Το παιδί του πολέμου στην κορυφή του κόσμου

Ο Λούκα Μόντριτς αναδείχθηκε κορυφαίος ποδοσφαιριστής στο Μουντιάλ της Ρωσίας οδηγώντας την Κροατία στον τελικό

Η Γαλλία μπορεί να στέφθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια στα γήπεδα της Ρωσίας, αλλά ο βασιλιάς ήταν Κροάτης. Ο Λούκα Μόντριτς αναδείχθηκε δικαιωματικά κορυφαίος ποδοσφαιριστής του Μουντιάλ. Ο μαέστρος της μπάλας πήρε στις πλάτες του την Κροατία και την οδήγησε με τη συμμετοχή της στον τελικό, στη μεγαλύτερη διάκριση της ιστορίας της. Δύο πόντους ψηλότερος από τον Λίονελ Μέσι (1.72 μ. έναντι 1.70 του Αργεντινού), αλλά έξι κιλά πιο ελαφρύς (66 έναντι 72), ο αέρινος αρχηγός που δεν σου γεμίζει το μάτι, δικαιωματικά έβαλε υποθήκη για τη Χρυσή Μπάλα.

Στις 26 Μαΐου σήκωσε το Champions League με τη Ρεάλ Μαδρίτης. Το τρίτο σερί, ρεκόρ που δεν υπάρχει άλλο σαν και αυτό στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Την περασμένη Κυριακή στη Μόσχα, έφθασε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, με την Κροατία, μια χώρα με λίγο παραπάνω από 4 εκατ. πληθυσμό, την πρώτη στην ιστορία των Βαλκανίων που οδηγήθηκε τόσο ψηλά.

Ο Λούκα Μόντριτς (9 Σεπτεμβρίου 1985) είναι γνωστός για την τεχνική του κατάρτιση, τον έλεγχο της μπάλας, τις πάσες του και την τοποθέτησή του. Ένας δημιουργικός παίκτης που δεν κάνει τα… ταχυδακτυλουργικά του Μέσι ή του Ρονάλντο, αλλά είναι ικανός από το πουθενά να αλλάξει ολόκληρο το παιχνίδι.

Μπορεί να γεννήθηκε με μια… μπάλα στα πόδια, αλλά ένα καχεκτικό παιδάκι δύσκολα το εμπιστεύεται κάποιος. Ακόμη και αν βλέπεις ότι το έχει στο αίμα του. «Ήταν αδύνατος και μικροσκοπικός για την ηλικία του, αλλά μπορούσες να διακρίνεις αμέσως ότι είχε κάτι το ξεχωριστό. Παρ’ όλα αυτά, κανείς μας δεν πίστευε ότι μια μέρα θα γινόταν ο ποδοσφαιριστής που είναι σήμερα», δήλωσε γι’ αυτόν ο πρόεδρος της NK Zαντάρ, Γιόσιπ Μπάιλο.

Ο Λούκα είχε μόνιμα μια μπάλα την οποία συνήθιζε να κλοτσάει στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου που φιλοξενούσε την οικογένειά του. Σ’ εκείνα τα χρόνια του πολέμου, όπου όπως είπε ο προπονητής του στη Ζαντάρ Τόμισλαβ Μπάσιτς:

«Ήμασταν πάντα φοβισμένοι, καθώς χιλιάδες χειροβομβίδες έπεφταν από τους παρακείμενους λόφους μέσα στο γήπεδο όπου κάναμε προπόνηση κι εμείς τρέχαμε να καλυφθούμε. Το ποδόσφαιρο ήταν η διαφυγή μας από την καθημερινότητα». 

Μάλιστα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τα πιτσιρίκια θα έφευγαν όσο πιο γρήγορα γινόταν από το γήπεδο σε περίπτωση βομβαρδισμού, ο Μπάσιτς μαζί με τους υπόλοιπους προπονητές της Ζαντάρ είχαν σκαρφιστεί την απονομή του βραβείου τού «ήρωα της ημέρας» στο παιδί που θα έφτανε πρώτο και με ασφάλεια στο καταφύγιο.

Με την πάροδο του χρόνου, τα ολμοβόλα και οι χειροβομβίδες σίγησαν και η ζωή βρήκε τους κανονικούς της ρυθμούς. Ο Μόντριτς συνέχισε να κάνει αυτό που ήξερε καλά, να παίζει ποδόσφαιρο. Δεν τον ένοιαζε που ήταν μικρόσωμος, ήξερε ότι ήταν καλύτερος απ’ όλους.  Σε εφηβική ηλικία δοκιμάστηκε στην ομάδα της καρδιάς του, τη Χάιντουκ Σπλιτ. Τον απέρριψαν, λέγοντάς του να ξαναδοκιμάσει την επόμενη χρονιά… Ήταν η εποχή που σκέφτηκε να παρατήσει το ποδόσφαιρο.

Υπάρχουν όμως κάποιοι άνθρωποι στο ποδόσφαιρο που το λατρεύουν και προσφέρουν όσα περισσότερα μπορούν από τη ζωή τους στα μικρά παιδιά. Για καλή του τύχη, τον πήρε υπό την προστασία του ο Μπάσιτς. Ο επικεφαλής των τσικό τής Zαντάρ τον ανέλαβε προσωπικά, προσέλαβε γυμναστή και ήταν πάντα εκεί για να τον ενθαρρύνει και να τον συμβουλεύει.

Ο Μόντριτς συνήθιζε να τον αποκαλεί «δεύτερο πατέρα του» και όταν ο Μπάσιτς πέθανε τον Φεβρουάριο του 2014 βυθίστηκε στο πένθος. Τρεις μήνες αργότερα, μετά τον θρίαμβο της Ρεάλ στον τελικό του Champions League, έσπευσε να αφιερώσει την επιτυχία του στον παλιό του δάσκαλο: «Χωρίς αυτόν δεν θα βρισκόμουν εδώ που είμαι σήμερα». Η πορεία του Μόντριτς από το Ζάγκρεμπ στο Λονδίνο και από εκεί στη Μαδρίτη είναι γνωστή στους περισσότερους ποδοσφαιρόφιλους. Mέσα σ’ αυτά τα χρόνια ο Κροάτης ποδοσφαιριστής κέρδισε τα πάντα σε διασυλλογικό επίπεδο. Λίγο έλειψε και σε εθνικό.

 Η εκτέλεση του παππού του

Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έσπευσαν ν’ αποκαλέσουν αβασάνιστα «φασίστες» τους Κροάτες. Τα δεινά του πολέμου δεν έχουν ιδεολογίες. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας συνοδεύτηκε από σφαγές ένθεν κακείθεν. Το 1991, στα έξι του χρόνια, ο Λούκα είδε να καίνε το σπίτι του οι Σέρβοι εθνικιστές, να δολοφονούν τον παππού του, τον άνθρωπο που τον μεγάλωσε αφού οι γονείς του δούλευαν όλη μέρα. Στο μικρό χωριό Μόντριτσι έζησε από μικρός τα χειρότερα του πολέμου. Ο παππούς Λούκα Μόντριτς ήταν νεκρός και ο 6χρονος εγγονός του θα «κουβαλούσε» για πάντα αυτές τις εικόνες….

Το Μόντριτσι ήταν ένα μικρό χωριό στις παρυφές του Βελεμπίτ, 45 χιλιόμετρα βόρεια του Ζαντάρ. Το μεγάλο χωριό Ζάτον Ομπροβάτσκι είχε 126 κατοίκους. Το Μόντροτσι δεν… υπήρχε στον χάρτη, καθώς τόσες έφθαναν να ήταν οι… κατσίκες του, που ξεπερνούσαν κατά πολύ τους κατοίκους. Αυτές που συντρόφευαν τον Λούκα στο βουνό, μέχρι να ζήσει τη φρίκη του πολέμου.

Η ζωή του σημερινού σούπερ σταρ έχει γίνει βιβλίο με τίτλο «Ο γιος του πολέμου». Και όχι, δεν ήταν υπερβολή, κάτι τσιτάτο για τις πωλήσεις. Εξ ου και ακολούθησε ντοκιμαντέρ του ισπανικού Canal Plus. Αν ζητήσετε από τον ίδιο να περιγράψει το ταξίδι του, θα σας πει: «Όταν πιστεύεις στον εαυτό σου, όλα γίνονται πιο εύκολα». Πώς, όμως, μπορείς να πιστέψεις στον εαυτό σου, όταν έχεις γεννηθεί στη μέση τού πουθενά;

Στις 18 Δεκεμβρίου 1991, εν μέσω του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία που έκανε αδέλφια να γίνουν εχθροί, ένας κάτοικος του Μόντριτσι, ο Λούκα Μόντριτς εκτελέστηκε στο Γιέσενις (το κέντρο της περιφέρειας) από πυρά Σέρβων ανταρτών, μαζί με πέντε μεγαλύτερους σε ηλικία πολίτες. Το μέρος αυτό δεν επελέγη τυχαία για τις δολοφονίες. Ήταν εκείνο που ένωνε τη Σερβία με την Κροατία, και οι Σέρβοι εθνικιστές ήθελαν να κόψουν κάθε σύνδεση. Μετά τη σύλληψη του Mόντριτς έκαψαν το σπίτι του. Αυτό στο οποίο έμενε με τον γιο του, μηχανικό αεροπλάνων και πρώην ποδοσφαιριστή, και τη νύφη του, υπάλληλο σε βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας. O παππούς Λούκα ουσιαστικά μεγάλωσε τα παιδιά του ζευγαριού (ο Λούκας τζούνιορ, η Τζασμίν και η Ντιόρ), που δούλευε νυχθημερόν για να καλύψει τα έξοδα.

Ο πατέρας του πήρε την οικογένεια και έφυγαν για να σωθούν. Κι έπραξε ορθά, καθώς το 1993 δολοφονήθηκαν άλλοι επτά κάτοικοι του Mόντριτσι.

Η φαμίλια του πρωταθλητή Ευρώπης (με τη Ρεάλ Μαδρίτης) και του δευτεραθλητή κόσμου (με την Κροατία), έγιναν πρόσφυγες και βρήκαν καταφύγιο σε ξενοδοχείο του Kολοβάρε. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό, δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό. Αυτό που υπήρχε, ήταν βόμβες και σφαίρες, ο θόρυβος των οποίων «γέμιζε» την καθημερινότητα των παιδιών από το πρωί έως το βράδυ. Ο Λούκα θυμάται τους γονείς του να του λένε να προσέχει πού πατά, «γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να ’χουν τοποθετηθεί νάρκες».

Αυτό δεν τον σταμάτησε από το να κλωτσά την μπάλα του, γύρω από το ξενοδοχείο. Να ονειρεύεται πως μια μέρα θα παίζει σε γεμάτα γήπεδα. Χρόνια μετά, είπε στην κροατική ιστοσελίδα jutarnji.hr ότι «φυσικά και θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τι ζήσαμε. Αλλά δεν είναι πράγματα που θες να θυμάσαι. Ή να σκέφτεσαι. Προτιμώ να λέω πως όταν είσαι παιδί δεν σκέφτεσαι τον πόλεμο, τα προβλήματα, τις κακουχίες. Από την ημέρα που φτάσαμε στο πρώτο ξενοδοχείο, στο Kολοβάρε, έκανα φίλους, τους οποίους έχω μέχρι σήμερα! Ήταν επίσης παιδιά οικογενειών που είχαν εκδιωχθεί. Μαζί παίζαμε ποδόσφαιρο”. Για πλάκα, «ώσπου όταν έγινα 7 ο πατέρας μου με πήγε σε μια τοπική ομάδα».

Πολύ αργότερα έμαθε πως για να αποκτήσει δελτίο στη ΝΚ Zαντάρ, οι γονείς του έδωσαν τα τελευταία τους λεφτά. «Δεν μας άφηναν να δούμε πόσο δύσκολα τα “βγάζουν” πέρα. Καταλαβαίναμε, όμως, πως θυσιάζουν δικές τους ανάγκες για εμάς. Κυρίως για εμένα. Το πάθος μου για το ποδόσφαιρο ήταν η διέξοδος μου από αυτά που ζούσα».

Στην πρώτη του ομάδα θυμούνται ένα κοντό, αδύνατο –έως ασθενικό– παιδί μικρό, φοβισμένο.

Τα παιδιά της Ζαντάρ συγκέντρωναν το ενδιαφέρον πολλών άλλων ομάδων. Όχι, όμως, ο Λούκα. Δεν είχε ζήτηση, γιατί όλοι στέκονταν στο πόσο μικροσκοπικός ήταν.

Με πολύ κόπο, ο πατέρας του Λούκα μάζεψε χρήματα ώστε να πάει σε τουρνουά στην Ιταλία να δοκιμαστεί στη Χάιντουκ. Επειδή δεν έφταναν τα χρήματα για επικαλαμίδες, του έφτιαξε ο ίδιος, από ξύλο. Στην Ιταλία, το μόνο που άκουγε ήταν πως «δεν θα πας πουθενά, γιατί είσαι εύθραυστος»!

Με το τέλος του πολέμου (2001) η οικογένειά του μπορούσε να επιστρέψει στο Mόντριτσι. Μετακινήθηκε, αλλά για το Zαντάρ, ώστε να βοηθήσει τον Λούκα να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Χώρεσαν σε ένα διαμέρισμα με δύο δωμάτια. Στήριξαν το παιδί, που την ίδια ώρα αντιμετωπιζόταν από τους αντιπάλους του με τον πλέον σκληρό τρόπο. «Θυμάμαι σε ένα τουρνουά, υπήρχαν καθαρά χτυπήματα, αλλά ο διαιτητής αδιαφορούσε. Κατάλαβα πως όποιος επιβιώσει από αυτήν τη διαδικασία, θα μπορεί να αγωνιστεί παντού».

Το 1996 τον εντόπισε ο Ζντράβκο Μάμιτς, πρόεδρος της Ντιναμό Ζάγκρεμπ, ο οποίος του έδωσε το παρατσούκλι «αόρατος». Έδωσε εντολή να τον παρακολουθούν στενά, πριν του δώσει και το πρώτο του συμβόλαιο, το 2000. Ήταν 15 χρόνων. Η συνέχεια ονειρική. Έγινε διεθνής σε όλες τις μικρές Εθνικές, το 2008 πήγε στην Τότεναμ, χωρίς να ξέρει λέξη αγγλικά και το 2012 έγινε μέλος της Ρεάλ Μαδρίτης.

«Ο πόλεμος με έκανε πιο δυνατό. Όσα περάσαμε με την οικογένειά μου, με έκαναν πιο δυνατό. Μόνο που δεν θέλω να σέρνω αυτές τις εικόνες και τις εμπειρίες για πάντα μαζί μου. Όπως και δεν θέλω να τις ξεχάσω, γιατί με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα. Με έκαναν να πιστεύω στον εαυτό μου. Να είμαι βέβαιος πως θα ανταποκριθώ σε κάθε πρόκληση. Ξεκίνησα από το μηδέν έως εδώ που είμαι τώρα. Δεν προσπέρασα βήματα. Αυτό που έδωσε σταθερότητα και την ασφάλεια που νιώθω σήμερα, κάθε φορά που παίζω σε μεγάλο τουρνουά».

Με πολύ κόπο και δουλειά έφτασε να λογίζεται ως ο κορυφαίος χαφ το 2018. Θα γίνει και ο κορυφαίος του κόσμου σε όλες τις θέσεις; Τον Σεπτέμβριο θα γίνει 33. Η Ρεάλ Μαδρίτης το 2012 δαπάνησε για τον Κροάτη 30 εκατ. ευρώ για να τον αποκτήσει από την Τότεναμ. Έχει συμβόλαιο μαζί του μέχρι το 2020 και μοιάζει σίγουρο ότι θα παίζει για πολλά-πολλά χρόνια ποδόσφαιρο. Γιατί έχει σφυρηλατηθεί στα δύσκολα, μεγάλωσε σε κακουχίες και ξέρει να επιβιώνει.

Ο Λούκα παντρεύτηκε το 2010 τη Βάνια Μπόσνικ, που είναι τρία χρόνια μεγαλύτερή του. Έχουν τρία παιδιά, τον Ιβάνο, την Έμα και τη Σοφία. Το… μυστικό του Λούκα; Αφεντικό σε όλα είναι η Βάνια. Μάλιστα, είναι και η μάνατζέρ του καθώς δούλευε στο πρακτορείο που τον εκπροσωπούσε!

 

Πλήρωσε για να μην μπει φυλακή

 

Τον περασμένο Ιανουάριο ο Λούκα Μόντριτς πέρασε από μια μεγάλη περιπέτεια. Η υπόθεση φοροδιαφυγής του Κροάτη άσου της Ρεάλ Μαδρίτης έκλεισε, αφού προηγουμένως κατέβαλε στο ισπανικό Δημόσιο ένα εκατομμύριο ευρώ.

Ο Μόντριτς προσήλθε στο δικαστήριο της πόλης Αλκομπέντας στα βόρεια προάστεια της Μαδρίτης, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Βάνια, που και αυτή κατηγορείται για φοροδιαφυγή.

Ο Κροάτης διεθνής υποστήριξε την αθωότητά του, όμως προκειμένου να αποφύγει τη φυλάκιση κατέβαλε ένα εκατομμύριο ευρώ.

Η κατηγορία κατά του 32χρονου άσου της Ρεάλ ήταν ότι απέκρυψε από την εφορία 880.000 ευρώ τη διετία 2013-14.

 

Ο Μόντριτς στον Βέρτη

Τον περασμένο Νοέμβριο η Κροατία έπαιρνε ισοπαλία 0-0 από την Εθνική μας ομάδα στο «Καραϊσκάκης» και σε συνδυασμό με τη νίκη της 4-1 στο πρώτο παιχνίδι μπαράζ σφράγιζε το εισιτήριο για το Μουντιάλ της Ρωσίας. Μετά την πρόκριση επί της Εθνικής μας, οι αστέρες της Κροατίας, Μόντριτς, Πέρισιτς και Βρσάλικο είπαν να το… γιορτάσουν γνωρίζοντας την αθηναϊκή νύχτα.

Έτσι, πήραν τους  συμπατριώτες τους και πρώην άσους του Παναθηναϊκού Πέτριτς, Πράνιτς και Σίλντενφελτ και πήγαν στο κέντρο όπου τραγουδάει ο Νίκος Βέρτης, όπου γλέντησαν με την ψυχή τους.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα