Τετράπτυχο εγρήγορσης για τις τράπεζες

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών βελτιώθηκε περαιτέρω, με την υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων να συνεχίζεται

Ότι οι τράπεζες αποτελούν βασικό πυλώνα ανάπτυξης κάθε οικονομίας το μαθαίνουν οι πρωτοετείς  φοιτητές των οικονομικών επιστημών με το καλημέρα της εισόδου τους στο πανεπιστήμιο. Ότι για να αποτελούν τέτοιο στέρεο πυλώνα οι τράπεζες πρέπει να έχουν υγιείς ισολογισμούς είναι αυτονόητο.

Αυτός είναι και ο λόγος που ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας παραμένει συγκρατημένα αισιόδοξος για την πορεία του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα χτυπά καμπανάκια της εγρήγορσης  όποτε το κρίνει απαραίτητο. Το έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, το έκανε ακόμα μία την Πέμπτη, αυτή τη φορά μέσω της δημοσιοποίησης της δεύτερης έκδοσης για το 2021 της  Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος.

Σε αυτή σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις, οι οποίες συνοψίζονται στο εξής τετράπτυχο:

Α) Ιδιαίτερα υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων που «γράφουν».

Β) Χαμηλή ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων.

Γ) Διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία.

Δ) Συνεχώς αυξανόμενη διασύνδεση του τραπεζικού τομέα με το κράτος.

Σύμφωνα πάντα με την έκθεση της ΤτΕ, εξαιτίας των τιτλοποιήσεων για τη μείωση των κόκκινων δανείων, οι τράπεζες εμφάνισαν το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους  υπερτετραπλάσιες ζημιές σε σχέση με το 2020, γεγονός που οδήγησε σε σημαντική μείωση των εποπτικών τους κεφαλαίων. Παράλληλα, αυξήθηκαν και τα λειτουργικά έξοδά τους καθώς επιβαρύνθηκαν από έκτακτα έξοδα, όπως οι προβλέψεις για προγράμματα οικειοθελούς αποχώρησης προσωπικού, τα έξοδα εταιρικού μετασχηματισμού, καθώς και η απομείωση υπεραξίας και άυλων περιουσιακών στοιχείων.

Αξίζει πάντως να επισημανθεί ότι αν δεν ληφθούν υπόψη οι έκτακτοι παράγοντες (βλ. κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις, τα έκτακτα λειτουργικά έξοδα και οι ζημίες από την πώληση των χαρτοφυλακίων ΜΕΔ), οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι θα εμφάνισαν περιορισμένη κερδοφορία. Όπως επίσης θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι τράπεζες πέτυχαν σημαντική μείωση των ΜΕΔ το α’ εξάμηνο.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ΤτΕ, η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών βελτιώθηκε περαιτέρω, με την υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) να συνεχίζεται, με αποτέλεσμα στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2021 ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων να διαμορφωθεί σε 20,3% (έναντι 30,1% στο τέλος του 2020) και το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ να διαμορφωθεί σε 29,4 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 37,8% ή 17,8 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2020 (47,2 δισ. ευρώ).

Όσοι ξέρουν καλά τον κεντρικό τραπεζίτη ξέρουν ότι δεν διαβλέπει κάτι που να τον κάνει να ανησυχεί ιδιαίτερα, τουλάχιστον με τα μέχρι στιγμής δημοσιονομικά δεδομένα και πάντα υπό την αίρεση των συχνά απρόβλεπτων εξελίξεων της πανδημίας. Απλώς επειδή ξέρει καλύτερα από το καθένα ότι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση της ανάκαμψης της οικονομίας και προϋποθέτει ισχυρό τραπεζικό τομέα, δεν εφησυχάζει.

Εξ ου και η υπόμνηση στη Έκθεση Σταθερότητας ότι «οι προσπάθειες αντιμετώπισης των ανωτέρω προβλημάτων θα πρέπει να εντατικοποιηθούν, ιδίως μετά την οριστική άρση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών που δυνητικά μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα