Το ψωμί ψωμάκι είπαν και στην αρτοποιία…

Η οικονομική δυσπραγία της χώρας την τελευταία 6ετία και η συμπίεση των εισοδημάτων δεν ανάγκασαν μόνο τους καταναλωτές να πουν το ψωμί ψωμάκι αλλά και τις ίδιες τις εταιρείες –μεμονωμένα καταστήματα στη συντριπτική πλειοψηφία τους– που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της βιοτεχνικής αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής.

Ρεπορτάζ: Νίκος Τσαγκατάκης

Από το 2010 και μετά η εν λόγω αγοράς διαρκώς συρρικνώνεται, κι ακόμη κι αν αυτό δεν ήταν ορατό διά γυμνού οφθαλμού στις περισσότερες γειτονιές όπου με δυσκολία πια βιοπορίζονται οι μαγαζάτορες αρτοποιοί και ζαχαροπλάστες, το επιβεβαιώνει με τον πλέον έγκυρο τρόπο και η τελευταία κλαδική μελέτη που εκπονήθηκε από τη διεύθυνση οικονομικών μελετών της ICAP.

Όπως σημειώνει συγκεκριμένα ο senior consultant Οικονομικών Μελετών της group, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο οποίος επιμελήθηκε την παραπάνω μελέτη, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης της αγοράς της βιοτεχνικής αρτοποιίας «τρέχει» από το 2010 και μετά με ρυθμό της τάξης του -4%. Ομοίως, το μέγεθος αγοράς των εταιρειών ζαχαροπλαστικής παρουσιάζει συνεχή μείωση την ίδια περίοδο, με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης της τάξης του 5,5%. Και στις δύο αγορές, ο ρυθμός μείωσης επιβραδύνεται τα τελευταία τρία έτη. Αν προκύπτει κάτι αισιόδοξο, αυτό είναι ότι, σύμφωνα πάντα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις της αγοράς, εκτιμάται πως το 2016 θα είναι έτος σταθεροποίησης για την αγορά βιοτεχνικής αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, ενώ για το 2017 οι προβλέψεις κάνουν λόγω και για ελαφρά ανάκαμψη.

Τι δείχνουν οι ισολογισμοί
Στο πλαίσιο της μελέτης της ICAP πραγματοποιήθηκε ξεχωριστή χρηματοοικονομική ανάλυση τόσο για τις επιχειρήσεις βιοτεχνικής αρτοποιίας όσο και για τις επιχειρήσεις ζαχαροπλαστικής βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συντάχθηκε ομαδοποιημένος ισολογισμός 43 εταιρειών βιοτεχνικής αρτοποιίας, ο οποίος βασίστηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα επιχειρήσεων.

Τι δείχνει ο ισολογισμός αυτός; Κατ’ αρχάς, το σύνολο του ενεργητικού των υπό εξέταση εταιρειών μειώθηκε κατά 2,8% συγκρίνοντας το 2014 με την προηγούμενη χρονιά. Μείωση προκύπτει και για τα συνολικά ίδια κεφάλαια την ίδια περίοδο (1,8%). Οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών του δείγματος εμφάνισαν αύξηση 10,8%, ενώ λίγο μεγαλύτερη είναι η αύξηση για τα μικτά κέρδη (13,8%).

Αναφορικά με το καθαρό αποτέλεσμα, τα καθαρά (προ φόρου) κέρδη μειώθηκαν δραστικά (κατά 64,1%) το 2014 σε σχέση με το 2013. Τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν κατά 39,5% το ίδιο έτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2014 οι 29 από τις 43 εταιρείες ήταν κερδοφόρες. Από τον ομαδοποιημένο ισολογισμό 41 εταιρειών ζαχαροπλαστικής, προκύπτει ελαφρά αύξηση για το σύνολο του ενεργητικού τους (κατά 1,3%) το 2014 σε σχέση με το 2013, και μείωση κατά 2,3% για το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων τους.

Οι συνολικές πωλήσεις των εν λόγω εταιρειών εμφάνισαν μείωση 3,8%, ενώ αντίθετα αύξηση 3% κατέγραψαν τα μικτά κέρδη. Σε σχέση με το καθαρό αποτέλεσμα, τα καθαρά κέρδη υπερδιπλασιάστηκαν το 2014 συγκριτικά με το 2013. Τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν κατά 22% το 2014. Τέλος, σημειώνεται ότι από τις 41 συνολικά εταιρείες οι 31 ήταν κερδοφόρες το 2014.

Ατού και ντεσού…
Η διάθεση ποικιλίας προϊόντων από τις επιχειρήσεις του κλάδου καθώς και το ότι ορισμένα είδη αρτοποιίας περιλαμβάνονται στην καθημερινή διατροφή, αποτελούν δυνατά σημεία του κλάδου. Αντίθετα, ο κατακερματισμός της αγοράς και η πληθώρα υποκατάστατων (τυποποιημένων προϊόντων) συνιστούν αδύνατα σημεία.

Σύμφωνα με τον κο Παλαιολόγο, ο περαιτέρω εμπλουτισμός της ποικιλίας προϊόντων και η διεύρυνση του δικτύου των πωλήσεων των επιχειρήσεων αποτελούν ευκαιρίες για τον κλάδο, ενώ ως απειλές μπορούν να εκληφθούν η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών καθώς και η γενικότερη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας με ό,τι αυτή συνεπάγεται (μείωση της ρευστότητας των επιχειρήσεων κ.λπ.).

Η ταυτότητα του κλάδου
Σε όλα τα Επιμελητήρια της χώρας, ο αριθμός των εγγεγραμμένων μελών στη βιοτεχνική αρτοποιία και τη ζαχαροπλαστική ανέρχεται σε πάνω από 10.000 επιχειρήσεις, με τις μονάδες βιοτεχνικής αρτοποιίας να αντιπροσωπεύουν ποσοστό της τάξης του 58%. Ο μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων είναι καταγεγραμμένος στην περιοχή της Αθήνας (ποσοστό 17%) και ακολουθεί η Θεσσαλονίκη (ποσοστό 7%).

Κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση για τα προϊόντα της βιοτεχνικής αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής είναι το μέγεθος του πληθυσμού της χώρας, η τιμή πώλησης των προϊόντων σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, οι διατροφικές συνήθειες του αγοραστικού κοινού και βέβαια ο σύγχρονος τρόπος ζωής των εργαζομένων.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα