
Στροφή Κυριάκου στην παράταξη…
Ικανοποίηση και χαμόγελα στην «γαλάζια» Κοινοβουλευτική Ομάδα με τις επιλογές των Κώστα Τασούλα και Νικήτα Κακλαμάνη
«Με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια». Αυτή την έκφραση χρησιμοποιεί ο λαός μας όταν με μία προσπάθεια μπορεί κάποιος να έχει διπλό όφελος. Κάπως έτσι μπορεί να κριθεί η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να επιλέξει τον Κώστα Τασούλα για την Προεδρία της Δημοκρατίας, παράλληλα με την εκλογή του Νικήτα Κακλαμάνη στην προεδρία της Βουλής.
Του Μιχάλη Κωτσάκου
Όλοι αντιλαμβάνονται ότι η επιλογή των δύο εκ των παλαιότερων στελεχών του κυβερνώντος κόμματος με πολύχρονη κοινοβουλευτική εμπειρία για δύο από τις τέσσερις σημαντικές θέσεις του πολιτειακού μας συστήματος ικανοποίησε σε μεγάλο βαθμό και την «γαλάζια» Κοινοβουλευτική Ομάδα, αλλά και μεγάλο μέρος της βάσης του κόμματος.
Είναι χαρακτηριστικό τι έλεγαν στα πηγαδάκια οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας στο κυλικείο και στους διαδρόμους του κοινοβουλίου. Εκεί δηλαδή όπου εκτός τις αναμνηστικές φωτογραφίες με τον Κώστα Τασούλα, ακούστηκαν εκφράσεις όπως «επιτέλους γέλασε κι εμάς το χειλάκι μας», ή «θα μπορούμε να δούμε ήρεμοι τα μέλη του κόμματος, που κάθε φορά αναζητούσαμε δικαιολογίες για ποιον λόγο δεν αξιοποιούνται στελέχη του κόμματος και επιμένουμε σε μεταγραφές από πολιτικούς αντιπάλους». Και όλοι συμφωνούσαν, ότι πλέον και με την επιλογή του Κώστα Τασούλα για την Προεδρία της Δημοκρατίας, αλλά και του Νικήτα Κακλαμάνη για την Προεδρία της Βουλής, βρίσκει έκφραση η λαϊκή δεξιά, η οποία μετά τις ευρωεκλογές έχει επιδοθεί σε ένα ιδιότυπο ανταρτοπόλεμο με συνεχείς ερωτήσεις προς τους υπουργούς, επιδεικνύοντας την δυσαρέσκεια τους για την πρακτική να ασχολείται περισσότερο το Μαξίμου και ο ίδιος ο πρωθυπουργός με τους μουσαφίρηδες και όχι με το κόμμα του.
Μονόδρομος
Η αλήθεια είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ένα μονόδρομο μπροστά του. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη Νέα Δημοκρατία να προηγείται μεν, αλλά είναι πολύ μακριά από τις εκλογικές επιδόσεις του Ιουνίου του 2023. Επίσης ήταν ολοφάνερο, ότι οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας σαφώς δυσαρεστημένοι κάθισαν στον καναπέ τους στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, με συνέπεια η Νέα Δημοκρατία να απολέσει και τους τρεις μεγάλους δήμους (εδικά την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη). Και στον Πειραιά μπορεί το κυβερνών κόμμα να στήριξε τον Γιάννη Μώραλη, αλλά είναι γνωστό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ από κούνια. Ο πατέρας του, Πέτρος, ήταν από τους στενούς συνεργάτες του Ανδρέα Παπανδρέου και επί οκτώ χρόνια εξωκοινοβουλευτικός υπουργός (1981-1989).
Η επιλογή δύο καθαρόαιμων δεξιών πολιτικών, όπως οι κ.κ. Τασούλας και Κακλαμάνης, ικανοποιεί απολύτως την γαλάζια Κοινοβουλευτική Ομάδα και την βάση του κόμματος. Και όλοι συμφωνούν ότι θα ανακοπούν οι διαρροές προς τα κόμματα δεξιότερα της Ν.Δ. Ήδη από το Μαξίμου γνωρίζουν ότι ο κ. Τασούλας θα εκλεγεί με πλειοψηφία που μπορεί να ξεπεράσει τους 165 ψήφους στην 4η ψηφοφορία από τη στιγμή που και οι Σπαρτιάτες ανακοίνωσαν ότι θα υπερψηφίσουν την επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όμως ήδη έχουν ξεκινήσει επαφές με τους ανεξάρτητους βουλευτές, όπως και με τα κόμματα της Νίκης και της Ελληνικής Λύσης, μήπως πειστούν στην 3η ψηφοφορία (που χρειάζονται 180 θετικοί ψήφοι) και ταχθούν υπέρ της υποψηφιότητας Τασούλα.
Το προηγούμενο διάστημα, στο τραπέζι του Μεγάρου Μαξίμου έπεσαν αρκετά ονόματα, προερχόμενα όλα από τον χώρο της κεντροαριστεράς, όπως ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο πρώην υπουργός Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ Αλέκος Παπαδόπουλος, οι πρώην πρωθυπουργοί Λούκας Παπαδήμος και Γιάννης Σαρμάς, οι πρώην Επίτροποι Μαρία Δαμανάκη και Άννα Διαμαντοπούλου, καθώς και ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος τα τελευταία 24ωρα είχε πάρει «κεφάλι» έναντι όλων των προηγούμενων.
Ο κ. Μητσοτάκης, ωστόσο, επέλεξε ένα πρόσωπο το οποίο εμπιστεύεται απολύτως και είναι βέβαιο ότι δεν θα τον φέρει ποτέ σε δύσκολη θέση ενώ ταυτοχρόνως, λόγω του καθαρά δεξιού προφίλ του κ. Τασούλα, ο πρωθυπουργός ευελπιστεί ότι στέλνει ένα σήμα προς τη δεξιά της Ν.Δ. αλλά και πέραν αυτής, η οποία όλο το προηγούμενο διάστημα δυσφορούσε από την επέλαση, όπως έλεγαν και γαλάζιοι βουλευτές, των σημητικών εκσυγχρονιστών στο κόμμα.
Ο κ. Μητσοτάκης δικαιολόγησε την απόφασή του να μην προτείνει την ανανέωση της θητείας της νυν προέδρου Κατερίνας Σακελλαροπούλου στο ταραγμένο διεθνές περιβάλλον και την ανάγκη, κατά τον ίδιον, ο επόμενος πρόεδρος της Δημοκρατίας να είναι πολιτικό πρόσωπο. Για να πούμε του στραβού το δίκιο και ο κ. Τασούλας δεν φημίζεται για τις ιδιαίτερες γνώσεις του επί των εξωτερικών θεμάτων, ούτε έχει διεθνή αναγνωρισιμότητα. Όμως έχει ένα σημαντικό προσόν για το Μαξίμου. Δεν θα πει «όχι». Και εάν εκφράσει κάποια διαφωνία θα την πει χαμηλόφωνα για να μην πάρει κανένας χαμπάρι. Και ο πρωθυπουργός αναζητούσε ένα Πρόεδρο που να μπορεί να σωπάσει.
Νέα κατάσταση
Οι επιλογές του κ. Μητσοτάκη δεν είναι ανεξάρτητες από το ευρύτερο περιβάλλον. Ο πρωθυπουργός είναι θιασώτης του πολιτικού ρεαλισμού και αντιλαμβάνεται τη «διόρθωση επί δεξιά» που συντελείται, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Χωρίς να είναι δεξιός πολιτικός ο κ. Μητσοτάκης, αντιλαμβάνεται ότι ηγείται ενός κεντροδεξιού κόμματος που πρέπει να νικήσει στις επόμενες εκλογές του 2027 και να πάρει το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επανασυνδεθεί και με ψηφοφόρους που στήριξαν Ν.Δ. όχι μόνο το 2023, αλλά κράτησαν όρθια την παράταξη, την εποχή της κρίσης, όταν ο βασικός αντίπαλος, το ΠΑΣΟΚ, κινδύνεψε με αφανισμό και με χίλια μύρια βάσανα έφτασε τώρα- εξ αντανακλάσεως- να είναι στην αξιωματική αντιπολίτευση με μόλις 31 βουλευτές. Πολλοί από αυτούς που τόσα χρόνια ήταν οι φρουροί της Νέας Δημοκρατίας στις ευρωεκλογές είτε έμειναν στον καναπέ, είτε στράφηκαν σε μικρότερα δεξιά κόμματα.
Την τάση της στροφής στα δεξιά στην Ευρώπη θα πιστοποιήσουν και επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι χθες ο κ. Μητσοτάκης βρέθηκε στο Βερολίνο όπου συναντήθηκε με τον επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος μετά τις εκλογές στην Γερμανία τον Φεβρουάριο θα είναι ο διάδοχος του Όλαφ Σολτς στην Καγκελαρία. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που αντιλαμβάνονται στο Μέγαρο Μαξίμου είναι ότι μπροστά μας διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση, στην οποία και η Ν.Δ. πρέπει να είναι κατά το δυνατόν προετοιμασμένη.