Ρουί Πίντο: «Η ποδοσφαιρική μαφία είναι παντού»

Τάραξε συθέμελα τη βιομηχανία του ποδοσφαίρου, με τις αποκαλύψεις του. Διέρρευσε πάνω από 70 εκατομμύρια έγγραφα, πολλά από τα οποία χαρακτηρίσθηκαν αυστηρά εμπιστευτικά, τα οποία δημοσιοποίησαν το περιοδικό στο «Der Spiegel» και το ερευνητικό δίκτυο «European Investigative Collaborations» (EIC).

«Έριξε φως» στο παρασκήνιο που καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, το προσκήνιο. Δημιούργησε… ρωγμές, αποκαλύπτοντας «την πίσω πλευρά του φεγγαριού», σε είδωλα εκατομμυρίων φιλάθλων.

Τελικά η ταυτότητά του αποκαλύφθηκε. Συνελήφθη -ως κατηγορούμενος για εγκλήματα στον κυβερνοχώρο- και βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Ουγγαρία, φορώντας ηλεκτρονικό βραχιόλι εντοπισμού στον αστράγαλο. Το όνομά του, Ρουί Πίντο. Είναι ο άνθρωπος που- με το ψευδώνυμο «John»- δημιούργησε τα «Football Leaks».

Ο Πορτογάλος, μίλησε στο περιοδικό «Der Spiegel», τον γερμανικό δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα «NDR» και τον γαλλικό ερευνητικό ιστότοπο «Mediapart» για  όλα αυτά.

Εξέφρασε την απογοήτευσή του γιατί FIFA και UEFA δεν προσπάθησαν να έρθουν σε επαφή μαζί του, για να αξιοποιήσουν τα στοιχεία που διέθετε. Και δήλωσε σίγουρος ότι «η ποδοσφαιρική μαφία είναι παντού».

Συγκεκριμένα, ο Ρουί Πίντο, δήλωσε: «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου χάκερ, είμαι ένας κανονικός χρήστης του υπολογιστή. Ένας πολίτης που ενεργούσε για το δημόσιο συμφέρον.

Η μόνη πρόθεσή μου ήταν να αποκαλύψω παράνομες πρακτικές που επηρεάζουν τον κόσμο του ποδοσφαίρου. Ξεκίνησα μια αυθόρμητη κίνηση αποκαλύψεων σχετικά με την ποδοσφαιρική βιομηχανία.

Δεν είμαι ο μόνος που συμμετέχει. Με την πάροδο του χρόνου, έχουν προστεθεί όλο και περισσότερες νέες πηγές, οι οποίες μοιράστηκαν το υλικό μαζί μου και η βάση δεδομένων αυξήθηκε. Αυτό δείχνει ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι άνθρωποι που απασχολούνται με αυτό το θέμα.

Είμαι έτοιμος να τα εξηγήσω όλα αυτά ενώπιον των δικαστικών αρχών όταν έρθει η ώρα, αλλά αρνούμαι αυτόν τον χαρακτηρισμό. Μία εφημερίδα, αποκάλυψε την ιστορία της Μπενφίκα το περασμένο φθινόπωρο. Τότε άλλαξε η ζωή μου. Η φωτογραφία μου ήταν στα εξώφυλλα εφημερίδων και περιοδικών σε όλη τη χώρα.

Ο λογαριασμός μου στο Facebook και η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μου πλημμύρισαν στη συνέχεια με απειλές θανάτου. Θέλω να διαβεβαιώσω επίσης, ότι ποτέ δεν έχω πάρει χρήματα χρησιμοποιώντας τη γνώση μου αυτή.

Αρκετοί μου έκαναν προσφορές. Μία φορά, έλαβα ένα ανώνυμο ηλεκτρονικό μήνυμα στο οποίο μου προσφέρθηκαν περισσότερα από μισό εκατομμύριο ευρώ.

Ήθελα να καταλάβω πως δουλεύει το υπεράκτιο σύστημα. Το πώς να μεταφέρει κάποιος τεράστια ποσά σε λογαριασμούς σε διάφορους φορολογικούς παραδείσους. Αυτό το σύνολο δεδομένων έχει παρόμοια δυναμική με τα «Έγγραφα του Παναμά» («Panama Papers»).

Δείχνει τον τρόπο με τον οποίο τα Νησιά Καϋμάν χρησιμοποιούνταν συστηματικά για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη φοροδιαφυγή. Πολλοί ισχυρίζονται ότι τα δεδομένα έχουν υποστεί επεξεργασία, παραποιηθεί.

Ως εκ τούτου, λένε, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία σε δικαστήριο. Νομίζω ότι είναι ανοησία. Τα έγγραφα είναι αυθεντικά.

Αυτό είναι σημαντικό. Αυτό και το περιεχόμενο. Έψαξα ποιοι ήταν οι βασικοί πρωταγωνιστές της επιχείρησης του ποδοσφαίρου. Ήθελα να εκθέσω τις συναλλαγές αυτές».

Για τον μεγάλο αριθμό εγγράφων που αφορούν τον Κριστιάνο Ρονάλντο, είπε: «Πρώτα απ ‘όλα, ο Ρονάλντο είναι ο αγαπημένος μου παίκτης. Τον θεωρώ τον πιο ολοκληρωμένο ποδοσφαιριστή στην ιστορία.

Ωστόσο, η συμπεριφορά του έξω από το γήπεδο πρέπει να κριθεί εντελώς διαφορετικά , από την άποψη του ποινικού δικαίου.

Δεν έχω την αίσθηση ότι κάνω κάτι παράνομο. Με τα χρόνια, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε όλη την Ευρώπη και πολλές αρχές διερεύνησης εξέτασαν τα δεδομένα μου. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτό που έκανα ήταν το σωστό.

Οι αρχές που διερευνούν, ιδίως, συχνά με απογοήτευσαν. Πάρτε τη συστηματική φοροδιαφυγή από την ποδοσφαιρική βιομηχανία στην Ισπανία.

Οι ερευνητές σχεδόν ποτέ δεν διείσδυσαν στη ρίζα του κακού. Μάνατζερ, δικηγόροι, τραπεζίτες, είναι αυτοί που κινούν τα νήματα. Ήταν αυτοί που δημιούργησαν αυτά τα συστήματα απάτης».

Ο πατέρας του, όπως ο ίδιος είπε στη συνέντευξη, είναι συνταξιούχος. Υπήρξε σχεδιαστής παπουτσιών για πάνω από 30 χρόνια και ταξίδεψε πάρα πολύ στην Ευρώπη. Η μητέρα πέθανε από καρκίνο όταν ήταν 11 ετών.

«Ο πατέρας μου δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος που παρακολουθούσα ποδόσφαιρο από πολύ μικρός. Μου έλεγε ότι δεν πρέπει να παρακολουθώ το ποδόσφαιρο τόσο φανατικά, αλλιώς τελικά θα καταστρέψει τη ζωή μου. Ήμουν πολύ καλός στην Ιστορία. Γι αυτό αποφάσισα να σπουδάσω Ιστορία, αλλά δεν πήρα ποτέ πτυχίο.

Ενώ βρισκόμουν στο Πανεπιστήμιο, η σχέση μου με την Πορτογαλία άλλαξε. Πολλοί από τους φίλους μου εγκατέλειψαν τη χώρα επειδή δεν έβλεπαν πλέον μια προοπτική για τον εαυτό τους, δεδομένης της οικονομικής κρίσης. Οι πολιτικοί και οι άπληστοι επιχειρηματίες κατέστρεψαν μια επιτυχημένη χώρα.

Έτσι επέλεξα να κάνω «Erasmus» στη Βουδαπέστη. Λατρεύω αυτή την πόλη. Το φως, ο Δούναβης, τα κάστρα και οι γέφυρες. Θα ήθελα να μείνω εδώ για πάντα. Το φθινόπωρο του 2015 ξεκίνησα την ιστοσελίδα «Football Leaks».

Hδη από την εποχή της απόφασης του Μποσμάν, κατάλαβα ότι το ποδόσφαιρο εξελίσσεται σε εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση. Οι καλύτεροι νέοι παίκτες απλά μετακόμισαν στις ομάδες κορυφής. Ολόκληρος ο ανταγωνισμός μετατοπίστηκε προς όφελος των κορυφαίων συλλόγων.

Η κύρια αιτία όμως που με έκανε να ασχοληθώ, ήταν το σκάνδαλο της FIFA το 2015. Παράλληλα με όλες τις συλλήψεις στη διεθνή ομοσπονδία, είδα ότι υπήρξαν παρατυπίες σε πολλές μεταγραφές στην Πορτογαλία. Ότι όλο και περισσότεροι επενδυτές έμπαιναν στην αγορά.

Άρχισα να συλλέγω δεδομένα. Διάβασα. Διάβασα πολύ. Κάθε ημέρα, περνούσα ώρες μπροστά από τα έγγραφα και τα ανέλυα. Όσο περισσότερο διάβαζα, τόσο πιο συγκλονισμένος ήμουν.

Πολλά έγγραφα έδειξαν πώς δημιουργήθηκαν οι υπεράκτιες εταιρείες, πώς κρύβονταν πίσω από αυτές. Ταξίδευα πολύ, ναι. Αλλά με την κανονική ταυτότητά μου.

Δεν κρυβόμουν. Μετά τις αποκαλύψεις επέλεξα μια ζωή με ανωνυμία. Ήθελα να επικεντρώνεται το κοινό στις αποκαλύψεις από τα δεδομένα και όχι στον άνθρωπο.

Με συνέλαβαν το απόγευμα της 16ης Ιανουαρίου. Επέστρεφα από ένα σούπερ μάρκετ. Όταν έστριψα το δρόμο στον οποίο βρίσκεται το διαμέρισμά μου, δύο αστυνομικοί με πλησίασαν.

Έλεγξαν την ταυτότητά μου και μου είπαν να αδειάσω τις τσέπες μου και το σακίδιο. Τότε μου έδειξαν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τα πάντα στα ουγγρικά, και με έπιασαν.

Μου απαγόρευσαν να μιλήσω με τον δικηγόρο μου. Αποχαιρέτησα τον πατέρα και τη μητριά μου και στη συνέχεια, οδηγήθηκα σε αστυνομικό τμήμα.

Έμεινα στο κελί για δύο νύχτες. Μετά  στην ακρόαση ο δικαστής διέταξε να κρατηθώ υπό κατ ‘οίκον περιορισμό. Η ουγγρική αστυνομία προχώρησε σε κατάσχεση του υπολογιστή μου, περίπου 10 σκληρών δίσκων, τριών κινητών τηλεφώνων και μερικών άλλων ηλεκτρονικών συσκευών.

Ούτε η FIFA, ούτε η UEFA επεδίωξαν να έλθουν σε επαφή μαζί μου. Αυτό είναι απογοητευτικό. Στις συνεντεύξεις μου με το ψευδώνυμο “John”, επανειλημμένα έκανα σαφές ότι θα διαβιβάσω έγγραφα με σκοπό να αποκαλύψω τα γεγονότα. Είμαι αρκετά σίγουρος ότι δεν θα έχω δίκαιη δίκη στην Πορτογαλία.

Το πορτογαλικό δικαστικό σώμα δεν είναι εντελώς ανεξάρτητο. Φυσικά, υπάρχουν εισαγγελείς και δικαστές που παίρνουν σοβαρά τη δουλειά τους. Αλλά αυτή η ποδοσφαιρική μαφία είναι παντού. Θέλουν να στείλουν το μήνυμα ότι κανείς δεν πρέπει να βρεθεί απέναντί τους».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα