Το ΚΙΝΑΛ βάζει στο κάδρο τον Καραμανλή και ικανοποιεί τον Παπανδρέου

Εδώ και αρκετό καιρό στην Χαριλάου Τρικούπη έχουν αποφασίσει πέρα από τον διμέτωπο κατά ΣΤΡΙΖΑ (πρωτίστως) και Νέα Δημοκρατία να στραφούν και κατά του Κώστα Καραμανλή, αλλά και των λεγόμενων καραμανλικών. Κάτι που επιθυμεί σφόδρα και ο Γιώργος Παπανδρέου και το ΚΙΔΗΣΟ.

Η αντιπαράθεση φούντωσε μετά από την ανάρτηση Βερναρδάκη, που προσπαθούσε να αθωώσει την περίοδο Καραμανλή. Όμως την ίδια ώρα που το ΚΙΝΑΛ, έχει ανέβει στα κάγκελα για τον Κώστα Σημίτη, ήρθε το δημοσίευμα του Βήματος, που προσέφερε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία στην Χαριλάου Τρικούπη για να ξεκινήσει νέα επίθεση τόσο κατά της κυβέρνησης, όσο και κατά του Κώστα Καραμανλή.

Το δημοσίευμα

Σύμφωνα με το δημοσίευμα “Στο βούλευμα 1732 ο εισαγγελέας Εφετών Στυλιανός Κωσταρέλος διατυπώνει ξανά την εκτίμηση που είχε από το 2014 όταν διαφώνησε με την αρχειοθέτηση της υπόθεσης, ότι για τους πρώην υπουργούς Δημόσιας Τάξης Βύρωνα Πολύδωρα και Προκόπη Παυλόπουλο, όπως και για τον τότε αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Χρήστο Μαρκογιαννάκη, ανεξάρτητα της συνδρομής ή μη του υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο δεν μπορεί να εξεταστεί επαρκώς από την ανακριτική διαδικασία (σ.σ. λόγω του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών) προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι τελέστηκε κατά αντικειμενικά στοιχεία η πράξη της κακουργηματικής απιστίας περί την υπηρεσία του άρθρου 256 Π. Κ. σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου 1608/50. Τότε η εισήγηση Κωσταρέλου προκάλεσε την οργή των τριών πολιτικών, μάλιστα ο κ. Παυλόπουλος χαρακτήρισε τα όσα του καταλογίζονταν «ωμή συκοφαντία».

Ο εισαγγελέας Κωσταρέλος, ωστόσο, επιμένει. Στην εισήγησή του τον Σεπτέμβριο του 2017 διατυπώνει ξανά τις ίδιες κατηγορίες, ότι οι τρεις υπουργοί της ΝΔ υπέγραψαν επιζήμιες για το Ελληνικό Δημόσιο τροποποιήσεις της σύμβασης 020 Α/03 και ότι η συνολική ζημιά του Ελληνικού Δημοσίου από τις πράξεις όλων των εμπλεκόμενων προσώπων υπολογίζεται στα 147.819.943 εκατομμύρια ευρώ. Συγκεκριμένα, με τις τροποποιήσεις 5 (2007) της αρχικής σύμβασης από τον κ. Πολύδωρα και 7 (2008) από τον κ. Παυλόπουλο, έγινε αποδεκτή η τμηματική παράδοση, ανά υποσύστημα, του έργου με αποτέλεσμα το σύστημα CDSS να παραληφθεί μεν εντός του χρονοδιαγράμματος αλλά να κριθεί ακατάλληλο προς χρήση και να μη χρησιμοποιηθεί τελικά επιχειρησιακά ούτε από την αστυνομία ούτε από την Πυροσβεστική ούτε από το Λιμενικό. Η παραλαβή των υποσυστημάτων 1-7 έγινε από τον κ. Μαρκογιαννάκη, παρά τις εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων οι οποίοι μετά τις δοκιμές «δεν εκφράζουν σαφώς την άποψη ότι τα υποσυστήματα είναι ακατάλληλα προς παραλαβή, πάντως εκφράζουν σοβαρές και σημαντικές επιφυλάξεις ως προς την καταλληλότητά τους».

Σε ό,τι αφορά τη λειτουργικότητα του συνολικού συστήματος, όπως σημειώνει ο εισαγγελέας Εφετών, σύμφωνα με τους τεχνικούς συμβούλους σε κανένα κριτήριο δοκιμής δεν επιτεύχθηκε βαθμός επιτυχίας πάνω από 50% ενώ για την πλειονότητα ο βαθμός επιτυχίας είναι κάτω από 25%. Στο κριτήριο «ολοκλήρωση λύσης με το κλειδί στο χέρι» και βαθμός «ετοιμότητας για επιχειρησιακή χρήση», που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παραλαβή του έργου ο βαθμός επιτυχίας ήταν της τάξης του 30%. Για το σύστημα διαχείρισης κρίσεων, η άποψη των τεχνικών συμβούλων ήταν ότι «δεν έχει υλοποιηθεί σύστημα διαχείρισης κρίσεων». «Καθ’ όλη τη διάρκεια ανάπτυξης του έργου δίνεται η εντύπωση ότι η σύμβαση τροποποιείται συνεχώς για να νομιμοποιήσει την εξέλιξή του» παρατηρεί ο κ. Κωσταρέλος.

Από το συγκεκριμένο βούλευμα το μόνο που δημοσιεύτηκε ήταν η αλλαγή της πρότασης του κ. Κωσταρέλου, ο οποίος τον Μάρτιο του 2016 ζήτησε την απαλλαγή του Μιχάλη Χριστοφοράκου για τα αδικήματα της δωροδοκίας και της απάτης, αλλά έναν χρόνο μετά τον έστειλε στο εδώλιο μαζί με άλλα 17 άτομα, η δίκη των οποίων βρίσκεται σε εξέλιξη. Ενδεχομένως επειδή τα αδικήματα για τα πολιτικά πρόσωπα έχουν παραγραφεί και επομένως δεν μπορούν να ελεγχθούν ποινικά.

Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομική προσέγγιση της κυβέρνησης και ιδίως του Πρωθυπουργού, όποιος πολιτικός εικάζεται ότι βλέπει τις μίζες να περνούν δίπλα του και να μην αντιδρά, είναι υπόλογος. Και σύμφωνα με την πρακτική της Δικαιοσύνης αλλά και της αρμόδιας Αρχής, θα πρέπει να ανοίγονται και να ελέγχονται οι λογαριασμοί των εμπλεκόμενων πολιτικών ακόμη και για να αρθεί η όποια σκιά θα μπορούσε να υπάρξει για ξέπλυμα ύποπτης προέλευσης χρημάτων, αδίκημα το οποίο δεν υπόκειται σε παραγραφή.

Αν δεν υπάρχει πολιτική σκοπιμότητα, με ποιο σκεπτικό στην περίπτωση ενός πρώην πρωθυπουργού, του κ. Σημίτη, ανοίγονται οι λογαριασμοί με βάση τους αναπόδεικτους ισχυρισμούς ενός αμφιλεγόμενου προσώπου από το 2005 ενώ στην περίπτωση του Προέδρου της Δημοκρατίας αγνοείται ένα βούλευμα του 2017 που περιέχει συγκεκριμένες και ευθείες κατηγορίες; Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ο εισαγγελέας εφετών Στ. Κωσταρέλος έχει κάποιου είδους εμμονή με τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά αυτό σίγουρα δεν μπορεί να το επικαλεστεί η κυβέρνηση, η οποία αποδέχθηκε – αν δεν υποδαύλισε – την πρότασή του προ δύο μηνών (Σεπτέμβριος 2018) προς το Συμβούλιο Εφετών, να παραπεμφθεί ξανά σε δίκη ο πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέας Γεωργίου για το κακούργημα της ψευδούς βεβαίωσης, την κατηγορία δηλαδή περί διόγκωσης του ελλείμματος του 2009, με αποτέλεσμα να υπαχθεί η χώρα σε μνημόνια”.

Η ανακοίνωση

Όπως ήταν λογικό το Κίνημα Αλλαγής εξέδωσε ανακοίνωση με αφορμή το δημοσίευμα, στοχοποιώντας όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά και την περίοδο Καραμανλή. Αναλυτικά η ανακοίνωση τονίζει: “Η Δικαιοσύνη οφείλει  να είναι τυφλή και όχι μονόφθαλμη. Όλα στο φως, για όλους και για όλα. Από το δημοσίευμα της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ», προκύπτει ότι αυτά, για την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δεν ισχύουν. Κινείται με σχέδιο εξόντωσης αντιπάλων και κάλυψης ημετέρων και συμμάχων.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, σε Δικαστικό Βούλευμα του 2017, ο εισαγγελέας αποδίδει συγκεκριμένες ευθύνες για ζημιά του Δημοσίου, 147 εκατομμυρίων ευρώ, από πράξεις και παραλείψεις τριών Υπουργών της Κυβέρνησης Καραμανλή 2004-09 κατά την παραλαβή του συστήματος ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων. Η δικογραφία αυτή ουδέποτε γνωστοποιήθηκε στη Βουλή, αμελλητί, όπως προβλέπεται, παρά το ότι προέκυψε η εμπλοκή πολιτικών προσώπων. Και επίσης καμία ανεξάρτητη αρχή δεν διέταξε να γίνει έρευνα.

Ρωτάμε: Ποιος και με ποιού εντολή ανέλαβε την ευθύνη της απόκρυψης της υπόθεσης; Περιμένουμε άμεσα απάντηση”.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα