Το οφίτσιο της ανυπακοής

Έχουμε να αντιπαρατεθούμε με την ουσία μίας νοοτροπίας ανυπακοής, που εν προκειμένω καθίσταται απειλητική για τη δημόσια υγεία.

Συμπληρώθηκε ήδη η πρώτη εβδομάδα ημι-ελευθερίας από την υγειονομική καραντίνα και όσοι επέμεναν ότι η επιστροφή στην κανονικότητα θα είναι εξαιρετικά δυσκολότερη τεχνικά από ό,τι ήταν η σκληρή απόφαση του καθολικού lockdown δικαιώνονται πανηγυρικά.

Η δυσκολία δεν έχει να κάνει μόνο με το τεχνικό κομμάτι του εγχειρήματος, του πώς δηλαδή θα είναι υγειονομικά ασφαλής και οικονομικά βιώσιμη η επαναλειτουργία του εστιατορίου, της καφετέριας, του ξενοδοχείου ή του σχολείου. Σχετίζεται και με διάφορες πολιτικο-κοινωνικές αντιλήψεις που ναρκοθετούν μία περίπλοκη από τη φύση της διαδικασία όπως είναι η τήρηση των περιοριστικών μέτρων που κάποιοι «ξεχνούν» ότι παραμένουν σε ισχύ.

Θα αλλάξουν, άραγε, την εικόνα της παραδειγματικής συμπεριφοράς της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών, οι άμυαλοι νεαροί και νεαρές της πλατείας στην Αγία Παρασκευή, οι αχαλίνωτοι της διασκέδασης που τα έπιναν έξω από το αναψυκτήριο στη Δεξαμενή στο Κολωνάκι, ή οι κοντράκηδες στην παραλιακή;

Πιθανότατα όχι. Αλλά εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το «φαίνεσθαι». Έχουμε να αντιπαρατεθούμε με την ουσία μίας νοοτροπίας ανυπακοής, που εν προκειμένω καθίσταται απειλητική για τη δημόσια υγεία.

Κι αυτό δεν το θέλει ούτε ο Θεός ούτε ο… Μαρξ, που είδε τους Έλληνες οπαδούς του να παρελαύνουν σε υγειονομικό σχηματισμό ασφαλείας την Πρωτομαγιά στο Σύνταγμα μη τυχόν και κατηγορηθούν για έλλειψη αγωνιστικού φρονήματος. Ενοχλήθηκαν μάλιστα διάφοροι εντός και εκτός Περισσού για την κριτική που ασκήθηκε στο κόμμα, κυρίως από τα ΜΜΕ και στα social media, ανταπαντώντας με το πιπίλισμα της γνωστής καραμέλας περί αντικομμουνιστικού μένους.

Ξεχνούν, φυσικά, οι υπερασπιστές των εργατικών δικαιωμάτων –τους το θύμισε πριν από λίγες ημέρες σε ένα άρθρο της η Σοφία Βούλτεψη– μία άλλη Πρωτομαγιά στο μακρινό Κίεβο, το 1986. Για όσους έχουν καλή μνήμη, είναι η χρονιά που στην ουκρανική περιφέρεια της τότε Σοβιετικής Ένωσης «έσκασε» το πυρηνικό εργοστάσιο του Τσέρνομπιλ.

Τέσσερις ημέρες πριν από εκείνη την εργατική Πρωτομαγιά, στις 26 Απριλίου, είχε γίνει το ατύχημα που στιγμάτισε ολόκληρο τον πλανήτη και ενώ στον αέρα και τη γη της Νέας Ιερουσαλήμ (το ανεπίσημο παρατσούκλι του Κιέβου) έκοβες με το… μαχαίρι τη ραδιενέργεια, χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά παρήλασαν σχεδόν αναγκαστικά, αφού οι κομισάριοι στις γειτονιές κρατούσαν απουσιολόγιο.

Τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι κανείς δεν ξέρει. Αν και πόσοι πέθαναν, πόσοι εκτοπίστηκαν και αντιμετωπίστηκαν ως μιαροί «τσερνόμπιλτσι» (σ.σ. έτσι λένε οι μαρτυρίες ότι αποκαλούσαν αυτούς που προέρχονται από το Τσέρνομπιλ) κανείς δεν μπορεί να το πιστοποιήσει.

Το σίγουρο είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν καταγραφεί σε καμιά λίστα πεσόντων του εργατικού κινήματος. Άλλωστε, στην εποχή τους και στη χώρα τους η ανυπακοή ήταν επικίνδυνο οφίτσιο και όχι κληρονομικό –άγνωστο πώς– δικαίωμα λίγων και εκλεκτών όπως συμβαίνει με πολλούς στη σύγχρονη Ελλάδα.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα