ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ – Σπύρος Μιχαλόπουλος: «Είναι Ζωή το θέατρο»

Με αφορμή την παράσταση «Tango Bar» του Περικλή Κοροβέση στο θέατρο Άβατον, της οποίας έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία

Τι να πρωτοπείς για έναν άνθρωπο με τόσο πλούσια διαδρομή στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας μας… Έναν δημιουργό που γοητεύεται από τη μαγεία της νύχτας, όπως και ο Αισχύλος, που θεωρούσε ότι η νύχτα γεννοβολάει προβληματισμούς σε έναν σοφό ηγέτη. Τον Σπύρο Μιχαλόπουλο θα τον βρούμε να σκηνοθετεί σημαντικά έργα, τόσο στο θέατρο, όσο και στη μικρή και μεγάλη οθόνη. Αυτό το διάστημα συνεργάζεται με έναν ογκόλιθο των ελληνικών γραμμάτων, τον Περικλή Κοροβέση, το κείμενο του οποίου σκηνοθέτησε δημιουργώντας τη θεατρική παράσταση με τον τίτλο «Tango Bar» στο Θέατρο Άβατον. Πρόκειται για μαύρη κωμωδία με πολλά κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα, που επάξια παρουσιάζουν οι ηθοποιοί Χρήστος Αυλωνίτης και Κώστας Κονταράτος. Κι ενώ τον συγγραφέα τον έχω γνωρίσει πριν από αρκετά χρόνια σε ένα συνέδριο στην Κω, και εντυπωσιάστηκα από την προσωπικότητά του –πώς θα μπορούσε να γινόταν αλλιώς;–, το «Tango Bar» μου έδωσε την αφορμή να έρθω σε επαφή με τον εξαίρετο Σπύρο Μιχαλόπουλο, για μια συζήτηση μεστή, άκρως ενδιαφέρουσα, με κέντρο της τον άνθρωπο και την κοινωνία η οποία τον περιβάλλει, πόσω μάλλον σχεδόν είκοσι χρόνια από την έκδοση του θεατρικού έργου από τις εκδόσεις Γνώση… Ένα έργο διαχρονικό, με τους τότε προβληματισμούς να επανέρχονται στο σήμερα, σαν να μην πέρασε μια μέρα… «Είναι ένας στοχαστής της πραγματικότητας που δεν φοβάται να μιλήσει για λεπτά ζητήματα και μεγάλες αλήθειες», μας λέει για τον Περικλή Κοροβέση ο Σπύρος Μιχαλόπουλος, θεωρώντας πως αυτός ήταν ο λόγος που καθόρισε την απόφασή του να ανεβάσει στο θεατρικό σανίδι το «Tango Bar».

Ιχνηλατώντας… με την Καίτη Νικολοπούλου 

 

 ⇒ Κύριε Μιχαλόπουλε, τι ήταν αυτό που καθόρισε την απόφασή σας ν’ ανεβάσετε το «Tango Bar» του Κοροβέση;

«Με τον Περικλή Κοροβέση γνωριστήκαμε τώρα. Πάντα όμως έτρεφα μεγάλο σεβασμό για τη δουλειά και τη ζωή του. Είναι ένας στοχαστής της πραγματικότητας που δεν φοβάται να μιλήσει για λεπτά ζητήματα και μεγάλες αλήθειες. Αυτός είναι και ο βαθύτερος λόγος που καθόρισε την απόφασή μου να ανεβάσω το “Tango Bar”. Οι βαθιές αλήθειες, που λέγονται με απλό και λιτό τρόπο. Χωρίς στολίδια και δεύτερες σκέψεις».

 ⇒ Ποια είναι η σχέση των δύο χαρακτήρων, του Λάκη και του Φώντα;

«Ο Λάκης και ο Φώντας είναι παιδικοί φίλοι. Στη ζωή τους αγάπησαν και οι δύο το θέατρο από διαφορετική σκοπιά. Ο ένας σαν θεατρικός συγγραφέας, αποτυχημένος πια (Λάκης), και ο άλλος σαν ηθοποιός (Φώντας), αποτυχημένος επίσης. Ο δεύτερος άνοιξε μπαρ και έχει επιτύχει ως μπάρμαν. Η μεταξύ τους σχέση είναι μια σχέση μεγάλης αγάπης και φιλίας, που περνάει και επιβεβαιώνεται από ομηρικούς καβγάδες και αντιθέσεις».

«Το σύστημα δεν χρειάζεται την ουσία αλλά το φαίνεσθαι…»

 ⇒ «Αποτύχαμε να γίνουμε αυτό που θέλουν οι άλλοι, άρα είμαστε κοντά σ’ εμάς τους ίδιους, κοντά στον εαυτό μας», λέει ο Λάκης. Πόσο εγκλωβισμένος είναι ο σύγχρονος άνθρωπος στις κοινωνικές συμβάσεις;

«Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι εγκλωβισμένος στις επιλογές του. Oι περισσότερες από αυτές δεν είναι καν δικές του. Είναι επιβεβλημένες μέσα από ένα σύστημα αξιών που, για να σε κρίνει επιτυχημένο και άξιο, θα πρέπει να τις ακολουθήσεις. Έτσι, η κοινωνική επιτυχία μέσα από αυτό το σύστημα είναι συνήθως δεδομένη. Η αποτυχία, λοιπόν, είναι η προσωπική επιτυχία για τον καθένα. Όταν αποτύχουμε να γίνουμε αυτό που θέλουν οι άλλοι, τότε μπορούμε να πούμε ότι είμαστε κοντά στον εαυτό μας, άρα στη δική μας προσωπική επιτυχία. Αυτό είναι και το κλειδί του έργου. Τι σημαίνει να είσαι επιτυχημένος, τι σημαίνει να είσαι γνωστός… Τίποτε απολύτως. Είσαι επιτυχημένος μέσα από ένα σύστημα που την επιτυχία τη μεταφράζει σε αριθμούς και όχι σε ουσία. Το σύστημα δεν χρειάζεται την ουσία αλλά το φαίνεσθαι…»

 ⇒ «Φόβος και λογική είναι το ίδιο. Να παίζεις με τον φόβο σου, να βρίσκεσαι εκεί που φοβάσαι, αυτό είναι να κάνεις κάτι…» Τι θα συμβουλεύατε τους νέους ανθρώπους που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην Ελλάδα της κρίσης;

«Κανείς δεν μπορεί να συμβουλέψει νέους ανθρώπους. Είναι οδοστρωτήρες στη ζωή. Και έτσι πρέπει να είναι. Αν μου το επέτρεπε για λίγο ο εαυτός μου, το μόνο που θα έλεγα, κι αυτό όχι σαν συμβουλή, είναι να σεβαστούν τον στόχο τους και τις επιλογές τους. Να δουν πίσω από το κάδρο, να έχουν πάντα το γιατί στο στόμα, να μη δέχονται συμβουλές από επιτυχημένους, να ακούν τη μικρή φωνούλα μέσα τους… Την αλήθεια τους. Στην Ελλάδα της κρίσης, όπως περιγράφετε, δεν γίνετε να συμβουλεύεις νέους… Γιατί η κρίση που είναι κατά κύριο λόγο οικονομική, θα δώσει δυστυχώς χώρο για συστημικές συμβουλές… Όχι, η μόνη συμβουλή θα ήταν: Γιατί. Πάντα το γιατί…»

 ⇒ Δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζετε δουλειά σας, η πλοκή της οποίας εκτυλίσσεται σε μπαρ, καθώς έχει προηγηθεί η ταινία σας «Λούνα Μπαρ». Τι σας γοητεύει στον συγκεκριμένο χώρο αλλά και στη νύχτα;

«Τα μπαρ είναι οι σύγχρονοι ναοί μιας προσωπικής θρησκείας που έχει να κάνει με τη μοναξιά, την ανάγκη διαφορετικής επικοινωνίας και της ανθρώπινης επαφής. Με γοητεύει η μπάρα και το αλκοόλ. Η νύχτα με γοητεύει γιατί είναι πιο μαλακά και ήρεμα τα πράγματα. Καλύπτονται από λίγο σκοτάδι, άρα γίνονται πιο παραμυθένια και όμορφα. Πιο χαλαρά. Σε αντίθεση από τη μέρα, που είναι σκληρή και πολύ άγρια. Συνήθως λέμε “πέρασα μια όμορφη νύχτα”. Συμπτωματικά και η ταινία μου, σε σενάριο της Ειρήνης Λουκάτου, διαδραματίζεται σε ένα μπαρ μια νύχτα. Και το “Tango Bar” το ίδιο, σε μια νύχτα. Ίσως με γοητεύει αυτό το μικρό κομμάτι χρόνου που γίνονται τα πράματα, η νύχτα».

 ⇒ Αυτή την περίοδο σκηνοθετείτε και την «Επιστροφή» στον AΝΤ1. Ποιες είναι οι διαφορές στην προσέγγιση μιας θεατρικής παράστασης συγκριτικά με μια τηλεοπτική σειρά;

«Είναι τελείως διαφορετικά τα είδη. Τηλεόραση, σινεμά, θέατρο. Θα το παρομοίαζα με την τηλεόραση να είναι η νόμιμη σύζυγος, το σινεμά η μεγάλη αγάπη, και το θέατρο ο κρυφός πόθος. Η προσέγγιση, λοιπόν, έχει ουσιώδεις διαφορές. Βέβαια, προσπαθώ και στην τηλεόραση να παραμείνω κοντά στην αισθητική μου, όσον αφορά στην ερμηνευτική μου γραμμή. Αλλά οι διαφορές είναι τεράστιες λόγω του χρόνου. Εκεί καλείσαι να κάνεις κάτι καλά, γρήγορα και φτηνά. Στο θέατρο, όμως, Ζεις.Το έργο θα είναι ζωντανό και μετά την πρεμιέρα. Κάθε φορά που θα παίζεται θα είναι άλλο. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός που θα ζει από τον αέρα των θεατών. Είτε είναι ένας, είτε εκατό. Στο θέατρο δεν έχει μοντάζ, στο θέατρο δεν έχει γωνία λήψης. Κάθε θεατής έχει τη δική του γωνία λήψης… Είναι Ζωή το θέατρο».

«Τα μπαρ είναι οι σύγχρονοι ναοί μας προσωπικής θρησκείας που έχει να κάνει με τη μοναξιά, την ανάγκη διαφορετικής επικοινωνίας και της ανθρώπινης επαφής»

 ⇒ Ποιο είναι αυτό που μετρά περισσότερο στην απόφασή σας να πείτε «ναι» σε μια δουλειά;

«Αν είναι για τηλεόραση, το καλό σενάριο και οι συνθήκες παραγωγής. Αν είναι στο θέατρο, το ένστικτό μου που έρχεται από το κείμενο. Σε κάθε περίπτωση, όλα λειτουργούν με βάση τις ανάγκες σου».

 ⇒ Ποια είναι τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον;

«Πολλά και διαφορετικά… Γράφω  το επόμενο σενάριο για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που θέλω να κάνω, διαβάζω πολύ θέατρο, αναζητώντας την επόμενη παράσταση, γράφω ένα μυθιστόρημα, και άλλα πολλά. Γενικά πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να είναι κινητικός και ότι η ακινησία σε σαπίζει…»

Η διαδρομή του με δυο λέξεις

Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος είναι απόφοιτος της Ανώτατης Σχολής Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου, Θεάτρου και Τηλεόρασης του Λοτζ (Πολωνία), καθώς και της Σχολής Κινηματογράφου Τηλεόρασης Λυκούργου Σταυράκου. Ξεκίνησε το 1984 σαν βοηθός σκηνοθέτη, ενώ σύντομα πέρασε και στην παραγωγή. Έως σήμερα έχει σκηνοθετήσει ταινίες, ντοκιμαντέρ, θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικές σειρές, εκπομπές και διαφημιστικά σποτ. Ενδεικτικά κάποιες από τις δουλειές του: η ταινία μεγάλου μήκους «Λούνα Μπαρ», σε σενάριο της Ειρήνης Λουκάτου, οι τηλεοπτικές σειρές «Παρθένα Ζωή»-Antenna, «Ευτυχίας 22»-ΣΚΑΪ, «Πολυκατοικία»-Mega, καθώς και οι παραστάσεις «Ένα» της Ειρήνης Λουκάτου στο Θέατρο Ροές και «JORDAN» του Bufini-Reynolds. Αυτή τη σεζόν σκηνοθετεί μαζί με τους Αλέξανδρο Πανταζούδη και τον Αντώνη Σωτηρόπουλο την καθημερινή σειρά μυστηρίου του Antenna «Η Επιστροφή». Είναι μέλος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και της Ελληνικής Εταιρείας Σκηνοθετών.

«Tango Bar» του Περικλή Κοροβέση

Θέατρο Άβατον (Ευπατριδών 3, Γκάζι, τηλ.: 210-3412689)

Το βιβλίο του γνωστού συγγραφέα και δημοσιογράφου Περικλή Κοροβέση κυκλοφόρησε το 1988 και η πλοκή του εκτυλίσσεται σ’ ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης τη δεκαετία του 1980. Το μπαρ είναι έτοιμο να κλείσει όταν εμφανίζεται ο Λάκης, ένας αποτυχημένος θεατρικός συγγραφέας. Η συζήτησή του με τον Φώντα, ιδιοκτήτη του μπαρ και αποτυχημένο ηθοποιό, θα κρατήσει έως τα χαράματα. Οι δυο τους θα τσακωθούν, θ’ αγαπηθούν, θ’ ασκήσουν σκληρή κριτική ο ένας στον άλλο. Η σχέση τους θα περάσει από τρικυμίες, δηλαδή ό,τι ακριβώς συμβαίνει από τότε που ήταν παιδιά. Ό,τι συμβαίνει και τώρα, που είναι ενήλικες, κάθε βράδυ. Θαρρείς κι η ζωή τους είναι ένα tango, εφιαλτικό και τρυφερό μαζί, που το χορεύουν σε λούπα. Ή ένα παιχνίδι εξουσίας που αλλάζει διαρκώς χέρια, σαν φαύλος κύκλος που πότε τους απομακρύνει και πότε τους φέρνει πιο κοντά στον πυρήνα της σχέσης και της ύπαρξής τους.

Κείμενο: Περικλής Κοροβέσης

Σκηνοθεσία: Σπύρος Μιχαλόπουλος

Σχεδιασμός φωτισμού: Γιώργος Παπαδόπουλος

Επιμέλεια σκηνικού: Γιάννης Μυρσιώτης

Μουσική: Χριστίνα Κανάκη

Μουσική επιμέλεια: Σπύρος Μιχαλόπουλος

Βοηθοί σκηνοθέτη: Μάρω Χασιώτη, Κατερίνα Σκέμπη

Προβολή και επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will

Παίζουν: Χρήστος Αυλωνίτης (Λάκης), Κώστας Κονταράτος (Φώντας)

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα