεν δείχνει, με βάση τις δημοσκοπήσεις πάντοτε, να επικρατεί κλίμα χαλαρής ψήφου που θα ευνοούσε τους μικρούς».

Στις επαναληπτικές εκλογές, που θα γίνουν με τον νέο εκλογικό νόμο και μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα, ο κανόνας είναι ότι όσο αυξάνεται το συνολικό ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων, τόσο χαμηλώνει ο πήχης της αυτοδυναμίας. Ενδεικτικά, εάν τα εκτός Βουλής κόμματα πάρουν στις δεύτερες εκλογές 6%, το πρώτο κόμμα κατακτά την αυτοδυναμία με 38,5%. Για 8% εκτός Βουλής χρειάζεται 37,9% και εάν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός αθροιστικά πάρουν 10%, τότε η αυτοδυναμία επιτυγχάνεται με 37,5%.

Όμως το πρόβλημα είναι ότι στις δεύτερες εκλογές η πόλωση θα χτυπήσει κόκκινο και συνήθως σε τέτοιες συνθήκες την πληρώνουν πρωτίστως τα κόμματα που μένουν εκτός Βουλής. Εκτός και εάν επαναληφθεί ότι είχε συμβεί το 2012, όπου και πάλι είχαμε διπλές εκλογές, τον Μάιο και τον Ιούνιο.

Τι είχε συμβεί το 2012

Τον Μάιο του 2012 στις εκλογές έλαβαν μέρος 32 κόμματα. Με σύστημα ενισχυμένου μπόνους για το πρώτο κόμμα, επτά κόμματα κατάφεραν να μπουν στη Βουλή και τρία έμειναν εκτός για λιγότερο από μισή ποσοστιαία μονάδα. Στις επαναληπτικές εκλογές, που έγιναν σε συνθήκες πρωτόγνωρης πόλωσης, και πάλι επτά κόμματα κατάφεραν να μπουν στη Βουλή. Ωστόσο, όλα τα πίσω από το δύο πρώτα είχαν απώλειες. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κόμματα εκτός Βουλής τον Μάιο του 2012 συγκέντρωσαν συνολικά ποσοστό19,02%, δηλαδή μεγαλύτερο από την πρώτη Νέα Δημοκρατία που είχε επικρατήσει με18,85%. Το δε 8ο κόμμα οι Οικολόγοι Πράσινοι είχαν λάβει 2,93%,το δε ΛΑΟΣ (9ο κόμμα) 2,90%.

Στις δεύτερες εκλογές τον Ιούνιο του 2012 τα εκτός Βουλής κόμματα περιορίστηκαν στο 5,98%, ενώ το 8ο κόμμα η Δημιουργία Ξανά του Τζήμερου είχε πάρει 1,59% και το 9ο κόμμα το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη 1,58%.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα