Η ανάγνωση του φορολογικού νομοσχεδίου Χατζηδάκη από την σκοπιά ενός δικηγόρου

Από την συνοδευτική έκθεση του νόμου αποδεικνύεται ότι οι προβλέψεις σχετικά με την επιπλέον φορολόγηση αποκλειστικά και μόνο των φυσικών προσώπων ελεύθερων επαγγελματιών, προσβλέπουν στην αύξηση των δημοσίων εσόδων και όχι στην πάταξη της φοροδιαφυγής

Το φορολογικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη φέρει τον τίτλο «Μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής». Υποτίθεται ότι ο τίτλος είναι αυτός που συνοψίζει το ουσιαστικό περιεχόμενο του νόμου, αλλά στην περίπτωση αυτή το αυτονόητο δεν έχει εφαρμογή.

Με βάση την έκθεση που συνοδεύει το νομοσχέδιο προσδιορίζεται ρητά ότι «με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου επιδιώκεται η ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν στη φοροδιαφυγή, το καθεστώς της βραχυχρόνιας μίσθωσης και τους ελεύθερους επαγγελματίες», άρα έχουμε τρία διαφορετικά ρυθμιζόμενα θέματα και όχι ένα, όπως παρελκυστικά παρουσιάζεται.

Τα ζητήματα που αφορούν στη φοροδιαφυγή εξαντλούνται στη διεύρυνση της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής και πουθενά αλλού.

Επίσης, τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών, Όμηρος Τσάπαλος, δήλωσε σχετικά με το ύψος της φοροδιαφυγής ότι «…Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει πει ότι είναι περίπου 60 δισ. ευρώ τα μη δηλωθέντα».

Οπότε, ας ξεκινήσουμε με την παραδοχή ότι εάν το νομοσχέδιο Χατζηδάκη είχε εν συνόλω ως στόχο την πάταξη της φοροδιαφυγής, το κέρδος το οποίο θα περίμενε κανείς θα ήταν τεράστιο, θα έπρεπε να ήταν αν μη τι άλλο μερικά δισεκατομμύρια. Αλλά όχι. Σύμφωνα με τον κ. Χατζηδάκη από το νομοσχέδιο αυτό το κράτος προσβλέπει σε έσοδα ύψους 600 εκατ. ευρώ! Άρα με απλά μαθηματικά πρόκειται για νομοσχέδιο με στόχο την αύξηση των κρατικών εσόδων.

Ο εισπρακτικός χαρακτήρας δε του νομοσχεδίου αυτού προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση που το συνοδεύει.

Ως προς την αναγκαιότητα του νομοσχεδίου, στην έκθεση αναφέρεται ότι το ζήτημα της φορολόγησης των όλων πολιτών έχει αντιμετωπιστεί και κατά το παρελθόν με τους διαχρονικά ισχύσαντες νόμους που διέπουν την φορολογική διαδικασία και τη φορολογία εισοδήματος, αλλά δεν προσδιορίζει που αποδείχθηκαν προβληματικές οι διατάξεις αυτές, ούτε γιατί καθίσταται αναγκαία η εισαγωγή νέων άρθρων στον ισχύοντα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος με αντικείμενο στην εισαγωγή επιπλέον τεκμηρίου αποκλειστικά και μόνο σε μία κατηγορία πολιτών, ήτοι αποκλειστικά και μόνο στα φυσικά πρόσωπα ελεύθερους επαγγελματίες.

Επίσης, από την ίδια έκθεση προκύπτει ότι δεν έχει ληφθεί υπόψη κάποια συναφής πρακτική από άλλες χώρες της ΕΕ ή εκτός, ότι στόχος της ρύθμισης είναι βραχυπρόθεσμα η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και μακροπρόθεσμα η αύξηση των δημοσίων εσόδων.

Συνεπώς, από την συνοδευτική έκθεση του νόμου περίτρανα αποδεικνύεται ότι οι προβλέψεις σχετικά με την επιπλέον φορολόγηση αποκλειστικά και μόνο των φυσικών προσώπων ελεύθερων επαγγελματιών, προσβλέπουν στην αύξηση των δημοσίων εσόδων και όχι στην πάταξη της φοροδιαφυγής, όπως το Υπουργείο ευαγγελίζεται.

Περαιτέρω, με βάση τον ισχύοντα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) ορίζεται ότι η φορολόγηση διενεργείται επί των πραγματικών κερδών, όπως αυτά αποδεικνύονται και προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία και ότι έμμεσες μέθοδοι προσδιορισμού των κερδών (δηλαδή με βάση τα θεσμοθετημένα τεκμήρια διαβίωσης) χρησιμοποιούνται μόνο όταν δεν υφίστανται βιβλία και στοιχεία ή/και το δηλούμενο εισόδημα δεν επαρκεί για την κάλυψη των δαπανών και των τεκμηρίων διαβίωσης.

Περαιτέρω, με βάση το Σύνταγμα, οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους (άρθρο 4 παρ. 5). Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας αποδίδει τον φόρο που του αναλογεί με βάση τα κέρδη του. Τα πραγματικά του κέρδη. Τα κέρδη που προκύπτουν από την μαθηματική πράξη της αφαίρεσης των εξόδων από τα έσοδα.

Σήμερα, ή τουλάχιστον μέχρι σήμερα, στο δήθεν πλαίσιο της πάταξης της φοροδιαφυγής, έχει θεσπιστεί μία σειρά τεκμηρίων διαβίωσης, τα οποία ισχύουν για όλους τους πολίτες αυτής της χώρας. Με βάση αυτά τα τεκμήρια διαβίωσης, το κράτος προσπαθεί με κάποιον τρόπο να αναγκάσει όσους διαθέτουν για παράδειγμα στην κυριότητα τους ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο να δηλώσουν τουλάχιστον εισόδημα ικανό ώστε να μπορεί αντικειμενικά να δικαιολογεί τη συντήρηση αυτής του της ιδιοκτησίας.

Μέχρι σήμερα, λοιπόν, όλοι οι πολίτες φορολογούμαστε με έναν συγκεκριμένο συντελεστή είτε επί του πραγματικού εισοδήματός μας, εφόσον οι τεκμαιρόμενες δαπάνες διαβίωσης δικαιολογούνται από αυτό είτε επί του τεκμαρτού εισοδήματος, εφόσον οι τεκμαιρόμενες δαπάνες δεν δικαιολογούνται από το πραγματικό εισόδημα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση προκύπτει ένα πλασματικό, ας πούμε, εισόδημα, το οποίο προκύπτει από το άθροισμα του πραγματικού με το τεκμαρτό. Αν και είναι σαφές ότι με τα τεκμήρια μόνο η φοροδιαφυγή δεν καταπολεμάται, καθώς έχει αποδείξει η ιστορία ότι με τα τεκμήρια το μόνο που κερδίζει το κράτος είναι έσοδα, γιατί αν εφάρμοζε την συνταγματικά οριζόμενη μέθοδο φορολόγησης (έσοδα μείον έξοδα), ο προϋπολογισμός του κράτους θα ήταν μείον. Αλλά για την εξυπηρέτηση του σκοπού του παρόντος άρθρου, ας πούμε ότι μέχρι εδώ όλα καλά.

Σήμερα επίσης, σε αυτή τη χώρα έχουμε πολίτες δύο ταχυτήτων και ειδικότερα:

Α) τους μισθωτούς, είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι έχουν συγκεκριμένο ωράριο εργασίας, λαμβάνουν μηνιαίο μισθό, έχουν δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, επίδομα αδείας, λαμβάνουν κοινωνικά και προνοιακά επιδόματα, πληρώνονται οι ασφαλιστικές τους εισφορές από τους εργοδότες τους, έχουν αφορολόγητο εισόδημα που σήμερα ανέρχεται σχεδόν σε 9.000 ευρώ, έχουν εκπιπτόμενες δαπάνες διαβίωσης και

Β) στην αντίπερα όχθη έχουμε τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι δεν έχουν ωράριο, δεν λαμβάνουν μηνιαίο μισθό, δεν έχουν δώρα και επιδόματα, δεν έχουν αφορολόγητο εισόδημα, έχουν ελάχιστες εκπιπτόμενες δαπάνες που αφορούν αποκλειστικά και μόνο την άσκηση του επαγγέλματός τους και βρέξει χιονίσει πρέπει κάθε μήνα να πληρώνουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές, έχουν δεν έχουν έσοδα, κάθε τρίμηνο να αποδίδουν και ΦΠΑ και προκαταβάλλουν και τον φόρο του επόμενου φορολογικού έτους.

Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, είναι σαφές ότι δεν υπάρχει καμία σύγκριση μεταξύ ενός μισθωτού και ενός ελεύθερου επαγγελματία αυτοαπασχολούμενου, καθώς πρόκειται δύο εντελώς διαφορετικές κατηγορίες εργαζομένων και τυχόν εξίσωσή τους οδηγεί σε δυσμενή διάκριση σε βάρος των τελευταίων. Για τον λόγο αυτό εξάλλου έχει κριθεί από το 2019 με απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίνοντας επί της συνταγματικότητας του ν. 4387/2017 περί της εγκαθίδρυσης ενός ενιαίου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ότι «οι ενιαίοι κανόνες ασφαλιστικών εισφορών έχουν ως συνέπεια την εκδήλως δυσμενή διάκριση των αυτοαπασχολούμενων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών έναντι των μισθωτών κατά την πρόσβασή τους στην κοινωνική ασφάλιση και την υπαγωγή τους στον ενιαίο ασφαλιστικό φορέα, η οποία καθιστά τις ρυθμίσεις των άρθρων 39 και 40 του ν. 4387/2017, καθώς και του άρθρου 41 του ίδιου νόμου, καθ` όσον αφορά τις εισφορές υγειονομικής περιθάλψεως των αυτοαπασχολούμενων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών, αντίθετες στην συνταγματική αρχή της ισότητας».

Παρά τα ως άνω όμως, το νομοσχέδιο Χατζηδάκη έρχεται να καταργήσει παντελώς όσα μέχρι σήμερα γνωρίζαμε και να μετατρέψει τους ελεύθερους επαγγελματίες σε χορηγό της ελληνικής οικονομίας, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις εταιρείες. Και πώς το κάνει αυτό; Παραβιάζοντας το Σύνταγμα, υπερβαίνοντας με άλματα την κοινή λογική και καταστρατηγώντας κάθε αίσθημα δικαίου.

Η Κυβέρνηση, προκειμένου να υποστηρίξει το φορολογικό νομοσχέδιο ισχυρίστηκε συνοπτικά ότι το 71% των ελεύθερων επαγγελματιών δηλώνει εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ, ότι είναι παράλογο ένας ελεύθερος επαγγελματίας να δηλώνει εισόδημα λιγότερο από το κατώτατο μισθό των 10.920 ευρώ, ότι είναι παράλογο ένας ελεύθερος επαγγελματίας να δηλώνει έσοδα λιγότερα από αυτά του υπαλλήλου του, ότι δεν πρόκειται για επιβολή νέων φορολογικών μέτρων και ότι εάν κάποιος δεν έχει εισοδήματα κατ’ ελάχιστον 10.920 ευρώ, τότε μπορεί να ζητήσει από την εφορία να τον ελέγξει και να μην εφαρμοστεί το τεκμαρτό κέρδος των 10.920 ευρώ, ότι όλο αυτό γίνεται με σκοπό την πάταξη της φοροδιαφυγής και ότι είναι παράλογο ένας μισθωτός να πληρώνει περισσότερο φόρο από έναν ελεύθερο επαγγελματία. Δημιούργησε δηλαδή την πεποίθηση στον μέσο συνταξιούχο, στον μέσο δημόσιο υπάλληλο, στον μέσο ιδιωτικό υπάλληλο ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες εδώ και χρόνια φοροδιαφεύγουν και τώρα ήρθε η ώρα να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Δυστυχώς, όλο αυτό είναι ένα μύθευμα και στόχος δεν είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής, ούτε η απόδοση δικαιοσύνης, αλλά η αύξηση των εσόδων των κρατικών ταμείων, με άδικη οριζόντια επιβολή τεκμαρτής ελάχιστης φορολογητέας ύλης σε όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες.

  1. Επιβάλλεται κεφαλικός φόρος (χαράτσι κατά το κοινώς λεγόμενο). Ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι δήθεν το μέτρο που εισάγεται με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη δεν είναι οριζόντιο. Ψέμα. Με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη επιβάλλονται αποκλειστικά και μόνο στους ελευθέρους επαγγελματίες επιπλέον φορολογικές επιβαρύνσεις, θεσπίζοντας για πρώτη φορά στα χρονικά ελάχιστο τεκμαρτό κέρδος. Οπότε μετά βεβαιότητας πρόκειται για κεφαλικό φόρο, ένα ολοκαίνουργιο χαράτσι. Είναι τόσο οριζόντιο όσο ήταν και το τέλος επιτηδεύματος, που επιβλήθηκε στους ελεύθερους επαγγελματίες στα χρόνια του μνημονίου και ακόμα και σήμερα το πληρώνουμε. Μόνο που σήμερα υποτίθεται ότι έχουμε βγει από τα μνημόνια. Νομίζω τουλάχιστον…
  2. Ορίζεται ότι όλοι ανεξαιρέτως οι ελεύθεροι επαγγελματίες είμαστε υποχρεωμένοι να δηλώνουμε κέρδη κάθε χρόνο, είτε έχουμε είτε δεν έχουμε στην πραγματικότητα. Τα κέρδη αυτά το νομοσχέδιο Χατζηδάκη τα προσδιορίζει με βάση τον μικτό κατώτατο μισθό που λαμβάνει ο μισθωτός! Έτσι το ελάχιστο αυτό τεκμαρτό κέρδος προσδιορίζεται με βάση το ποσό των 780 ευρώ, που είναι ο σημερινός μικτός κατώτερος μισθός (ούτε καν ο καθαρός μισθός) πολλαπλασιαζόμενο επί 14 μήνες, δηλαδή περιλαμβάνει και τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας και τις ασφαλιστικές εισφορές, διαμορφούμενο έτσι στο ποσό των 10.920 ευρώ.

Ισχυρίζεται η Κυβέρνηση ότι το μέτρο αυτό είναι δήθεν δίκαιο, γιατί στον Υπουργό Οικονομικών, μοιάζει παράλογο ένας ελεύθερος επαγγελματίας 10ετίας να έχει λιγότερα έσοδα από τον υπάλληλό του! Το μόνο παράλογο δυστυχώς είναι αυτή ακριβώς η σκέψη του Υπουργού. Αν για παράδειγμα ένας ελεύθερος επαγγελματίας έχει έναν μετριοπαθή τζίρο 30.000 ευρώ, απασχολεί έναν υπάλληλο με τον κατώτατο μισθό, άρα έχει έξοδα μισθοδοσίας 10.920 ευρώ και λοιπά λειτουργικά έξοδα το μετριοπαθέστατο ποσό των 10.000 ευρώ (ενοίκιο, ασφαλιστικές του εισφορές, ΔΕΚΟ κ.λπ.), τα έσοδά του είναι (30.000 – 10.920 – 10.000=) 9.080 ευρώ. Οπότε ναι έχει έσοδα λιγότερα από αυτά του υπαλλήλου του! Επικοινωνιακά όμως, χρησιμοποιείται συλλήβδην από όλη την Κυβέρνηση αυτός ο παράλογος, αναληθής και έτη φωτός μακριά από την πραγματικότητα ισχυρισμός, προκειμένου να διεγερθεί το κοινό αίσθημα και να στραφούν όλοι εναντίον των ελευθέρων επαγγελματιών, τους οποίους στοχοποιεί ευθαρσώς ως φοροφυγάδες και διακινητές μαύρου χρήματος.

 

  1. Η αλήθεια είναι ότι σε αντίθεση με τους μισθωτούς (του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα) για τους ελεύθερους επαγγελματίες δεν υπάρχει αφορολόγητο όριο, οπότε τα καθαρά εισοδήματα φορολογούνται από το πρώτο ευρώ, δεν υπάρχουν φοροελαφρύνσεις, δεν εκπίπτουν τα έξοδα διαβίωσης από το εισόδημά μας και προκαταβάλλουμε φόρο για την επόμενη φορολογική περίοδο.

Οπότε καταρχάς ας συμφωνήσουμε ότι όχι απλά υπάρχει επιπλέον φορολόγηση, αλλά η επιπλέον αυτή φορολόγηση δεν στηρίζεται σε κανένα πραγματικό εισόδημα στη βάση του, είναι όλο τεκμαρτό και μάλιστα επιλέγεται μία συγκεκριμένη οικονομική βάση, αυτή του μισθωτού, η οποία είναι μεταβλητή. Οπότε το μέτρο αυτό του τεκμαρτού κέρδους, πέραν του ότι αντιβαίνει εξορισμού τα οριζόμενα στο Σύνταγμα, βάσει του οποίου οι πολίτες φορολογούμαστε με βάση το πραγματικό εισόδημά μας, είναι και εντελώς αυθαίρετο, καθώς εάν το επόμενο έτος αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, συνακόλουθα θα αυξηθεί και το ελάχιστο τεκμαρτό μας κέρδος, το οποίο μπορεί αν φτάσει έως και το ποσό των 50.000 ευρώ, όπως προβλέπεται στο νομοσχέδιο! Συγκεκριμένα στο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι για τον προσδιορισμό του τεκμαρτού ελάχιστου κέρδους λαμβάνεται υπόψη το ετήσιο ποσό «του μικτού κατώτατου μισθού…, όπως ισχύει κατά την τελευταία ημέρα του αντίστοιχου φορολογικού έτους». Δηλαδή, αν το 2024 αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, τότε θα αυξηθεί και το ελάχιστο τεκμαρτό μας κέρδος, θα αυξηθεί δηλαδή το ποσό των 10.920 ευρώ, σε ποσό το οποίο δεν γνωρίζουμε, δεν μπορούμε να φανταστούμε και απλά είμαστε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.

Περαιτέρω στο ελάχιστο τεκμαρτό κέρδος προστίθενται επιπλέον προσαυξήσεις, (τις οποίες η Κυβέρνηση δεν έχει επικοινωνήσει (φευ!) με κανέναν τρόπο) για την κατανόηση των οποίων παρατίθενται κατωτέρω κάποια παραδείγματα, τα οποία έχει επιμεληθεί ο κ. Ανδρέας Τσουρουφλής, Αναπληρωτής Καθηγητής Φορολογικού Δικαίου Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Φορολογικού Συμβούλου Ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων, και συγκεκριμένα:

Α. Το ισχύον σήμερα ελάχιστο τεκμαρτό κέρδος των 10.920 ευρώ, προσαυξάνεται κατά 10% για κάθε τρία έτη δραστηριότητας μετά την εξαετία και αν ο ελεύθερος επαγγελματίας απασχολεί προσωπικό τότε το τεκμαρτό κέρδος του ανάγεται στο ποσό των ετήσιων μικτών αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου του και μάλιστα πλήρους απασχόλησης.

 

Έτη επαγγελματικής δραστηριότητας Μείωση ή προσαύξηση Τεκμήριο
6 10.920
7-9 Προσαύξηση κατά 10% 12.012
10-12 Προσαύξηση κατά 20% 13.104
Άνω των 12 Προσαύξηση κατά 30% 14.196

 

Παράδειγμα 1: Δικηγόρος 7ετίας δεν απασχολεί υπαλλήλους και δηλώνει καθαρό κέρδος 10.000 ευρώ. Θα φορολογηθεί για τεκμαρτό ελάχιστο κέρδος 12.012 ευρώ. Ο φόρος που αναλογεί στα δηλωθέντα καθαρά κέρδη είναι 900 ευρώ, ενώ ο φόρος που αναλογεί στο τεκμαρτό ελάχιστο κέρδος είναι 1.342,64 ευρώ.

Παράδειγμα 2: Δικηγόρος άνω της 12ετίας δηλώνει καθαρό κέρδος 12.000 ευρώ και απασχολεί στο γραφείο του για 2 μήνες τον υπάλληλο Α με μηνιαίο μισθό 1.200 ευρώ και για 4 μήνες τον υπάλληλο Β με μηνιαίο μισθό 800 ευρώ. Τα δηλωθέντα καθαρά κέρδη του δικηγόρου είναι πολύ υψηλότερα από τους καταβληθέντες μισθούς στους υπαλλήλους που απασχόλησε. Ωστόσο οι μικτές αποδοχές του Α, αναγόμενες σε ετήσια αμοιβή, είναι 1.200 Χ 14 = 16.800 και οι αντίστοιχες αποδοχές του Β είναι 800 Χ 14 = 11.200. Το τεκμαρτό ελάχιστο κέρδος του δικηγόρου βάσει των ετών δραστηριότητάς του είναι 14.196 ευρώ, ενώ οι ετήσιες μικτές αποδοχές του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου του είναι 16.800. Επομένως ο δικηγόρος θα φορολογηθεί για 16.800 ευρώ. Ο φόρος που αναλογεί στα δηλωθέντα καθαρά κέρδη είναι 1.340 ευρώ, ενώ ο φόρος που αναλογεί στο τεκμαρτό ελάχιστο κέρδος είναι 2.396 ευρώ.

Β. Επιπλέον, το τεκμαρτό ελάχιστο κέρδος, όπως προσδιορίστηκε παραπάνω, προσαυξάνεται σωρευτικά περαιτέρω με τα ακόλουθα ποσά:

α) ποσό 10% του ετήσιου κόστους μισθοδοσίας (μισθός, εργοδοτικές εισφορές, παροχές σε είδος) του προσωπικού που απασχολεί ο υπόχρεος

β) σε περίπτωση που τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα υπερβαίνουν τον μέσο όρο των ετησίων ακαθάριστων εσόδων (τζίρου) του ΚΑΔ (Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας), προσαύξηση κατά ποσοστό ανάλογο της υπέρβασης. Ειδικότερα:

  • Προσαύξηση 30% σε περίπτωση υπέρβασης κατά 100% του μέσου ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ
  • Προσαύξηση 70% σε περίπτωση υπέρβασης κατά 150% του μέσου ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ
  • Προσαύξηση 100% σε περίπτωση υπέρβασης κατά 200% του μέσου ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ

Ο δε μέσος όρος του τζίρου του ΚΑΔ είναι επίσης μεταβλητός και άγνωστος μέχρι σήμερα, καθώς με βάση το νομοσχέδιο ο μέσος όρος αυτός «αναρτάται στον ιστότοπο της Α.Α.Δ.Ε. εντός διμήνου από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος εκάστου έτους».

(Οι ακόλουθοι υπολογισμοί βασίζονται στην παραδοχή ότι ο μέσος όρος των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων που δηλώθηκαν στον ΚΑΔ 69101000 (Νομικές Υπηρεσίες Δικηγόρων ) ανέρχεται στο ποσό των 15.000 ευρώ.)

Παράδειγμα 3. Δικηγόρος 6ετίας χωρίς υπαλλήλους δηλώνει ετήσια ακαθάριστα  έσοδα (τζίρο) 23.000 ευρώ και καθαρά κέρδη 11.500 ευρώ (δαπάνες 40%). Το τεκμαρτό ελάχιστο κέρδος προσαυξάνεται κατά 35% και ανέρχεται σε (10.920 x 1,35 =) 14.742 ευρώ. Ο φόρος που αναλογεί στα δηλωθέντα καθαρά κέρδη είναι 1.230 ευρώ, ενώ ο φόρος που αναλογεί στο τεκμαρτό ελάχιστο κέρδος είναι 1.943,24 ευρώ.

Παράδειγμα 4. Δικηγόρος άνω της 12ετίας απασχολεί καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους υπάλληλο με μηνιαίο μισθό 1.000 ευρώ. Δηλώνει ακαθάριστα έσοδα 32.000 και καθαρά κέρδη 16.000 (δαπάνες 50%). Το τεκμαρτό ελάχιστο κέρδος του βάσει ετών δραστηριότητας είναι 14.196 ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται (σωρευτικά):

α. κατά το 10% του κόστους μισθοδοσίας (ετήσιοι μισθοί 1.000 Χ 14 μήνες συν εργοδοτικές εισφορές 22,29% = 17.120,60 ευρώ), δηλαδή κατά 1.702,06 ευρώ

β. κατά 100% λόγω υπέρβασης κατά 200% του μέσου ετήσιου τζίρου του κλάδου, δηλαδή κατά 14.196 ευρώ.

Άρα το σύνολο του τεκμαρτού ελάχιστου κέρδους του δικηγόρου θα είναι 14.196 + 1.702,06 + 14.196 = 30.104,06 ευρώ.

Ο φόρος που αναλογεί στα δηλωθέντα καθαρά κέρδη είναι 2.220 ευρώ, ενώ ο φόρος που αναλογεί στο τεκμαρτό ελάχιστο κέρδος είναι 6.037,46 ευρώ.

Οπότε με βάση το νομοσχέδιο Χατζηδάκη:

– ο δικηγόρος του παραδείγματος 1, θα αναγκαστεί να καταβάλει φόρο που αναλογεί σε κέρδη 12.012 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα είχε κέρδη 10.000 ευρώ, επειδή τόσο αποφάσισε ο Υπουργός Οικονομικών ότι πρέπει κατ’ ελάχιστο να δηλώνει ένας δικηγόρος 7ετίας, χωρίς να τον ενδιαφέρει εάν στην πραγματικότητα έχει αποκομίσει τα κέρδη αυτά

– ο δικηγόρος του παραδείγματος 2 θα αναγκαστεί να καταβάλει φόρο που αναλογεί σε κέρδη 16.800 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα είχε κέρδη 12.000 ευρώ, επειδή ο Υπουργός Οικονομικών αποφάσισε ότι αν απασχολεί υπάλληλο, τότε θα πρέπει υποχρεωτικά να δηλώσει κέρδη ίσα με τις μικτές ετήσιες αποδοχές (μικτός μισθός 14 μηνών) του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου, ανεξάρτητα αν αυτόν τον υπάλληλο τον απασχόλησε 1 μήνα ή 5 μήνες ή 1 μέρα.

– ο δικηγόρος του παραδείγματος 3 θα αναγκαστεί να καταβάλει φόρο που αναλογεί σε κέρδη 14.742 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα είχε κέρδη 11.500 ευρώ, επειδή υπερβαίνει τον μέσο ετήσιο τζίρο του ΚΑΔ.

– ο δικηγόρος του παραδείγματος 4 θα αναγκαστεί να καταβάλει φόρο που αναλογεί σε κέρδη 30.104,06 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα είχε κέρδη 16.000 ευρώ, επειδή απασχολεί έναν υπάλληλο και υπερβαίνει και το μέσο ετήσιο τζίρο του ΚΑΔ.

 

Συνοπτικά, το τεκμαρτό ελάχιστο κέρδος δεν μένει στα 10.920 ευρώ, αλλά προσαυξάνεται ανάλογα με τα έτη δραστηριότητας, προσδιορίζεται εκ νέου με βάση τον μικτό ετήσιο μισθό του υπαλλήλου του ελεύθερου επαγγελματία και προσαυξάνεται έως και 100% αν υπερβαίνει το μέσο όρο του τζίρου του αντίστοιχου Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας. Περαιτέρω όλα όσα προβλέπονται στο νομοσχέδιο για τον προσδιορισμό του κέρδους είναι μεταβλητά, καθώς στηρίζονται σε παράγοντες (κατώτατος μισθός μισθωτού, τζίρος κλάδου δραστηριότητας) που δεν έχουν σταθερή αποτύπωση.

Όταν λοιπόν, από την απλή πρακτική εφαρμογή του νομοσχεδίου προκύπτει σαφέστατα αύξηση του καταβλητέου φόρου, πώς είναι δυνατόν να ισχυρίζεται το Υπουργείο ότι δεν υπάρχει επιπλέον επιβολή φόρου, ότι το νομοσχέδιο είναι δίκαιο και ότι αποσκοπεί στην πάταξη της φοροδιαφυγής; Είναι προφανές ότι με το επιβαλλόμενο χαράτσι στους ελεύθερους επαγγελματίες το Υπουργείο αποβλέπει στην αύξηση των ταμειακών του εισροών, ώστε να καλύψει όλες τις παροχές που είχε υποσχεθεί προεκλογικά η Κυβέρνηση στην ευρεία εκλογική της βάση.

Επιπλέον απόδειξη του ότι δεν προσβλέπει το φορολογικό νομοσχέδιο στην πάταξη της φοροδιαφυγής, είναι ότι δεν ασχολείται καθόλου με τις εταιρείες, οι οποίες μένουν στο απυρόβλητο με ευνοϊκότατους φορολογικούς συντελεστές, αλλά ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τις ατομικές επιχειρήσεις, τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα. Ο συντελεστής φορολογίας των εταιρειών είναι 22%, ενώ ο συντελεστής φορολογίας των φυσικών προσώπων μπορεί να φτάσει μέχρι και 44%! Αποκλειστικά και μόνο για τα φυσικά πρόσωπα επιβάλλεται υποχρεωτική δήλωση κερδοφορίας κατ’ ελάχιστο 10.920 ευρώ (με βάση τα σημερινά δεδομένα, γιατί εάν το επόμενο έτος αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, θα αυξηθεί και το ποσό των 10.920 ευρώ). Δεν ακούσαμε όμως τον Υπουργό Οικονομικών να αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν μία εταιρεία 10ετίας να βγάζει λιγότερα από τον υπάλληλό της, όταν η εταιρεία αυτή δηλώνει ζημίες! Προφανώς αυτό φαντάζει λογικό στον Υπουργό!

  1. Το νομοσχέδιο προβλέπει ρητά ότι «δεν συνιστούν και δεν αποδεικνύουν τέτοιους λόγους (σ.σ. απαλλαγής από το ελάχιστο τεκμαρτό κέρδος) μόνες οι εγγραφές στα τηρούμενα βιβλία, αρχεία και στοιχεία του φορολογουμένου». Οπότε η δήλωση του Υπουργού Οικονομικών ότι «το τεκμήριο είναι μαχητό και πως όποιος πιστεύει ότι δεν καλύπτεται από τις οκτώ εξαιρέσεις που προβλέπει το νομοσχέδιο, μπορεί να πάει στις φορολογικές Αρχές και να ζητήσει να γίνει έλεγχος» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Για ακόμα μία φορά με επικοινωνιακά τερτίπια επιχειρείται ο υποβιβασμός στα μάτια της κοινής γνώμης των αντιδράσεων του συνόλου των ελεύθερων επαγγελματιών, ώστε να δημιουργηθεί η πλασματική εντύπωση του ότι «μα γιατί φωνάζουν, αφού μπορούν να αποδείξουν ότι έβγαλαν λιγότερα» και ακόλουθα να δημιουργηθεί η πεποίθηση στο κοινό ότι «δεν θέλουν να τους ελέγξουν, γιατί αν τους ελέγξουν, η εφορία θα ανακαλύψει ότι φοροδιαφεύγουν».

Δυστυχώς, η τακτική αυτή της Κυβέρνησης καταδεικνύεται από τις δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος δηλώνει όπου σταθεί και όπου βρεθεί ότι «το 71% των ελευθέρων επαγγελματιών δήλωσε εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ, που είναι χαμηλότερο και από το εισόδημα ενός μισθωτού με τον βασικό μισθό. Το 54% δήλωσε μηδενικά έσοδα ή και ζημίες και το 27% το κάνει αυτό επί πέντε χρόνια συνέχεια». Εγώ αναρωτιέμαι, γιατί δεν έλεγξε κανείς αυτό το 71% έστω και δειγματοληπτικά, γιατί δεν έλεγξε κανείς αυτό το 54% και γιατί δεν έλεγξε κανείς αυτό το 27%. Γιατί άραγε; Αφού το ζητούμενο είναι τάχα μου δήθεν η πάταξη της φοροδιαφυγής, γιατί κανείς δεν έλεγξε αυτούς τους πιθανούς φοροφυγάδες, αλλά επέλεξε με πλήρη συνείδηση να τιμωρήσει συλλήβδην όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες; Η απάντηση είναι μία και μόνη. Δεν επιχειρείται μέσω του νομοσχεδίου Χατζηδάκη η πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά επιχειρείται μόνο η εισροή χρήματος στα κρατικά ταμεία.

            Ακόμα δε και αν ήταν δυνατή η αμφισβήτηση του τεκμαρτού κέρδους, αυτό θα ήταν άνευ αντικειμένου, καθώς ο ελεγχόμενος θα έπρεπε να πληρώσει τον φόρο και όταν θα ολοκληρωθεί ο έλεγχος, να προσφύγει δικαστικά και όταν κριθεί αμετάκλητα ότι όντως είχε κέρδη λιγότερα από τα τεκμαρτά τότε θα υποχρεωθεί το Δημόσιο να του επιστρέψει τον φόρο που αδίκως κατέβαλε. Είναι πιστεύω κατανοητό ότι για να συμβεί αυτό θα πρέπει να παρέλθουν πολλά χρόνια και πρόκειται για δώρον άδωρον.

  1. Όσον αφορά δε ειδικότερα στους δικηγόρους είναι αδιανόητο να ξεχνάει ο οποιοσδήποτε ότι την περίοδο της καραντίνας, οπότε και τα δικαστήρια ήταν κλειστά για μήνες ολόκληρους, δεν είχαμε κανένα απολύτως έσοδο πέραν του επιδόματος κατάρτισης που λάβαμε της τάξης των 600 ευρώ και αυτό άπαξ και όλους αυτούς τους μήνες που όλοι οι μισθωτοί, με τους οποίους μας εξισώνει τώρα ο Υπουργός Οικονομικών, τελούσαν σε αναστολή εργασίας και λάμβαναν επιδόματα, μισθούς κ.λπ., εμείς όχι μόνο δεν είχαμε βάλει ούτε ευρώ στην τσέπη μας, αλλά καλούμασταν να πληρώσουμε ασφαλιστικές εισφορές, ΦΠΑ και να ζήσουμε κιόλας. Επίσης, μετά την περίοδο της καραντίνας οι δικηγόροι ήρθαμε και πάλι αντιμέτωποι με νέες οικονομικές επιβαρύνσεις, καθώς αυξήθηκαν και πάλι οι ασφαλιστικές μας εισφορές.

Σήμερα, με βάση τα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει η Ολομέλεια Δικηγορικών Συλλόγων, 12.977 δικηγόροι έχουν μεταφέρει την επαγγελματική τους έδρα στο σπίτι τους, καθώς αδυνατούν να καλύψουν τα έξοδα δικηγορικού γραφείου, το 33% του σώματος έχει υπαχθεί σε ρύθμιση οφειλών, καθώς αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του (ενώ άγνωστος παραμένει ο αριθμός εκείνων που έχουν απωλέσει τις ρυθμίσεις).

Επιπλέον, οι δικηγόροι είναι η μόνη κατηγορία ελευθέρων επαγγελματιών που προκαταβάλει φόρο, ασφαλιστικές εισφορές και ΦΠΑ, μέσω των γραμματίων προείσπραξης, που υποχρεωτικά εκδίδουμε για να παρασταθούμε σε δικαστήριο είτε για οποιαδήποτε δικαστηριακή ενέργεια (π.χ. κατάθεση δικογράφου). Με βάση τα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει η Ολομέλεια Δικηγορικών Συλλόγων για το έτος 2022 οι δικηγόροι προκατέβαλαν ποσό 30.040.525 ευρώ για φόρο, ποσό 42.391.509 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές και ποσό 48.908.146 ευρώ για αναλογούντα ΦΠΑ.

Τα παραπάνω είναι γνωστά σε όλους, αλλά αντί να ληφθούν υπόψη, εισπράξαμε προσφάτως και τον χλευασμό του υφυπουργού Εργασίας Τσακλόγλου, ο οποίος αναρωτήθηκε σε συνέντευξή του στο Action 24 με άκρως ειρωνικό και περισπούδαστο ύφος  «ο … δικηγόρος γιατί δεν πάει να δουλέψει ντελιβεράς; Εάν το ντελιβεράδικο θα πήγαινε στα τρία χιλιάρικα, θα πήγαινε;…Κατά πάσα πιθανότητα έχουμε πάρα πολλούς δικηγόρους και λίγους ντελιβεράδες». Αλλά αυτός ζήτησε συγγνώμη. Οπότε αφού απολογήθηκε όλα καλά. Αυτό που απεμπολείται ωστόσο είναι ότι «γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει» και η δήλωση αυτή του κ. Τσακλόγλου αντικατοπτρίζει τον θρασύ τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο επιστημονικός μας κλάδος.

Εν κατακλείδει, η άμεση συνέπεια της τυχόν ψήφισης αυτού του νομοσχεδίου ως έχει, θα ήταν ο εξαναγκασμός πολλών δικηγόρων να πάψουν να ασκούν το επάγγελμα, καθώς η κατ’ εξακολούθηση φορολογική μας επιβάρυνση με τη συνάμα διαρκή απομείωση της δικηγορικής ύλης θα καταστήσει το κλείσιμο δεκάδων δικηγορικών γραφείων μονόδρομο. Οι περισσότεροι από εμάς δεν προερχόμαστε από δικηγορικά τζάκια και δεν έχουμε ασφαλιστικές δικλείδες. Είμαστε ίσως ρομαντικοί, που πιστεύουμε ότι ασκούμε λειτούργημα και δεν είμαστε «έμποροι», αλλά δυστυχώς για τους κυβερνώντες είμαστε οι καβαφικοί βάρβαροι, οι πλούσιοι φοροφυγάδες.

«Γιατί κι οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

– Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία κι η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν). Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κι οι πλατέες, κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν. Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

– Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις

 

Αγγελική Π. Πάτσαλη

Δικηγόρος

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα