«Η επιστροφή στην ανάπτυξη προϋποθέτει μεταρρυθμίσεις»

Ιδιαίτερα προσεκτικός στα λεγόμενα του, εν αντιθέσει με τους πανηγυρικούς τόνους της κυβέρνησης, εμφανίζεται ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.

Σε χαιρετισμό που απεύθυνε σε εκδήλωση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, μίλησε για την επιτακτική ανάγκη –μετά την αναμενόμενη ολοκλήρωση της αξιολόγησης στο Eurogroup της 24ης Μαΐου- να στρέψουμε αμέσως την προσοχή μας στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, στην ανάληψη δράσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών και στην αναθέρμανση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Ο ίδιος εκτιμά ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης «είναι το κλειδί για την επιστροφή καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα» και θα οδηγήσει σε άρση του waiver.

«Στην ΤτΕ εκτιμούν ότι η επιστροφή στην ανάπτυξη θα υποβοηθηθεί από τη μείωση του τελικού δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ», παρατήρησε ο κ. Στουρνάρας και συνέχισε λέγοντας ότι «η ελληνική οικονομία έχει την δυνατότητα και την προοπτική να επανέλθει σε ανοδική τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο και εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται». Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ  σε αυτό θα συμβάλει αποφασιστικά η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος μετά τις ουσιαστικές δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα, η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί στο Eurogroup της 24ης Μαΐου.

«Το Eurogroup θα πρέπει με τη σειρά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών και στη δική του δέσμευση, η οποία χρονολογείται από το Νοέμβριο του 2012, και έχει επαναληφθεί δύο φορές από τότε, για την υλοποίηση των δράσεων που θα καταστήσουν το δημόσιο χρέος βιώσιμο και τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα διαχειρίσιμες. Ήδη αυτό άρχισε να προεξοφλείται στις αγορές μέσω τις υποχώρησης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας.

Ανέφερε ακόμα πως «στην Τράπεζα της Ελλάδος θεωρούμε ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξής θα υποβοηθηθεί από τη μείωση του τελικού δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Στη φάση που βρισκόμαστε το ζητούμενο πλέον είναι η εφαρμογή των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων, που περιλαμβάνονται στο νέο πρόγραμμα με στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης».

Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ «οι ελληνικές αρχές μετά τη νομοθέτηση των απαιτούμενων δημοσιονομικών παρεμβάσεων και την αναμενόμενη ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης στο Eurogroup της 24ης Μαΐου, θα πρέπει αμέσως να στρέψουν την προσοχή τους στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, στην ανάληψη δράσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών και στην αναθέρμανση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Αυτές οι δράσεις θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην αξιολόγηση των προοπτικών της χώρας από τις διεθνείς αγορές και θα οδηγήσουν σε έναν ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτήσει την οριστική έξοδο από την κρίση. Η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος είναι βέβαιο ότι θα επιδράσει θετικά στο κλίμα εμπιστοσύνης και τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας το 2016».

Ο Γιάννης Στουρνάρας τόνισε ακόμα πως «σύμφωνα με τα σενάρια που επεξεργαζόμαστε, το πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε συνδυασμό με την εξομάλυνση των μελλοντικών πληρωμών τόκων για τα δάνεια από τον EFSF, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), καθώς και για τα διμερή δάνεια του πρώτου προγράμματος (Greek Loan Facility – GLF) για μια περίοδο 20 ετών, και την επέκταση της περιόδου αποπληρωμής των δανείων του EFSF και των διμερών δανείων του πρώτου προγράμματος για περίπου 22 χρόνια:

• Θα περιορίσει σημαντικά τις δαπάνες για τόκους (περίπου κατά 2,8% του ΑΕΠ),

• Θα καταστήσει τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου διαχειρίσιμες καθώς θα τις περιορίσει σημαντικά κάτω του 15% του ΑΕΠ, το οποίο είναι το όριο που υιοθετεί το ΔΝΤ για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και

• Θα μειώσει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κάτω από το 100% το 2030 και στο 89% το 2035 (έναντι 126% χωρίς ελάφρυνση χρέους)».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα