Τα «αυτογκόλ» που πληγώνουν τις εξαγωγές μας

Είναι προφανές ότι η έλλειψη ρευστότητας έχει επηρεάσει αρνητικώς την ελληνική επιχειρηματικότητα. Δεν είναι, όμως, μόνο το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον το οποίο ευθύνεται για την υποχώρησή της, ιδιαιτέρως στον αγροδιατροφικό τομέα. Βρισκόμαστε στο 2014, αλλά αρκετές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον κλάδο δεν διαθέτουν ούτε καν ιστοσελίδα, ενώ επιμένουν να μην είναι εξωστρεφείς και να περιορίζονται στη «νεκρή» ελληνική αγορά. Kι όταν ακόμα κοιτούν προς τα έξω, η «ματιά» τους φτάνει έως την Ευρώπη, άντε έως και τη Ρωσία όταν δεν υπάρχει εμπάργκο, με αποτέλεσμα να αφήνουμε πεδίο δόξης λαμπρό για τους ανταγωνιστές μας να διεισδύουν σε προνομιακές αγορές…

 

Του Γιάννη Συμεωνίδη

 

Η SIAL είναι μία από τις μεγαλύτερες εκθέσεις στον κλάδο των τροφίμων παγκοσμίως, προσελκύοντας χιλιάδες εταιρείες (6.830 εκθέτες μόνο το 2014) κι εκατομμύρια επισκέπτες. Γι’ αυτό, άλλωστε, κι αποτελεί μια βάση σημαντικών πληροφοριών σχετικώς με τις διεθνείς τάσεις τού αγροδιατροφικού κλάδου. Η εξειδικευμένη εταιρεία fooditerranean μελέτησε κι ανάλυσε τα στοιχεία τα οποία προκύπτουν μέσα από τις συμμετοχές τής SIAL (για περισσότερες λεπομέρειες ανατρέξτε στο www.fooditerranean.com).

Από αυτά διαφαίνονται οι τάσεις που δημιουργούνται κι ανάμεσα στις ελληνικές συμμετοχές, οι οποίες έφτασαν τις 145 στην έκθεση. Αξίζει να σημειωθεί ότι πέρα από τις συμμετοχές των παραδοσιακών μας ανταγωνιστών, όπως είναι η Ιταλία και η Ισπανία, εντύπωση προκαλεί η επιθετική στρατηγική που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια η Τουρκία στον τομέα τού μάρκετινγκ των αγροτικών της προϊόντων. Είναι ενδεικτικό ότι στη SIAL συμμετείχε με 124 περίπτερα περισσότερα από τη χώρα μας.

 

Το «who is who» των ελληνικών εταιρειών

Οι 145 ελληνικές εταιρείες που έλαβαν μέρος στη διεθνή έκθεση δραστηριοποιούνται σε μια ευρεία ποικιλία τομέων: γαλακτοκομικά, καταψυγμένα, είδη μαναβικής, ελαιόλαδο, ελιές, αρτοποιήματα, κονσερβοποιημένα προϊόντα, προϊόντα ζαχαροπλαστικής, γκουρμέ, αλλά κι αποξηραμένοι καρποί. Από την άλλη, σχεδόν ανύπαρκτη ήταν η παρουσία των οινοποιών, ενώ περιορισμένη ήταν η συμμετοχή (μόλις επτά εγγραφές) υπηρεσιών όπως, για παράδειγμα, τα επιμελητήρια. Εξειδίκευση σε κάποιο προϊόν δήλωσαν 98 επιχειρήσεις, την ίδια ώρα που 38 διαχειρίζονται μια ευρύτερη ομάδα διατροφικών προϊόντων. Όσον αφορά τους στόχους σε επίπεδο καναλιών διανομής, 86 εταιρείες ανέφεραν πως ενδιαφέρονται για υπηρεσίες διατροφής, οι 113 για το λιανικό εμπόριο και 34 κοιτούν προς τις βιομηχανίες τροφίμων.

 

Διστακτική στροφή στην Ασία

Όπως εξηγεί στην «Α» ο Γιώργος Γκέκας, ιδρυτής τής fooditerranean, εταιρείας που σχεδιάζει και υλοποιεί στρατηγικές εξαγωγών αποκλειστικώς για αγροδιατροφικές επιχειρήσεις, διαφαίνεται σαφέστατα η συνεχιζόμενη προτίμηση των ελληνικών επιχειρήσεων στις χώρες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρ’ όλους τους κινδύνους που εμπεριέχει μία τέτοια στρατηγική, ιδιαιτέρως μέσα στην οικονομική κρίση. Μόνο μία διστακτική στροφή προς τις ασιατικές χώρες είναι εμφανής, ωστόσο η πρώτη κατά προτίμηση χώρα για τις ελληνικές αγροδιατροφικές επιχειρήσεις παραμένει η Γερμανία.

«Δεδομένου ότι ο αγροδιατροφικός κλάδος τής Ελλάδας θεωρείται ένας βασικός πυλώνας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, θα περίμενε κάποιος περισσότερες συμμετοχές, ακολουθώντας το παράδειγμα των κυριότερων μεσογειακών ανταγωνιστών μας. Η έλλειψη ρευστότητας θα μπορούσε να ήταν μία αιτία. Το μεγάλο εύρος των προϊόντων που καλύπτουν οι ελληνικές επιχειρήσεις αποδεικνύει, πάντως, τον πλούτο τής ελληνικής παραγωγής και τις δυνατότητές της να καλύψει πολλές και διαφορετικές ανάγκες», παρατηρεί ο κ. Γκέκας.

Η ελληνική παραγωγή αποτελείται από πολλές μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες προσπαθούν να δραστηριοποιηθούν με μεμονωμένες προσπάθειες στο εξωτερικό. Το κόστος, όμως, είναι τεράστιο και η αποτελεσματικότητα μετριότατη. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις πολυεθνικές-κολοσσούς, οι οποίες εξαγοράζονται από ακόμα μεγαλύτερες. Γι’ αυτό και ο κ. Γκέκας προτείνει οι ελληνικές αγροδιατροφικές εταιρείες να συσπειρωθούν, σχηματίζοντας ομάδες εξαγωγικών επιχειρήσεων, προσανατολίζοντας την οργάνωσή τους σε μορφές «clusters» (συνεργατικά σχήματα).

 

Περιμένουν να χρεοκοπήσουμε…

Όπως αναφέρουν στην «Α» άνθρωποι που γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις, η ανάπτυξη στις διατροφικές επιχειρήσεις θα έρθει μόνο με οργανωμένες, συντονισμένες και συλλογικές στρατηγικές και όχι με συναντήσεις πολιτικών προσώπων και επικοινωνιακά τρικ. Οι ίδιες πηγές υπογραμμίζουν πως η ελληνική οικονομία δεν έχει φτάσει ακόμα στο ναδίρ, οπότε δεν είναι σήμερα ελκυστική για τους πιθανούς αγοραστές να την προσεγγίσουν, αφού σε λίγα χρόνια οι τιμές που θα μπορούν να αγοράσουν και οι όροι αγοράς θα αλλάξουν δραματικώς, αυξάνοντας τη διαπραγματευτική ικανότητα των μελλοντικών «επενδυτών», για παράδειγμα των Γερμανών. Με λίγα λόγια, όλοι περιμένουν να χρεοκοπήσουμε για να μπορούν να αγοράζουν τις εταιρείες και τα προϊόντα μας μπιρ παρά…

«Οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη το διεθνές περιβάλλον, τις τάσεις που δημιουργούνται και τη θέση τους σε αυτές σήμερα. Οφείλουν να προβλέψουν το μέλλον και να το διαμορφώσουν ώστε να βελτιωθούν. Στο ελαιόλαδο, για παράδειγμα, η πώληση χύμα θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη, το κόστος θα ανεβαίνει και η ανταγωνιστικότητά του θα πρέπει να στηριχθεί στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που έχει ή που θα πρέπει να αναπτύξει. Το διεθνές περιβάλλον αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τα δεδομένα που δημιουργούνται είναι πιο δύσκολο να προβλεφθούν. Σε αυτό το πλαίσιο η αναζήτηση έτοιμων ή δοκιμασμένων λύσεων είναι σχεδόν ανόητη. Οι λύσεις δεν υπάρχουν. Πρέπει εμείς να τις δημιουργήσουμε, αξιοποιώντας ό,τι καλύτερο έχουμε σε φυσικούς πόρους, τεχνογνωσία κι ανθρώπινο δυναμικό», συμπληρώνει με νόημα ο κ. Γκέκας.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα