Η φοροκεντρική λιτότητα εμπόδιο για την ανάπτυξη

Ηχηρό «χαστούκι» στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, το οποίο στην έκθεση τριμήνου που έδωσε στη δημοσιότητα, ασκεί σκληρή κριτική για την «φοροκεντρική λιτότητα», αλλά και για το γεγονός ότι η συζήτηση για την περιστολή των δημοσίων δαπανών παραμένει ακόμη σε υποτυπώδες στάδιο.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής χαρακτηρίζει και πάλι αισιόδοξες τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της τάξεως του 2,7% που αναγράφεται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2017. Τάσσεται υπέρ των ευέλικτων μορφών εργασίας ενώ αμφισβητεί την κυβερνητική εμμονή στην διευθέτηση του χρέους. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση: «Το χρέος δεν είναι ο μόνος παράγοντας αβεβαιότητας. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι: η γραφειοκρατία, οι δυσκολίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, οι φορολογικοί συντελεστές, η αστάθεια στη νομοθεσία, οι δυσλειτουργίες στις αγορές προϊόντων και στη δικαιοσύνη».

Τα κύρια σημεία της έκθεσης έχουν ως εξής:
•        Η κυβέρνηση και η ΤτΕ αναμένουν σχεδόν αλματώδη ανάπτυξη το 2017 κατά 2,7% του ΑΕΠ. Την ίδια αισιόδοξη πρόβλεψη περιέχει το Σχέδιο Προϋπολογισμού 2017 (Οκτώβριος 2016). Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) μάλιστα, υπερθεματίζει. Όμως τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν επιτρέπουν τόση αισιοδοξία. Οι εκτιμήσεις μη δημόσιων φορέων διαφέρουν. Αν επιβεβαιωθούν οι απαισιόδοξες προβλέψεις, θα ανατραπούν και προσδοκίες που έχουν επενδυθεί στο πρόγραμμα προσαρμογής (=τρίτο Μνημόνιο).

•        Παραμένει δύσκολη η οικονομική ανάρρωση από την αντιπαράθεση με τους δανειστές του α΄ εξαμήνου 2015 που παρά λίγο να οδηγήσει τη χώρα εκτός Ευρωζώνης και από τις αβεβαιότητες που προκάλεσαν οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου.

•        Ανήκει στις «σχολικές σοφίες» της οικονομικής ότι η δημοσιονομική πολιτική πρέπει γενικά να είναι αντικυκλική. Και όμως στην Ελλάδα παραμένει φιλοκυκλική, καθώς αυξάνονται οι φορολογικοί συντελεστές και συγκρατούνται οι δαπάνες του κράτους. Αυτό φυσικά οφείλεται στην κληρονομιά του παρελθόντος (χρέη, κουλτούρα της φοροδιαφυγής, διαφθορά κ.λπ.) αλλά και στους μη ρεαλιστικούς στόχους του Μνημονίου για συνεχή αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων ως το 2018. Επομένως, τους επόμενους μήνες θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική «διευθέτηση» του χρέους. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτό και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ!

•        Το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2017 χαρακτηρίζεται από φοροκεντρική λιτότητα για την επίτευξη του στόχου ως προς ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ σύμφωνα με το τρέχον Πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, προβλέπεται για το 2017 οριακή μείωση δαπανών κατά € 78,8 εκατ. και εκτεταμένη αύξηση εσόδων κατά € 2,513 δισ.

•        Μολονότι τυχόν μειώσεις δαπανών αντί αυξήσεων φόρων θα είχαν πιθανόν μικρότερη άμεση υφεσιακή επίπτωση, το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς) και επομένως θολώνουν τις προοπτικές ανάκαμψης

•        Το χρέος δεν είναι ο μόνος παράγοντας αβεβαιότητας. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι: η γραφειοκρατία, οι δυσκολίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, οι φορολογικοί συντελεστές, η αστάθεια στη νομοθεσία, οι δυσλειτουργίες στις αγορές προϊόντων και στη δικαιοσύνη. Επομένως, η επενδυτική ώθηση που χρειάζεται η χώρα θα προέλθει όχι μόνον από τη ρύθμιση του χρέους, αλλά και από το σύνολο των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Μνημόνιο

•        Δεν θεραπεύονται αιτίες και συμπτώματα της θεσμικής αναιμίας, δηλαδή της αδυναμίας της χώρας σε πολλούς τομείς να καθιερώσει και να εφαρμόσει γενικής ισχύος και σταθερούς κανόνες του παιγνιδιού.

•        Η συζήτηση για τις δαπάνες παραμένει ακόμα υποτυπώδης. Συχνά συρρικνώνει το αντικείμενό της σε οριζόντιες μειώσεις των δαπανών του κράτους. Γεγονός είναι ότι οι δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ κατατάσσονται στις υψηλότερες στην Ευρωζώνη, με 55%, δηλαδή πάνω από τον μέσο όρο της (49%). Αυτό έχει προέλθει φυσικά, πέραν από τη μεγάλη μείωση των δημοσίων δαπανών (σε απόλυτα μεγέθη) και λόγω της μεγάλης πτώσης του ΑΕΠ. Μόνον σε Φινλανδία και Γαλλία το ποσοστό είναι υψηλότερο

•        Η υπόθεση της ευελιξίας δεν μειώνει τον ρόλο του κράτους, απλά τον κατευθύνει σε άλλα έργα. Επιβάλλει ένα νέο επιμερισμό έργων μεταξύ «αγοράς» και «κράτους» και στην περιοχή αυτή πολιτικής. Ειδικότερα, υπενθυμίζει στην πολιτική τη διάσταση της ασφάλειας των εργαζομένων, ώστε να επιτευχθεί «ευελιξία με ασφάλεια», ή έστω με ορισμένη εκδοχή της.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα