Φίλια νομικά πυρά για το νομοσχέδιο Φλωρίδη

Δικηγόροι,δικαστές και πανεπιστημιακοί των νομικών σχολών της χώρας εκφράζουν σοβαρές ενστάσεις για τις ρυθμίσεις που επιφέρει στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το νομοσχέδιο που βρίσκεται στη διαβούλευση

Το (παρα)πολιτικό ρεπορτάζ θέλει αρκετά κυβερνητικά στελέχη αλλά και υπουργούς να έχουν εκφράσει την ευαρέσκειά τους στον υπουργό Δικαιοσύνης, Γιώργο Φλωρίδη, για τις νομοθετικές παρεμβάσεις που έχει κάνει ο 67χρονος πολιτικός στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και οι οποίες βρίσκονται στο στάδιο της διαβούλευσης.

Δυστυχώς, όμως, για τον κ. Φλωρίδη δεν έχουν την ίδια άποψη οι νομικοί συνάδελφοί του που εκφράζουν δημοσίως τις σοβαρές ενστάσεις τους επιχειρηματολογώντας ότι με το προς ψήφιση νομοσχέδιο δεν θα επιτευχθεί ο στόχος ούτε της επιτάχυνσης ούτε της ποιοτικής αναβάθμισης της ποινικής δίκης.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι αντιδράσεις δεν είναι αποσπασματικές. Για παράδειγμα πριν από μερικά 24ωρα η Ένωση Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων πραγματοποίησε επιστημονική ημερίδα στο Πνευματικό Κέντρο του δήμου Αθηναίων με τη συμμετοχή γνωστών δικηγόρων αλλά και δικαστών, στην οποία έγινε λόγος για παθογένειες που βρίθουν στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου.

 

Αιχμηρό ψήφισμα 39 πανεπιστημιακών

Προχθές Πέμπτη ήταν η σειρά 39 εν ενεργεία, ομότιμων και αφυπηρετησάντων μελών Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού των Τομέων Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών των τριών Νομικών Σχολών της χώρας να εκφράσουν τις δικές τους αντιρρήσεις.

Μέσων ενός ψηφίσματος όχι απλής αντίθεσης, αλλά εμπεριστατωμένης κατάρριψης της αρχιτεκτονικής του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου Φλωρίδη οι πανεπιστημιακοί κρούουν στην κυβέρνηση καταρχάς το καμπανάκι του συνταγματικού κινδύνου.

Οι καθ’ ύλην αρμόδιοι νομικοί διδάσκαλοι χαρακτηριστικά καταλόγισαν στην Κυβέρνηση ότι «πλήθος διατάξεων του Σχεδίου Νόμου εγείρουν σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με τις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και υπονομεύουν τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου».

Συμπληρώνουν δε ότι «το Σχέδιο Νόμου δεν αποτελεί προϊόν σοβαρής επεξεργασίας μιας ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής με σύμμετρη εκπροσώπηση όλων των φορέων (πανεπιστημιακών, δικαστικών λειτουργών, δικηγόρων), όπως παγίως συνηθίζεται και επιβάλλεται σε περιπτώσεις δομικών αλλαγών στα βασικά ποινικά νομοθετήματα».

Σύμφωνα πάντα με τους 39 πανεπιστημιακούς «οι προτεινόμενες αλλαγές δεν τεκμηριώνονται με ερευνητικά και στατιστικά δεδομένα σε σχέση με την πρακτική εφαρμογή του νέου Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».

Πιο συγκεκριμένα επεσήμαναν στο κοινό τους ψήφισμα ότι η επιδιωκόμενη επίταση των ποινών και των όρων έκτισής τους με το ψευδο-εμπειρικό επιχείρημα της «ατιμωρησίας» και η αντισυνταγματική πρόβλεψη γενικής δήμευσης ανατρέπουν άρδην την ισορροπία και την συνοχή του συστήματος ποινών, ενώ το ίδιο επιχειρήθηκε στο παρελθόν, χωρίς ωστόσο αποτελέσματα στον περιορισμό της εγκληματικότητας.

 

Προέχει η αστυνομική πρόληψη

Επικαλούμενοι το «βαρύ πυροβολικό» της Ποινικής Δικαιοσύνης, την καθηγήτρια Άννα Ψαρουδα Μπενάκη η οποία σε μελέτη της είχε τονίσει ότι η εγκληματικότητα αποτρέπεται όχι τόσο από το ύψος της ποινής που επαπειλείται, όσο από τη βεβαιότητα και την ταχύτητα της επιβολής της ποινής, στο Ψήφισμα τονίζεται ότι η Πολιτεία θα πρέπει να ρίξει το βάρος της στην αστυνομική πρόληψη και τον εντοπισμό των δραστών, καθώς και στους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου.

Σε διαδικαστικό (δικονομικό) επίπεδο κατακρίνουν το νομοσχέδιο Φλωρίδη  καθώς οι αλλαγές που θα επιφέρει στο όνομα της επιτάχυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης περικόπτουν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, καθιστούν δυσκολότερη την προσφυγή των θυμάτων σε αυτήν και περιορίζεται ο έλεγχος και η διαφάνεια διεξαγωγής της δευτεροβάθμιας δίκης.

Πιο συγκεκριμένα οι καθηγητές Ποινικού Δικαίου αναφέρουν ότι με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου επιχειρείται η απευθείας παραπομπή πλήθους υποθέσεων στο ακροατήριο παρακάμπτοντας σε μεγάλη έκταση την ενδιάμεση διαδικασία ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων, τα οποία είναι εντεταλμένα να “φιλτράρουν” τις υποθέσεις ώστε να παραπέμπονται στα δικαστήρια μόνο οι υποθέσεις που πραγματικά πρέπει να παραπεμφθούν και όχι οι άσκοπες μηνύσεις. Επίσης η αντικατάσταση των τριμελών συνθέσεων των δικαστηρίων από έναν και μόνο δικαστή καταργεί την νομική βαρύτητα της συλλογικής διάσκεψης στην έκδοση ορθών αποφάσεων και την ενίσχυση της νομιμοποιητικής βάσης τους, που ανήκει στον πυρήνα της δίκαιης δίκης.

Και καταλήγουν:

«Σε ένα φιλελεύθερο κράτος δικαίου, η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας δεν επιτρέπεται να επιχειρείται με τη θυσία θεμελιωδών δικαιωμάτων, τη διεκπεραιωτική διεξαγωγή των δικών και τον περιορισμό του λειτουργικού ρόλου του δικηγόρου. Η – καθόλα επιθυμητή- επιτάχυνση της διαδικασίας πρέπει να επιδιωχθεί με την προώθηση εναλλακτικών διαδικασιών, την καλύτερη οργάνωση και εξειδίκευση διωκτικών και ανακριτικών αρχών, την αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας αλλά και την εν γένει βελτίωση των υπαρχουσών δομών».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα