Τιμή σε τρεις Έλληνες ήρωες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

«Η ανάδειξη του Πολιτισμού και της Ιστορίας της Ελλάδας, που συνοδεύεται από την επιστημονική γνώση, αποτελεί πράξη Εθνικής ‘Αμυνας που στέκει στον αντίποδα της πολιτιστικής και πολιτισμικής ισοπέδωσης και αφαιρεί το έδαφος από τα διάφορα νεοναζιστικά-ρατσιστικά μορφώματα που σηκώνουν κεφάλι στην Ευρώπη και ευρύτερα, πατώντας πάνω στην άγνοια και την παραποίηση της ιστορίας».

Την επισήμανση αυτή έκανε ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής ‘Αμυνας Δημήτρης Βίτσας, στον χαιρετισμό του, με την ευκαιρία της βράβευσης του αντιπτεράρχου ε.α. Γεώργιου Πλειώνη, Έλληνα πιλότου που συμμετείχε στις συμμαχικές επιχειρήσεις στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Γεώργιου Τασσά, μέλους του ηρωικού πληρώματος του Αντιτορπιλικού ΑΔΡΙΑΣ και του υποναύαρχου ε.α. Θεόδωρου Λυμπεράκη, μέλους του πληρώματος της κορβέτας ΤΟΜΠΑΖΗΣ που συμμετείχε στη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία.

Η βράβευση τους έγινε στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Ελλάδα Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Αφηγήσεις και Μαρτυρίες» που διοργάνωσε το υπουργείο Εθνικής ‘Αμυνας ενόψει του εορτασμού της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940, στη Λέσχη Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων.

Η τελετή εντασσόταν στον κύκλο εκδηλώσεων υπό τον γενικό τίτλο «Η ΑΘΗΝΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ», με την ευκαιρία της 12ης Οκτωβρίου 1944, ημέρας απελευθέρωσης της Αθήνας, από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής.

Παράλληλα ο κ. Βίτσας υπενθύμισε ότι «οι γερμανικές οφειλές προς την Ελλάδα, είναι ένα αυθύπαρκτο θέμα που άνοιξε την ημέρα της αποχώρησης των κατοχικών δυνάμεων από τη χώρα μας, συνεχίζει να υπάρχει και δεν επιδέχεται συμψηφισμούς.

Είναι μια εκκρεμότητα, που η τακτοποίησή της, πρέπει να ενδιαφέρει και την ίδια τη γερμανική κυβέρνηση, ως στοιχείο συνεισφοράς σε μια δημοκρατική και ειρηνική Ευρώπη.

Γιατί, μόνο μια Ευρώπη που γνωρίζει την ιστορία της και διδάσκεται από αυτή έχει μέλλον.

Γιατί, μια Ευρώπη που αγνοεί τις μελανές σελίδες της ιστορίας της, είναι καταδικασμένη αργά ή γρήγορα να τις ξαναζήσει» όπως χαρακτηριστικά είπε.

Εξάλλου, ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής ‘Αμυνας παρατήρησε ότι «στη διάρκεια της μεταπολίτευσης συχνά βλέπουν το φως της δημοσιότητας απόψεις που θεωρούν τον χώρο της Εθνικής ‘Αμυνας, χώρο σκανδάλων. Και είναι αλήθεια πως σκάνδαλα υπήρξαν με πρώτη ευθύνη πολιτικών ηγεσιών και συμμετοχή επίορκων αξιωματικών. Όμως η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων και Ελληνίδων αξιωματικών, αποστράτων και εν ενεργεία τιμούν με τη ζωή τους και σε όλα τα επίπεδα τον όρκο τους».

 Κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στους απόστρατους αξιωματικούς επισήμανε ότι «υπέφεραν και υποφέρουν με αξιοπρέπεια τις ίδιες δυσκολίες που περνά κάθε Έλληνας πολίτης, πάντα Ευέλπιδες, Δόκιμοι και Ίκαροι και με μια περηφάνια που καμία υλική πρόκληση ή πρόσκληση δεν μπορεί να εξαγοράσει. Γι’ αυτό πρέπει και να τους τιμούμε διπλά και να ενδιαφερόμαστε πολλαπλά!».

Με την ευκαιρία της βράβευσης των τριών αξιωματικών, ο κ.Βίτσας σχολίασε: «Η υπέρβαση του καθήκοντος αποτελεί προωθητική δύναμη στην ιστορική πορεία των Ελλήνων. Τα τρία παραδείγματα ανθρώπων που τιμάμε εδώ σήμερα, έρχονται να το επιβεβαιώσουν. Παρά το γεγονός ότι, ανήκαν στις Ένοπλες Δυνάμεις και είχαν εκπληρώσει την τυπική αποστολή τους μετά την πτώση του μετώπου, την αποχώρηση της κυβέρνησης και την κατάληψη της Ελλάδας, συνέχισαν τον αγώνα, όπως και πολλές χιλιάδες άλλοι Έλληνες. Αυτή η υπέρβαση του καθήκοντος μπορεί με μια πρώτη ανάγνωση να φαίνεται ως προσωπική επιλογή, όμως ταυτόχρονα υπαγορεύεται από ένα καθήκον, το οποίο πηγάζει από την ιστορία, την αίσθηση που ο καθένας μας έχει για αυτή την ιστορική συνέχεια με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ατομικό επίπεδο».

ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΤΙΜΩΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

ΑΝΤΙΠΤΕΡΑΡΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΛΕΙΩΝΗΣ

O αντιπτέραρχος ε.α. Γεώργιος Πλειώνης γεννήθηκε στην Κύμη Ευβοίας το έτος 1920. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Λαύριο και το 1939 εισήλθε στη Σχολή Ικάρων, στο τμήμα αξιωματικών με την 9η σειρά. Η 9η σειρά Ικάρων επεράτωσε την πτητική της εκπαίδευση στο πρόχειρο αεροδρόμιο του ‘Αργους τον Μάρτιο του 1941 λόγου της εμπόλεμης κατάστασης με την Ιταλία.

Στις 3 Απριλίου 1941 αναχώρησε για το Ιράκ για να εκπαιδευτεί στα σύγχρονα αεροσκάφη στη Βρετανική Σχολή της Χαμπανίας στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης. Εκεί τον βρίσκει η κήρυξη του πολέμου από τη Γερμανία κατά της Ελλάδας στις 6 Απριλίου 1941 και η κατοχή που ακολούθησε.

Τον Μάρτιο του 1941 εγκαταλείπει, μαζί με άλλους συμμαθητές του το Ιράκ και μέσω Γάζας της Παλαιστίνης και του Καΐρου μεταβαίνει στη Ροδεσία, όπου και τελειώνει τη βασική πτητική του εκπαίδευση σε αεροσκάφη ΧΑΡΒΑΡΤ στη Βρετανική Σχολή χειριστών.

Τον Οκτώβριο του 1941 επιστρέφει στη Μέση Ανατολή και τοποθετείται στην υπό συγκρότηση Μοίρα Διώξεως με αεροσκάφος ΧΑΡΡΙΚΑΙΗΝ στο αεροδρόμιο ΑΚΙΡ της Παλαιστίνης.

Στις αρχές Οκτωβρίου του 1942 τοποθετείται στην 335 Μοίρα Διώξεως / Βομβαρδισμού, που βρίσκεται στο μέτωπο του ΑΛΑΜΕΪΝ. Πετάει με αεροσκάφη ΧΑΡΡΙΚΑΙΗΝ σε αποστολές κατά των Γερμανών και Ιταλών στη μεγάλη μάχη του ΑΛΑΜΕΪΝ που άρχισε στις 23-10-42 και κράτησε δύο βδομάδες.

Παραμένει στην ίδια μονάδα και αργότερα πετάει με αεροπλάνα ΣΠΙΤΦΑΪΡΣ αυτής της Μοίρας σε πολλές αποστολές μέχρι το τέλος του πολέμου.

Στις 14 Φεβρουαρίου 1943 διασώζεται από το φλεγόμενο ΧΑΡΡΙΚΑΙΗΝ του, χρησιμοποιώντας το αλεξίπτωτό του, ενώ βρισκόταν 20 μίλια βορείως της Βόρειας Αφρικής, πέφτοντας στη φουρτουνιασμένη Μεσόγειο, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να κάνει χρήση της σωσίβιας βάρκας. Τελικά περισυνελλέγει από βρετανικό πολεμικό πλοίο που συνόδευε νηοπομπή προς της Αλεξάνδρεια.

Στις 30 Ιουνίου 1944 αναγκάζεται λόγω βλάβης του κινητήρα να εγκαταλείψει το αεροσκάφος ΣΠΙΤΦΑΪΡ με το οποίο πετούσε σε αποστολή συνοδείας νηοπομπής 40 μίλια βόρεια των αφρικανικών ακτών στη Μεσόγειο. Διασώθηκε πέφτοντας με το αλεξίπτωτό του και περισυνελλέγει από αμφίβιο αεροσκάφος.

Στις 15 Σεπτεμβρίου 1944 η Μοίρα του αναχωρεί για Ιταλία και στη συνέχεια πετάει μέσω μικρού αεροδρομίου σε νησί των δαλματικών ακτών σε αποστολές εγγύς υποστήριξης των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 εβλήθη από γερμανικά πυρά στη άτρακτο.

Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας η 335 Μοίρα, όπως και άλλες δύο ελληνικές πολεμικές μοίρες επιστρέφουν στην Ελλάδα.

Στις 4 Νοεμβρίου 1944 ο Υποσμηναγός Πλειώνης προσγειώνεται μαζί με τη Μοίρα του στον Τάραντα της Ιταλίας. Στις 14 Νοεμβρίου 1944 επιστρέφει στο αεροδρόμιο Χασάνι της Αθήνας, το μετέπειτα αεροδρόμιου του Ελληνικού.

Παρέμεινε στην 335 Μοίρα μέχρι τον Μάιο του 1945 εκτελώντας αποστολές κατά των γερμανικών οχυρωμένων θέσεων στη νήσο Μήλο και στη Σούδα της Κρήτης. Σε μια τέτοια αποστολή βομβαρδισμού το αεροσκάφος SPITFIRE με το οποίο πετούσε εβλήθη από γερμανικό αντιαεροπορικό στη Μήλο αλλά τα κατάφερε να προσγειωθεί ασφαλώς στη βάση του.

Την τελευταία του πολεμική αποστολή εκτέλεσε στις 4 Απριλίου 1945 με το ΣΠΙΤΦΑΪΡ Νο JK 226.

Έτσι συμπληρώνει ένα σύνολο 167 επιτυχών αποστολών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διαφόρων τύπων, αναχαιτίσεων εχθρικών αεροσκαφών, επιθετικών αναγνωρίσεων, πολυβολισμών και βομβαρδισμού εχθρικών θέσεων, ερευνών εντοπισμού καταπεσόντων αεροσκαφών, προστασίας νηοπομπών.

Μετά την υπογραφή της ανακωχής στις 8 Μαΐου 1945, οπότε έληξε και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αποστέλλεται στο Ελληνικό Αεροπορικό Αρχηγείο στο Κάιρο για να προωθηθεί στη Νότιο Αφρική με σκοπό να εκπαιδευτεί σαν Εκπαιδευτής Αέρος, όμως με τις τέλος του πολέμου οι Βρετανοί έκλεισαν τις σχολές της Νότιας Αφρικής.

Έτσι παρέμεινε στο Αρχηγείο Καΐρου μέχρι το Οκτώβριο του 1946 και με τον βαθμό του Σμηναγού επιστρέφει στην Ελλάδα με πλοίο από την Αλεξάνδρεια παραδίδοντας και τα πολεμικά αρχεία τα οποία ο ίδιος συνόδευε, που αφορούσαν τη δράση την ελληνικών πολεμικών μοιρών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμου, αλλά όπως ο ίδιος διαπίστωσε το 1950 χάθηκαν.

Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Υπηρέτησε την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία από διάφορες επιτελικές θέσεις εντός και εκτός Ελλάδας σε Βρυξέλλες, Ουάσιγκτον, Σμύρνη και αλλού.

Τον Μάρτιο του 1967 επαναπατρίζεται. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, αρνείται να συνεργαστεί με το δικτατορικό καθεστώς και στις 12 Μαΐου 1967 αποστρατεύεται με τον βαθμό του ταξιάρχου.

Το 1970 η Ασφάλεια του αρνείται τη χορήγηση διαβατηρίου και του απαγορεύει την προμήθεια αγαθών από τα στρατιωτικά καταστήματα, ενώ του στερείται και το δικαίωμα περίθαλψης από τα στρατιωτικά νοσοκομεία.

Το 1975 του απενεμήθη ο βαθμός του Υποπτεράρχου.

Έχει τιμηθεί με 24 παράσημα ελληνικά και ξένα.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΑΣΣΑΣ

Ο Γεώργιος Τασσάς, ο νεαρός ναύτης του θρυλικού Αντιτορπιλικού ΑΔΡΙΑΣ είναι εδώ και δηλώνει παρών.

Κατατάχθηκε, το 1942, ως Ναύτης Μηχανικός, σε ηλικία 16 ετών. Εκπαιδεύτηκε στο Θωρακισμένο Καταδρομικό ΑΒΕΡΩΦ. Για τις άριστες επιδόσεις του βραβεύτηκε με χρυσό κύπελλο και τοποθετήθηκε στο Πλωτό Συνεργείο ΗΦΑΙΣΤΟΣ, ως εκπαιδευτής.

Τον Ιούλιο του 1942 τοποθετήθηκε στο Αντιτορπιλικό ΑΔΡΙΑΣ.

Το ΑΔΡΙΑΣ (L-67) , που είχε παραχωρηθεί από το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό ήταν το πρώην HMS BORDER.

Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τις επιχειρήσεις της Δωδεκανήσου, το Α/Τ ΑΔΡΙΑΣ προσέκρουσε σε νάρκη κοντά στην Κάλυμνο, στις 22 Οκτωβρίου 1943, με αποτέλεσμα να χάσει την πλώρη του.

Το βρετανικό HURWORTH, που ήταν κοντά, επιχείρησε να το βοηθήσει, χτύπησε κι αυτό σε νάρκη και βυθίστηκε με απώλειες 143 ανδρών. 

Το ΑΔΡΙΑΣ, όμως, παρά τις ζημιές έφθασε στην κοντινή τουρκική ακτή του Gumucluk με απώλειες 21 ανδρών και 30 τραυματίες.

Παρόλα αυτά, με τις ηρωικές προσπάθειες του πληρώματος το εναπομείναν σκάφος, έπειτα από πρόχειρες επισκευές, απέπλευσε την 1η Δεκεμβρίου 1943 χωρίς πλώρη και κατόρθωσε να φθάσει, στις 6 Δεκεμβρίου 1943, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, διανύοντας ακρωτηριασμένο 730 ναυτικά μίλια.

Ο Γεώργιος Τασσάς επέβαινε στο πλοίο και συμμετείχε ενεργά τόσο στις ηρωικές προσπάθειες του πληρώματος για την υποστύλωση και την προσωρινή στεγανοποίηση του πλοίου όσο και κατά τον επικό πλου του πλοίου στην Αλεξάνδρεια.

Το Αντιτορπιλικό ΑΔΡΙΑΣ έγινε διάσημο για το κατόρθωμά του το οποίο είναι από τα επιφανέστερα παραδείγματα παγκοσμίως επιτυχούς ελέγχου βλαβών σε πολεμικές επιχειρήσεις.

 

YΠOΝΑΥΑΡΧΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

Ο υποναύαρχος Θεόδωρος Λυμπεράκης, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1921 και εισήλθε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1938 απ’ όπου αποφοίτησε το 1940.

Σε όλη της διάρκεια του ελληνο-ιταλικού και του ελληνο-γερμανικού πολέμου, την περίοδο 1940-1941, υπηρέτησε στο Θωρηκτό ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ, στη συνέχεια ήταν μέλος του πληρώματος Αντιτορπιλικού ΎΔΡΑ το οποίο στις 22 Απριλίου 1941 βυθίστηκε μετά από γερμανική προσβολή.

Διέφυγε από τη κατεχόμενη Ελλάδα στις 13 Δεκεμβρίου 1941 και παρουσιάστηκε στη Μέση Ανατολή, όπου ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στο ΑΒΕΡΩΦ.

Ακολούθως υπηρέτησε σε πλοία επιφανείας, λαμβάνοντας μέρος σε επιχειρήσεις στον Ινδικό, τη Μεσόγειο και τον Βόρειο Ατλαντικό, περιλαμβανομένων των αποβάσεων στη Σικελία και τη Νορμανδία.

Συνέχισε να υπηρετεί στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό από το οποίο αποστρατεύτηκε το 1969 με το βαθμό του Υποναυάρχου.

Η συμμετοχή του στη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία:

Το Δεκέμβριο του 1943 έφυγε από την Αγγλία και έφθασε στο Τσάταμ, όπου συγκεντρώνονταν οι Έλληνες σε ένα από τα υπό παραλαβή πλοία. Τοποθετήθηκε στην Κορβέτα ΤΟΜΠΑΖΗΣ. Παρέλαβε καθήκοντα αξιωματικού ναυτιλίας.

Το πλοίο μετέβη στο Λοντοντέρυ της Βόρειας Ιρλανδίας και στη συνέχεια συνενώθηκε με τη συνοδεία νηοπομπής 50-60 άδειων φορτηγών πλοίων με προορισμό τον Καναδά.

Ακολούθως το πλοίο βρέθηκε στο Πόρτσμουθ, όπου ετοιμαζόταν η μεγάλη απόβαση, από όπου απέπλευσε στις 5 Ιουνίου 1944, παραμονή της «D-Ημέρας», με κατεύθυνση τις ακτές στον κόλπο του Σικουάνα και πήρε μέρος στην Απόβαση της Νορμανδίας.

Έχει τιμηθεί με σειρά τιμητικών διακρίσεων ως βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ανάμεσά τους δύο μετάλλια εξαιρέτων πράξεων δύο πολεμικοί σταυροί και πολλές άλλες διακρίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης προβλήθηκε βίντεο από την απελευθέρωση της Αθήνας και αναγνώσθηκαν επιστολές από το βιβλίο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού. Την εκδήλωση πλαισίωσε η μπάντα της ΑΣΔΥΣ με μουσικό πρόγραμμα.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα