Το έγκλημα, η τιμωρία και μια άβυσσος…

Αν οι παραβάτες του νόμου τιμωρούνταν με βαση το θυμικό της κοινής γνώμης τότε αντί για δικαστές θα είχαμε δημοσκόπους

Με τον χειρότερο δυνατό τρόπο «έσπασε» η μονοκρατορία του πολέμου στην Ουκρανία και η εκτός ελέγχου ακρίβεια στην ελληνική ειδησεογραφία. Οι εξελίξεις στην υπόθεση του θανάτου των τριών παιδιών στην Πάτρα υπήρξαν καταιγιστικές τα προηγούμενα 24ωρα που κατέληξαν στη σύλληψη της 33χρονης μητέρας ως βασικής υπόπτου για τη δολοφονία της 9χρονης κόρης της Τζωρτζίνας.

Οι λεπτομέρειες για τα στοιχεία που «μίλησαν», για το «δέσιμο» της υπόθεσης, ακόμη και για το πώς μπήκε και βγήκε από το τζιπάκι της ΕΛ.ΑΣ. που την μετέφερε το απόγευμα της Τέταρτης στην πρωτεύουσα για τα περαιτέρω, είναι τόσες πολλές που περισσότερο συνεισφέρουν στην ικανοποίηση του φιλοθεάμονος κοινού (σ.σ. η κατηγορούμενη πήγε στην Ευελπίδων το πρωί της  Πέμπτης φυλασσόμενη σαν να ήταν ο Οσάμα Μπιν Λάντεν) παρά στην ουσία της υπόθεσης.

Κι αυτή η ουσία είναι διττή. Καταρχάς το πώς φτάνει μία μητέρα να αφαιρέσει τη ζωή του ίδιου της του σπλάχνου. Την απάντηση αποπειράθηκε να δώσει χιλιετίες πίσω ο Ευριπίδης με τη «Μήδεια» αποδίδωντάς της το κίνητρο της ερωτικής ζήλιας και την οποία αντέγραψε στα μέρη μας το μακρινό 1961 μία Αμερικανίδα, η Νίτα Μπέικερ.

Η μητροκτόνος είχε και αυτή τρία παιδία τα οποία δολοφόνησε στο σπίτι τους στο Καλαμάκι προκειμένου να εκδικηθεί τον σύζυγό της που θεωρούσε ότι την απατούσε. Το έγκλημα εκείνο σόκαρε την κοινή γνώμη –όπως και αυτό της Πάτρας που διερευνείται– προκαλώντας γενική κατακραυγή για τη φόνισσα, ωστόσο οι ένορκοι του Κακουργιοδικείου Αθηνών έκριναν πρωτόδικα τότε ότι η Μπέικερ ήταν ψυχικά ασθενής. Η υπόθεση τελεσιδίκησε με την Αμερικανίδα να κρίνεται ένοχη δολοφονίας εν βρασμώ με το ελαφρυντικό της ψυχικής σύγχυσης, να της επιβάλλεται κάθειρξη 16 ετών και τελικά να παίρνει χάρη το 1963 και να επιστρέφει στις ΗΠΑ.

Αυτό μας πάει μοιραία στο επόμενο ουσιώδες ερώτημα: ποια μπορεί να είναι η δίκαιη τιμωρία ενός τέτοιου εγκλήματος; Ως είθισται όταν η κοινωνία συνταράσσεται από ειδεχθή εγκλήματα, οι δημοσιολογούντες διαλέγουν στρατόπεδο. Άλλοι με αυτούς που υποστηρίζουν ότι το νομικό οπλοστάσιο είναι επαρκές καθώς επιφυλάσσει διαφορετική ποινική αντιμετώπιση για κάποιον που διέπραξε ανθρωποκτονία από πρόθεση σε σχέση με κάποιον άλλο που αφαίρεσε μία ζωή είτε εν βρασμώ είτε μη έχοντας σώας τας φρένας.

Άλλοι, πάλι, με εκείνους υποστηρίζουν πως όταν η ποινή που ακούγεται από το στόμα του δικαστή είναι «ισόβια», δεν μπορεί να σημαίνει 25 χρόνια… ονομαστικής κάθειρξης, τα οποία στην πορεία με επίδειξη καλή διαγωγής και μεροκάματα εντός σωφρονιστικού καταστήματος θα γίνουν 15.

Η συζήτηση είναι τόσο σοβαρή και γίνεται ακόμη σοβαρότερη ειδικά αν συνυπολογιστεί και εκείνη η μερίδα των συμπολιτών μας που θα καλοέβλεπαν ακόμη και την επαναφορά –υπό προϋποθέσεις– της θανατικής ποινής για κάποιου τύπου εγκλήματα.

Ακριβώς, όμως, επειδή είναι τόσο σοβαρή και εξαιρετικά βεβαρυμμένη συναισθηματικά η συζήτηση για τις ποινές, όταν αυτή γίνεται με αφορμή τη δολοφονία ενός παιδιού ή τον βιασμό ενός ανηλίκου, δεν μπορεί να γίνει στο… πόδι των 500-600 λέξεων που εκτείνεται αυτή εδώ η στήλη.

Το μόνο που θα πρέπει να κρατάμε πάντα στο μυαλό μας είναι ότι στις σύγχρονες δημοκρατικές πολιτείες τη Δικαιοσύνη την απονέμει η Θέμιδα και οι λειτουργοί της. Δεν την απονέμουν όσοι μαζεύτηκαν έξω από το σπίτι της κατηγορούμενης στην Πάτρα ζητώντας να την λιντσάρουν, ούτε όσοι θα μαζευτούν έξω από το δικαστήριο που θα αποφανθεί για την τύχη των δολοφόνων της Τοπαλούδη, όπως εν τέλει δεν την απένειμαν όσοι συγκεντρώθηκαν έξω από το Εφετείο στη δίκη της Χρυσής Αυγής.

Αν ήταν έτσι, δεν θα δικάζαμε τους παραβάτες. Θα κάναμε γκάλοπ και θα αποφασίζαμε βάσει του κατακρεουργημένου από την άσκοπη επίκληση του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Και τότε, εκτός από την άβυσσο της ψυχής κάθε διαταραγμένου εγκληματία, θα ήμασταν αντιμέτωποι και μία πραγματική άβυσσο έτοιμη να μας ρουφήξει…

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα