Το νερό νεράκι λέει ο πρωτογενής τομέας παραγωγής

Η αγροτική πολιτική σε επίπεδο φαντασιακού παραμένει δυστυχώς, για τον μέσο Έλληνα πολίτη, λαγκάδια και προβατάκια, που βελάζουν αμέριμνα στα ελληνικά βουνά. Κι όμως, ένας βασικός άξονας για την ανάπτυξη της Γεωργίας, της Κτηνοτροφίας και της Αλιείας είναι η ορθολογική διαχείριση των υδάτων. Ενός πόρου, που δεν είναι ανεξάντλητος, συνδέεται με τη διεθνή πολιτική σκηνή, αφού πολλά από τα ελληνικά εσωτερικά νερά (ποτάμια, λίμνες) έχουν συνδιαχείριση με βαλκανικές χώρες, ενώ με την Κλιματική Αλλαγή η κατάσταση επιδεινώνεται.

Της Άννας Στεργίου (*)

Η επιτροπή Περιβάλλοντος της Βουλής με επικεφαλής την Κατερίνα Ιγγλέζη έχει ασχοληθεί επανειλημμένα με τη διαχείριση του νερού, η οποία υπάγεται στην Ειδική Γραμματεία Υδάτων, ενώ την πολιτική εποπτεία έχει το υπουργείο Περιβάλλοντος. Ουσιαστικά όμως η Ειδική Γραμματεία Υδάτων είναι «κουτσό άλογο», λόγω κατακερματισμού αρμοδιοτήτων στις υδάτινες διαδρομές (Αποκεντρωμένες Περιφέρειες, δήμοι, Περιφέρειες, υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για έργα υποδομών κ.ά.).

Χωρίς πλάνο για το νερό, δεν μπορεί ν’ ασκήσει κάποιος αγροτική πολιτική. Ιδίως, όταν στη χώρα μας γύρω στο 85% χρησιμοποιείται σε αρδεύσεις. Ούτε όταν δεν υπάρχει εγχώρια στρατηγική για το πόσιμο νερό σε ό,τι αφορά στον τουρισμό, ο οποίος κατά κανόνα αναπτύσσεται σε άνυδρες περιοχές, όπως είναι τα νησιά.

Αν σκεφτούμε, δε, ότι τα ζώα καταναλώνουν σημαντικές ποσότητες πόσιμου νερού και η Ελλάδα έχει περίπου 100.000 αγελάδες, που πίνουν το καλοκαίρι περίπου 100 λίτρα νερό έκαστη, και γύρω στα 10.000.000 πρόβατα, τα οποία καταναλώνουν περί τα 10 λίτρα νερό τον χειμώνα και περί τα 20 λίτρα νερό το καλοκαίρι, αντιλαμβανόμαστε πως οι ανάγκες σε νερό είναι πολλαπλάσιες για την Κτηνοτροφία και μεταβάλλονται εποχιακά. Επιπλέον, επιβάλλεται για λόγους υγιεινής ο συχνός καθαρισμός των κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων.

 

Μέριμνα για εσωτερικά νερά

Την ίδια στιγμή, ούτε αλιευτική πολιτική μπορεί να γίνει με αξιώσεις, χωρίς πολιτική για το νερό. Από τη δεκαετία του ’80 κι έπειτα η Ελλάδα μπήκε δυναμικά στον παγκόσμιο χάρτη του ψαριού ιχθυοκαλλιέργειας και η οστρακοκαλλιέργεια που πήραν τα πάνω τους.

Παρά ταύτα, έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια και το ελληνικό ποιοτικό ψάρι, ενώ έχει σημαντικό μερίδιο στις εξαγωγές, δεν έχει βρει τον δρόμο του. Οι ιχθυοκαλλιέργειες μονίμως καρκινοβατούν, γιατί ανταγωνίζονται τον τουρισμό και τις οικιστικές δράσεις, ενώ και οι ψαράδες τις αντιμετωπίζουν εχθρικά, μολονότι δεν απευθύνονται στο ίδιο αγοραστικό κοινό. Κι ενώ βήματα έχουν γίνει σημαντικά από το υπουργείο Περιβάλλοντος για το χωροταξικό, μοιάζουν αποσπασματικά, σε σχέση με το συνολικό πρόβλημα της διαχείρισης του νερού.

 

34 χρόνια μετά…

Πριν από λίγες ημέρες, για πρώτη φορά στα 34 χρόνια ίδρυσης και λειτουργίας στη χώρα η υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Ολυμπία Τελιγιορίδου, αρμόδια για την Αλιεία, επισκέφθηκε μονάδες ιχθυοκαλλιεργειών στη Θεσπρωτία και ξεναγήθηκε σε υπό κατασκευή μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας. Πρόκειται για επένδυση Ελληνοαυστραλών ομογενών, ύψους 12,6 εκατ. ευρώ, η οποία αναμένεται να δημιουργήσει 60 θέσεις εργασίας. Η υφυπουργός υποσχέθηκε πως βρίσκεται στο τελικό στάδιο υπογραφής η θεσμοθέτηση περιοχής οργανωμένης ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών στην Πιερία και μετά παίρνει σειρά η Θεσπρωτία.

Είθε να δει η πολιτεία τα οφέλη, αλλά να τρέξει και τις διαδικασίες. Διότι, την προ μνημονίων εποχή, χρειάστηκε εταιρεία σε άλλον νομό της Ηπείρου, για να πάρει άδεια εκτροφής οξύρρυγχου από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, να περάσουν 12 χρόνια!

Η υδατοκαλλιέργεια μόνο στη Θεσπρωτία ανέρχεται σε 12.000 τόνους ψαριού ετησίως συνεισφέροντας 60 εκατ. ευρώ στην εθνική οικονομία. Κι ενώ φαινομενικά η τοπική οικονομία βασίζεται στην αιγοπροβατοτροφία, ο εν λόγω κλάδος φθίνει λόγω της κατρακύλας στην τιμή του γάλακτος αλλά κι εξαιτίας του υψηλού ποσοστού γήρανσης του αγροτικού πληθυσμού και των μικρών κοπαδιών, που ενίοτε καθιστούν ασύμφορη την εκτροφή τους.

Την ίδια στιγμή, ο κόσμος αποφεύγει να στρέψει τα παιδιά του σε παραγωγικές δραστηριότητες, όπως είναι οι ιχθυοκαλλιέργειες. Το παράδοξο είναι πως λεφτά στο Ταμείο Αλιείας υπάρχουν και για αλιείς και για ιχθυοκαλλιεργητές.

 

Ζητούμενο η εκπαίδευση στην παραγωγή

Ακόμη, όμως, και η Ευρωπαϊκή Ένωση, που υποτίθεται ότι δίνει προτεραιότητα σε ζητήματα περιβάλλοντος, βλέπει επιδερμικά το θέμα του νερού. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, όταν εμπλέκονται στη διαχείριση νερού ξένες χώρες, όπως π.χ. η γειτονική Βουλγαρία. Εβρίτες πολίτες βρίσκουν στο ποτάμι στην κυριολεξία ό,τι να ’ναι, ενώ οι Έλληνες ψαράδες του Αιγαίου βρίσκονται μονίμως αντιμέτωποι με Τούρκους συναδέλφους τους, οι οποίοι συστηματικά παρανομούν, εξαντλώντας τα ιχθυοαποθέματα.

Με ποιους όρους λοιπόν να κάνουμε πολιτική για το νερό; Με αποσπασματικά έργα για αρδεύσεις, αντί για έναν ενιαίο φορέα, που να μπορεί να έχει ένα σημαντικό αποτέλεσμα; Με εγκαταστάσεις πεπαλαιωμένες; Με αγρότες που χρωστούν τα μαλλιά της κεφαλής τους στους ΤΟΕΒ και τους ΓΟΕΒ; Ή με έργα, που οι τεχνικές μελέτες τους αγνοούν βασικές αρχές, όπως συνέβη στην Μάνδρα ή μελέτες, που αγνοούν επιδεικτικά τα ψάρια;

Αντίστοιχα, οι ιχθυοκαλλιέργειες στη χώρα μας πατούν σε δυο βάρκες, η μία είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και η άλλη οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου, οι οποίες ταλαιπωρούν οικτρά τους μικρούς παίκτες λόγω του υπερδανεισμού τους, κατεβάζοντας τις τιμές συχνά και κάτω του κόστους.

Η Κλιματική Αλλαγή βάζει νέους όρους στο παιχνίδι. Κι η Ελλάδα χρειάζεται να κάνει μακρόπνοο σχεδιασμό για το νερό και να σχεδιάσει νέες πολιτικές. Το θέμα της αύξησης της αρδευόμενης γης πρέπει ν’ αποτελέσει βασική προτεραιότητα.

Αυτό προϋποθέτει και νέα γνωστικά αντικείμενα στην εκπαίδευση αλλά και νέο ολοκληρωμένο σχεδιασμό, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη όλες τις υπαρκτές παραγωγικές δραστηριότητες με ορίζοντα εικοσαετίας, εισάγοντας νέο μοντέλο διαχείρισης νερού και βελτίωση της ποιότητάς του. Είναι αδιανόητο να πληρώνει κάθε Έλληνας πολίτης νέες επικαιροποιημένες μελέτες, ξανά και ξανά, κι αυτές να κάθονται στα συρτάρια κάνοντας διαρκώς μία… τρύπα στο νερό!

(*) Η Άννα Στεργίου είναι κοινοβουλευτική συντάκτρια, εξειδικευμένη σε θέματα Αγροτικής Ανάπτυξης και συγγραφέας

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα