Στον «πάγο» οι πλειστηριασμοί λόγω διακοπών: Μονόδρομος ο εξωδικαστικός μηχανισμός
Από Σεπτέμβρη θα ενταθούν οι πιέσεις της Κομισιόν, καθώς ακόμα δεν έχει δοθεί λύση στο πρόβλημα των άγονων πλειστηριασμών
Ο Αύγουστος είναι ο μήνας της ανάπαυλας και στις δικαστικές διαδικασίες, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε όσους έχουν ανοικτούς λογαριασμούς με τράπεζες ή servicers, να κινηθούν αναλόγως έτσι ώστε να αποφύγουν το «σφυρί». Ο Σεπτέμβριος, όμως, δεν είναι τόσο μακριά και ήδη για την πρώτη εβδομάδα έχουν αναρτηθεί 631 πλειστηριασμοί.
Συνολικά στη διάρκεια του μήνα είναι προγραμματισμένοι 4.721 πλειστηριασμοί, εκ των οποίων οι 1.860 αφορούν σε κατοικίες, οι 307 σε καταστήματα, οι 437 σε αγροτεμάχια, οι 78 σε βιομηχανίες/βιοτεχνίες, ενώ θα βγουν στο «σφυρί» και 18 ξενοδοχεία.
Με την επιστροφή στην κανονικότητα αναμένεται να επανέλθουν και οι πιέσεις/ συστάσεις από τους τεχνοκράτες της Κομισιόν για τη βελτίωση του νομικού πλαισίου, καθώς ακόμα δεν έχει αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των άγονων πλειστηριασμών. Δεν είναι, μάλιστα, μυστικό ότι στις Βρυξέλλες- και όχι μόνο- θεωρούν ότι αν δεν επιλυθούν αυτά τα προβλήματα, δεν μπορεί να λειτουργήσει και η δευτερογενής αγορά ήτοι δεν μπορούν να «απελευθερωθούν» τα ακίνητα που έχουν περιέλθει στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Όταν συμβεί αυτό, εκτιμάται ότι αφενός θα βελτιωθεί το αρνητικό ισοζύγιο ζήτησης- προσφοράς ακινήτων (υπολογίζεται σε περίπου 200.000 το «κενό» των κατοικιών), αφετέρου θα υποχωρήσουν οι τιμές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, που επικαλούνται οι Ευρωπαίοι τεχνοκράτες, για τους διενεργούμενους πλειστηριασμούς, το ποσοστό των άγονων υπερβαίνει σταθερά και σημαντικά εκείνο των επιτυχημένων (58% έναντι 42% τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο του 2023 και τον Ιανουάριο του 2024, 57% έναντι 43% τον Οκτώβριο του 2023, 61% έναντι 39% τον Δεκέμβριο του 2023, και 66% έναντι 34% τον Φεβρουάριο του 2024). Η δέσμευση που έχουν αναλάβει οι ελληνικές Αρχές είναι να γίνουν τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με τις οποίες θα αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις που αποθαρρύνουν τους υποψήφιους αγοραστές από το να συμμετέχουν σε πλειστηριασμούς.
Στις Βρυξέλλες έχουν σημειώσει τις παρεμβάσεις που θα πρέπει να γίνουν, όπως η έλλειψη χρηματοδότησης, οι σχετιζόμενοι με τα ακίνητα ληξιπρόθεσμοι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας, η αναποτελεσματικότητα των διαδικασιών που αφορούν στις εξώσεις ενοικιαστών, η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση των ακινήτων, η μη διαθεσιμότητα στην πλατφόρμα πιστοποιητικών, αδειών και σχεδίων σχετικών με την ακινήτου που εκπλειστηριάζεται, καθώς και οι υπερβολικές καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών μετά τον πλειστηριασμό (συχνά ορίζονται ημερομηνίες εκδίκασης πέραν του 2030) και στην καταχώριση των συναλλαγών στο κτηματολόγιο (μητρώο ακινήτων).
Οι συνεχείς βελτιώσεις στο πλαίσιο λειτουργίας του Εξωδικαστικού φαίνεται, πάντως, ότι έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς, προσφέροντας μια εναλλακτική σε όσους έχουν οφειλές από δάνεια αλλά και έναντι του Δημοσίου.
Όπως λένε αρμόδιες πηγές, οι σχεδόν 22.000 ρυθμίσεις για οφειλές που ξεπερνούν τα 7,2 δισ ευρώ, είναι μόνο η αρχή, καθώς βρίσκονται σε αναμονή περίπου 72.000 αιτήσεις για χρέη που αγγίζουν τα 34 δισ ευρώ. Από αυτές, πάνω από 10.000 έχουν υποβληθεί, με την προσδοκία διευκολύνσεων για χρέη 4,9 δισ ευρώ. Αν λάβει, δε, κανείς υπόψιν ότι οι 6 στις 10 οφειλές αφορούν σε επιτηδευματίες, είναι προφανές ότι οι ρυθμίσεις θα δώσουν «ανάσα» στην αγορά.
Η πλειοψηφία των αιτήσεων βρίσκονται στο εύρος οφειλής από 50 ως 200 χιλιάδες ευρώ. Ωστόσο, οι οφειλές άνω του 1εκατ ευρώ αθροίζουν σε 19,4 δισ ευρώ (περίπου 6,3 χιλιάδες αιτήσεις) και αποτελούν το 57% του συνόλου των οφειλών του Εξωδικαστικού.
Όσον αφορά στα οφέλη αυτών των ρυθμίσεων, τα νεώτερα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι ανάλογα με το είδος της οφειλής, μπορεί να πετύχει κανείς μακρύτερο ορίζοντα αποπληρωμής ή γενναίο «κούρεμα».
Συγκεκριμένα, η μέση διάρκεια αποπληρωμής οφειλών από επιχειρηματικά δάνεια διαμορφώνεται, πλέον, στα 20 έτη, ενώ για χρέη από στεγαστικά δάνεια φτάνει τα 26 χρόνια. Όσον αφορά στις διαγραφές οφειλών, αυτές έχουν φτάσει συνολικά τα 2,19 δισ ευρώ, με το μέσο «κούρεμα» να υπολογίζεται στο 30,25%.
Γιώργος Παππούς – Economistas.gr