«Έπαιξαν θέατρο σκιών στις πλάτες μας»
«Κανείς να μη ζήσει αυτό που βιώσαμε, να νιώθεις τη μυρωδιά του καμένου», λέει μάρτυρας στη δίκη για το Μάτι
Την κόλαση που βίωσε η οικογένειά του όταν το καλοκαίρι του 2018 το Μάτι τυλίχτηκε στις φλόγες αλλά και τις τραγικές συνθήκες κατά τις οποίες έχασε την 85χρονη μητέρα του, περιέγραψε σήμερα καταθέτοντας στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική τον Ιούλιο του 2018, ο κ. Παν. Κωνσταντάκης, δικηγόρος. Όπως είπε ο μάρτυρας, η ηλικιωμένη μητέρα του κάηκε ενώ σκόνταψε στις ρίζες ενός πεύκου και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, αναγκάστηκαν να την αφήσουν πίσω, προκειμένου να σώσουν τις ζωές τους.
Ο μάρτυρας ο οποίος όταν ξέσπασε η πυρκαγιά βρίσκονταν στη Γλυφάδα στο γραφείο του, είπε αρχίζοντας την κατάθεσή του: «Άνοιξα την τηλεόραση και είδα τη Μαραθώνος να καίγεται, 50 μέτρα από το πατρικό μου σπίτι. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Επικοινώνησα γύρω στις 7:10 με τον γαμπρό μου και μου είπε ότι ο ίδιος μαζί με την αδελφή μου βρίσκονταν σε μια μικρή παραλία και ήταν καλά. Μέσα από το τηλέφωνο όμως άκουγα κραυγές και εκρήξεις. Άκουγα την αδελφή μου και καταλάβαινα ότι ήταν σε κατάσταση άσχημη. Ρώτησα για τα παιδιά και μου είπε ότι κατευθύνθηκαν προς άλλη κατεύθυνση. Ρώτησα για τη μητέρα μου. Μου απάντησε «δυστυχώς δεν τα κατάφερε».
Συνεχίζοντας τη συγκλονιστική κατάθεσή του, ο μάρτυρας ανέφερε: «Ξεκίνησαν να φύγουν από το σπίτι όταν έπεσε το ρεύμα γύρω στις 6: 20 το απόγευμα. Μπήκαν στο αυτοκίνητο να φύγουν λόγω της μητέρας μου, η οποία ήταν 85 ετών. Ξεκίνησαν να πάνε αριστερά προς Νέα Μάκρη. Είδαν ότι τα αυτοκίνητα τα διοχέτευαν μέσα στο Μάτι. Βλέποντας τα αυτοκίνητα να είναι μποτιλιαρισμένα η αδελφή μου έκανε δεξιά. Τα παιδιά της πήγαν αριστερά. Εκείνη τη στιγμή χωρίστηκε η οικογένεια. Ο γαμπρός μου πήγε με την αδελφή μου και τη μάνα μου. Κάποια στιγμή άφησαν το αυτοκίνητο σε μια πυλωτή και ξεκίνησαν από εκεί να πάνε προς τη παραλία για να σωθούν…. Περπάτησαν γύρω στα 150 μέτρα μέσα στον καπνό. Σε ένα σημείο υπήρχε ένα πεύκο μεγάλο και σε μια από τις ρίζες σκόνταψε η μητέρα μου. Η αδελφή μου προσπάθησε να την πάρει. Η φωτιά όμως την χτύπησε. Την έκαψε εκείνη τη στιγμή, είχε χάσει τις αισθήσεις της. Προσπαθούσαν να την κρατήσουν, αναγκάστηκαν τελικά να φύγουν για να σωθούν. Περπάτησαν αλλά 40 μέτρα. Κατέβηκαν σε μια παραλία και παρέμειναν εκεί μέχρι τις 12:30 το βράδυ, χωρίς να ασχοληθεί ποτέ κανείς μαζί τους. Δεν μπορούσαν ούτε να επικοινωνήσουν με τα παιδιά τους. Κατά τις 12:30 εμφανίστηκαν κάποιοι που μάλλον ήταν της Πυροσβεστικής. Άκουγαν τις φωνές και μπήκαν στη διαδικασία να κατέβουν στην παραλία. Ξεκίνησαν να τους ανεβάζουν επάνω θεωρώντας ότι δεν υπάρχει πια φωτιά. Κουτσούς, χτυπημένους, καμένους, όλους. Με τη σκάλα. Έγινε όμως κάποια αναζωπύρωση και τους κατέβασαν ξανά, κουτρουβαλώντας τους κάτω. Η παραλία αυτή είναι βραχώδης δεν είναι εύκολο να πεις κολυμπάω εκεί μέσα στο σκοτάδι. Μετά από κάποια ώρα τους ανέβασαν πάνω. Ερχόντουσαν σκάφη ιδιωτών ψαράδικα και τους μετέφεραν σε σκάφη του Λιμενικού. Δεν είχαν ιδέα καν πως πρέπει να πιάσεις έναν άνθρωπο που είναι καμένος. Σαν τα σακιά τους πέταγαν πάνω».
Ακολούθως, ο μάρτυρας ανέφερε στο δικαστήριο πως η μητέρα του ήταν νεκρή γύρω στις 7:00 εκείνο το μοιραίο απόγευμα. «Εγώ 7:10 έμαθα ότι είχαμε νεκρό, ήταν η μητέρα μου και πολλοί άλλοι, όπως πληροφορήθηκα. Από τις 6:30 μέχρι τις 7:30 πρέπει να είχε τουλάχιστον δέκα νεκρούς…. Μετά τεστ DNA για να δούμε που είναι η σορός…. Εύχομαι να μη βιώσει ποτέ κανείς αυτό που βιώσαμε. Να είμαστε στο νεκροτομείο και να μυρίζουμε τη μυρωδιά της σαπίλας και του καμένου, για να ακούσουμε μετά ότι όλα έγιναν τέλεια, αυτό ήταν το καταπληκτικό. Εύχομαι ποτέ κανείς να μη το βιώσει αυτό. Να νιώθεις αβοήθητος και να μην ξέρεις αν στα επόμενε πέντε μέτρα θα καείς ή όχι».