
Στρουθοκαμηλισμός που κοστίζει… (κυρίως δημοσκοπικά)
Οι Σκοπιανοί όπου βρουν ευκαιρία καταφέρονται εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών, αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες» και εμείς κάνουμε ότι δεν ακούμε εκτοξεύοντας «κούφιες» απειλές για βέτο στην ένταξή του στην Ε.Ε.
Στα… κατάστιχα της Ιστορίας γράφτηκε η τελευταία Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια της οποίας η 61η διοργάνωση συγκαταλέγεται στις πλέον κομβικές εξαιτίας της αναστάτωσης που δημιουργεί το σχέδιο ειρήνευσης για την Ουκρανία που προκρίνουν ο Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν αγνοώντας και την ίδια την Ουκρανία αλλά και την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όσο η ιστορική ήταν, πάντως, η διάσκεψη που φιλοξενήθηκε στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας, τόσο ανιστόρητος και προκλητικός εμφανίστηκε ο Σκοπιανός πρωθυπουργός Χρίστιαν Μίτσκοσκι, ανασταίνοντας την τακτική του αλυτρωτισμού υιοθέτησε και αυτός και η πρόεδρος της χώρας Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα από την πρώτη ημέρα της ανόδου τους στην εξουσία την άνοιξη του 2024.
Ο Μίτσκοσκι υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι στα Σκόπια υπέστησαν «πολλές θυσίες και ταπεινώσεις» και η χώρα του «αναγκάστηκε να αλλάξει το όνομά της» προκειμένου να μπει στο ΝΑΤΟ, προσθέτοντας ότι η Βουλγαρία «αρνείται τη μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα» με τον ίδιο τρόπο που η Ρωσία δεν αναγνωρίζει την ουκρανική ταυτότητα, την ουκρανική γλώσσα και την ουκρανική Εκκλησία.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει παραχωρήσει τη μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα στους Σκοπιανούς μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών, την οποία η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της πρώην γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας καταπατά συνεχώς επιμένοντας στο σκέτο «Μακεδονία», προφανώς δεν αποτελεί ικανό λόγο για η ελληνική διπλωματία να προχωρήσει σε επίσημη καταγγελία της ισχύος της.
Με πρόσχημα ότι στη Συμφωνία των Πρεσπών δεν υπάρχει σχετική ρήτρα που να προβλέπει την αναστολή της διεθνούς συμφωνίας και επικαλούμενη ως μπαμπούλα το βέτο στη συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των Σκοπίων στην Ε.Ε., η Ελλάδα αυταπατάται ότι αυτή η ασφάλεια που συζητήθηκε στο Μόναχο θα εξυπηρετηθεί για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα είτε με τον κατευνασμό –αν πρόκειται για τα ελληνοτουρκικά– είτε συνεχίζοντας να βάζει η χώρα το κεφάλι της στην άμμο όπως συμβαίνει με το Μακεδονικό.
Διότι ξεκάθαρα αυτό που κάνει η Ελλάδα σε σχέση με την ονοματοδοσία των Σκοπίων τα χρόνια της «γαλάζιας» διακυβέρνησης είναι να στρουθοκαμηλίζει. Θυμίζεται τον Ιανουάριο του 2018 από τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο Κυριάκος Μητσοτάκης έλεγε ότι η Ν.Δ. δεν θα γίνει συνένοχος «στον τραυματισμό του έθνους», ότι «δεν είναι δυνατόν να διχάσουμε τους Έλληνες για να ενώσουμε τους Σκοπιανούς» κι ότι δεν πρόκειται να απεμπολήσει το δικαίωμα της Ελλάδας για βέτο στην ένταξη των Σκοπιών στην ΕΕ.
Επτά χρόνια μετά από τις παραπάνω δηλώσεις είναι εξαιρετικά θολό με ποια επιχειρήματα μάχεται η Ελλάδα να «αμβλύνει τις αρνητικές συνέπειες» (σ.σ. αυτό διαβεβαίωνε επί λέξει ο Κυρ. Μητσοτάκης) που θα προέκυπταν από την καθ΄ όλα προβληματική Συμφωνία των Πρεσπών. Αν, πάντως, αυτή η μάχη δίνεται με τις γνωστές άνευρες ανακοινώσεις του ελληνικού ΥΠΕΞ ότι το Μακεδονικό «έχει επιλυθεί οριστικά και αμετάκλητα» κι ότι η πρόοδος της ευρωπαϊκής πορείας των Σκοπίων προϋποθέτει σεβασμό στη Συμφωνία των Πρεσπών, είναι πιθανότατα μία μάχη από χέρι χαμένη που η Ελλάδα απλώς αρνείται να δει παραμένοντας κρυπτόμενη στην… αμμότρυπά της.
Βεβαίως μπορεί η πολιτική αυτή να ικανοποιεί το κονκλάβιο των Βρυξελλών και την προηγούμενη ηγεσία των ΗΠΑ (βλ. Τζο Μπάιντεν) που επιδιώκουν την ένταξη ακόμη μίας χώρας στα «κλαμπ» της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ (σ.σ. είναι ήδη μέλος τα Σκόπια) πλην όμως αποτελεί πληγή που αιμορραγεί για τη σημερινή κυβέρνηση της Ν.Δ. όπως τουλάχιστον αυτό αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.