Το ”Fight Club” δεν υπήρξε απλώς μια αντισυμβατική ταινία των ’90s

Προφήτευσε ουσιαστικά το μέλλον ξεκινώντας απο την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων μέχρι και τον...Ντόναλντ Τράμπ

Στις αρχές Σεπτέμβρη του 1999 αυτό που είχε μείνει στο συλλογικό ασυνείδητο μετά την προβολή του «Fight Club» ήταν η μουσική, κάποιες σκληρές ατάκες και φυσικά οι κοιλιακοί του Μπραντ Πιτ. Τα υπόλοιπα ήταν μία αμφιλεγόμενη πικρή γεύση μιας ιστορίας γεμάτη βία, μισογυνισμό και μηδενισμό.

«Το Fight Club είναι ένα αριστούργημα, αλλά ένα απωθητικό – οπτικά υπέροχο, πνευματικά άσχημο – περιορισμένης ευφυΐας έργο», γράφει η Λίλι Ανολικ στο Vanity Fair, συγκρίνοντας τις σκηνές της ταινίας με τα γεγονότα που ακολούθησαν και συντάραξαν τον κόσμο. Το πολιτικό του στίγμα είναι αντιδραστικό.

Η στάση του απέναντι στις γυναίκες είναι ωμή έως και νεαντερτάλειας συμπεριφοράς. Και όταν προβλήθηκε, το κοινό σε μεγάλο βαθμό αγνόησε την ταινία, ενώ οι κριτικοί αγρίεψαν. Η απροκάλυπτη μισογυνία της ταινίας είναι πηγή του ανησυχητικού και δυσάρεστου μεγαλείου της.

Ομως το Fight Club είναι κάτι παραπάνω. Είναι προφητικό. Όποιος το βλέπει σήμερα το 2021, θα συνειδητοποιήσει ότι η πρώτη προβολή του το 1999 ήταν σαν να έβλεπες το μέλλον μέσα σε μια κρυστάλλινη μπάλα.

Ο Νόρτον παίζει έναν ανώνυμο πρωταγωνιστή, έναν «οποιονδήποτε», που είναι δυσαρεστημένος με τη δουλειά γραφείου που κάνει. Οργανώνει μία λέσχη μάχης («fight club») με έναν κατασκευαστή σαπουνιών, τον Τάιλερ Ντέρντεν (Μπραντ Πιτ). Ο αφηγητής εμπλέκεται σε μια σχέση με τον Ντέρντεν και μία παράξενη γυναίκα, τη Μάρλα Σίνγκερ (Ελενα Μπόναμ Κάρτερ).

Η προφητεία του Fight Club ξεκινά με το τέλος της ταινίας: με την καταστροφή από μια ομάδα τρομοκρατών των μνημείων του ύστερου αμερικανικού καπιταλισμού, δηλαδή τους ουρανοξύστες.

Δύο χρόνια μετά την πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ της Βενετίας, στις 10 Σεπτεμβρίου 1999, οι Δίδυμοι Πύργοι μετατράπηκαν σε σωρούς από στάχτη και μπάζα από το χτύπημα μιας ομάδας τρομοκρατών.

Συνεχίζεται δείχνοντας την άνοδο της ακραίας Δεξιάς. Το κίνημα που γοητεύει και προσελκύει τους οπαδούς του ενισχύοντας την αυταρέσκειά τους, προτρέποντας να υιοθετήσουν σκληρό τραχύ χλευαστικό λόγο. Στην πραγματικότητα, λέει η αρθρογράφος του Vanity Fair, είναι ένα κίνημα που οι οπαδοί του πιστεύουν στο πόσο δύσκολο είναι να είσαι λευκός και άντρας.

Ο Τάιλερ ξεσηκώνει τους οπαδούς του Fight Club με το λογύδριό του: «Βλέπω… τους πιο δυνατούς και έξυπνους άντρες που έχουν ζήσει ποτέ. Βλέπω όλο αυτό το δυναμικό και βλέπω να σπαταλιέται… Μια ολόκληρη γενιά βάζει βενζίνη, σερβίρει σε τραπέζια, υποδουλώνεται φορώντας λευκούς γιακάδες. Ολοι έχουμε μεγαλώσει με την τηλεόραση πιστεύοντας ότι μια μέρα όλοι θα ήμασταν θεοί του σινεμά και ροκ σταρ. Αλλά δεν θα μας συμβεί. Και το μαθαίνουμε σιγά σιγά αυτό το γεγονός και είμαστε πολύ, πολύ θυμωμένοι».

Αν η φασιστοειδής συμμορία των Space Monkeys, πρωτοπαλίκαρων του Τάιλερ, ομοιάζει με τους αυθεντικούς Proud Boys της σημερινής αμερικανικής πραγματικότητας δεν είναι άστοχο να θεωρήσουμε ότι το Fight Club φώτισε την κοινωνική δυσαρέσκεια που αναδυόταν εκείνη την εποχή.

Οπως το βλέπει ο Τάιλερ, η κοινωνία υπάρχει για τους άνδρες. Είναι ένας κόσμος ανδρών. Κατά την άποψή του, δεν υπάρχει τοξική αρρενωπότητα. Αντίθετα, η αρρενωπότητα είναι τοξική μόνο όταν εμφιαλώνεται, εγκλωβίζεται και μόνη διέξοδος είναι η λέσχη πάλης που εκείνος επινόησε.

Πιστεύει ότι, για τους άνδρες, η πνευματική σωτηρία επιτυγχάνεται μέσω της σωματικής βίας. Οσο για τις γυναίκες, δεν πρέπει να τις εμπιστεύεσαι.

Γι’ αυτό και είναι καλύτερο οι άνδρες να έχουν άνδρες «κολλητούς». Στη σημερινή αμερικανική πραγματικότητα του 21ου αιώνα σε πολλές ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών που έχουν δημιουργηθεί, η πιο συχνή ανάρτηση στους πίνακες μηνυμάτων τους δείχνει την πηγή της προέλευσής τους: «Tyler Durden lives!» (Ο Τάιλερ Ντέρντεν ζει).

Ο Τάιλερ στοχοποιεί συγκεκριμένες ομάδες. Βάζει στο μάτι μέλη της Γενιάς Χ όταν δίνει την πιο φημισμένη ομιλία του ενισχύοντας τον μετέπειτα χαρακτήρα της ταινίας σε καλτ: «Είμαστε τα μεσαία παιδιά της ιστορίας… Δεν ζήσαμε Μεγάλο Πόλεμο. Καμία Μεγάλη Υφεση. Ο δικός μας Μεγάλος Πόλεμος είναι ένας πνευματικός πόλεμος. Η μεγάλη μας ύφεση είναι η ζωή μας».

Και ύστερα το Fight Club ανοίγει τον δρόμο στον Ντόναλντ Τραμπ. Οπως ο Τάιλερ, ο Τραμπ είναι μανιακός και μεσσίας, ένας γκουρού αυτοβοήθειας της εποχής μας, ένας αυτοκαταστροφικός τύπος. Αλλά αυτό που είναι πάνω απ’ όλα είναι ένας πωλητής. Ψευδών ειδήσεων. Και τις πουλά πετώντας τις πιο δυνατές ατάκες: «Χτίστε το τείχος», «κλείδωσέ τη».

Οπως ο Τάιλερ, έτσι και ο Τραμπ διαθέτει μια δύναμη που είναι, από τη φύση της, εκμηδενιστική. Ο Τάιλερ θέλει να εξαλείψει τις εταιρείες πιστωτικών καρτών. Ο Τραμπ θέλει να εξαλείψει τα τελευταία 70 χρόνια. Και οι δύο κηρύττουν την απελευθέρωση του εαυτού ενώ απαιτούν υποταγή. Και οι δύο κυβερνούν μέσω της καταστροφής.

Οπως ο Τάιλερ, ο Τραμπ είναι ένας δαίμονας που δεν μπορούμε να ξορκίσουμε. Λίγο πριν από την τελική πράξη του Fight Club ο αφηγητής – Νόρτον σκοτώνει τον Τάιλερ πυροβολώντας τον εαυτό του στο κεφάλι. Ο Μπάιντεν, τον περασμένο Νοέμβριο, νίκησε τον Τραμπ στις πιο επίμαχες και εκτεταμένες προεδρικές εκλογές στην ιστορία των ΗΠΑ. Κι όμως, ο Τραμπ δεν αισθάνεται πιο χαμένος από τον Τάιλερ.

Αν ο Τραμπ αποδειχθεί, όπως αποδείχθηκε στην ταινία ότι ο Τάιλερ είναι η φυσική εκδήλωση της ψυχωτικής κατάρρευσης ενός μέσου ανθρώπου, τότε και αυτό θα βγάζει νόημα. Γιατί με αυτόν τον τρόπο το Fight Club όχι μόνο αποδεικνύεται προφητική ταινία. Αλλά ταινία που διαμόρφωσε την εποχή μας.

Απόσπασμα απο την ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ”ΤΑ ΝΕΑ”

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα