«Ιερή» σκευωρία με κουκουλοφόρους έστειλαν τον Ιησού στον σταυρό

Ένα... τσουβάλι δικονομικές παραβιάσεις έλαβαν χώρα στην δίκη-παρωδία του Θεανθρώπου προκειμένου το ιερατείο της Ιουδαίας να μην χάσει τα πολιτικο-θρησκευτικά του οφίτσια 

Η παγκόσμια ιστορία έχει καταγράψει πολλές δικαστικές σκευωρίες μέσω των οποίων ξεχωριστές ανθρώπινες οντότητες κάθισαν στο σκαμνί της εκάστοτε Θέμιδας και καταδικάστηκαν άδικα από τους διώκτες τους. Ακόμη και ο Θεάνθρωπος έπεσε θύμα των διωκτών του πίνοντας το πικρό ποτήρι των Παθών αφού είχε προηγηθεί μια δίκη παρωδία.

Του Νίκου Τσαγκατάκη

Περίπου τέσσερις αιώνες πριν από την έλευση του Μεσσία στη Γη χρειάστηκαν οι ψευδομαρτυρίες ενός πολιτικού, ενός ρήτορα και ενός βυρσοδέψη για να σταλεί ο Σωκράτης στο Δικαστήριο της Ηλιαίας, κατηγορούμενος για άρνηση της επίσημης κρατικής θρησκείας, για λατρεία «κενών» ψευδών θεών-δαιμονίων, καθώς και για διαφθορά των νέων. Αλλά και μετά από την επέλευση του Θείου Δράματος, οι ανά τους αιώνες… ανεπιθύμητοι, από τον Μαρτίνο Λούθηρο και τον Γαλιλαίο μέχρι τον Κολοκοτρώνη και τον Γάλλο λοχαγό Άλφρεντ Ντρέιφους, το μοτίβο της σκευωρίας και των «κουκουλοφόρων» μαρτύρων επαναλήφθηκε αρκετές φορές προκειμένου να κλειστούν τα στόματα όσων απειλούσαν την καθεστηκυία τάξη της εποχής τους.

Ο Ιησούς δεν αποτελεί εξαίρεση αυτής της πρακτικής αφού οδηγήθηκε στο σκαμνί του Μεγάλου Συνεδρίου, που ήταν το ανώτατο εβραϊκό δικαστήριο, με έωλες κατηγορίες και με το πέρας μιας απολύτως αμφιλεγόμενης ακόμη και για τα χρόνια του Ιησού δικονομικής διαδικασίας καταδικάσθηκε στην εσχάτη των ποινών που ήταν ο απαξιωτικός σταυρικός θάνατος.

 

Η σύλληψη, η προανάκριση και η σκανδαλώδης μεταβολή του κατηγορητηρίου 

Ξεκινώντας από το κίνητρο να στηθεί η σκευωρία κατά του Θεανθρώπου, είναι ξεκάθαρο ότι ο Ναζωραίος είχε καταστεί επικίνδυνο αγκάθι για την κοσμική και δήθεν ελέω Θεού εξουσία που ασκούσαν οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του Μεγάλου Συνεδρίου, δεδομένου ότι στα κηρύγματά του ο Ιησούς καταφερόταν εναντίον τους «εισπράττοντας» μεγάλη λαϊκή απήχηση. Αυτό που, μάλιστα, είχε εξοργίσει σε μέγιστο βαθμό το ιερατείο ήταν η κριτική που ασκούσε ο Θεάνθρωπος στον μωσαϊκό νόμο, του οποίου θεματοφύλακες ήταν τα μέλη του Συνεδρίου, καθώς και η πράξη του να διώξει με βία τους «αργυραμοιβούς» (Ιω. 2, 12-15) που είχαν κάνει τον Ναό του Σολομώντα –την «οικία του Πατέρα του»– «οίκο εμπορίου» (Ματθ.2,16) και «σπήλαιο ληστών» (Ιερ.7,11).

Με το κλίμα να γίνεται όλο και πιο εκρηκτικό, ήταν πλέον αναγκαίο να «εφευρεθεί» μία σοβαρή κατηγορία βάσει της οποίας ο «διασαλευτής» του θρησκευτικο-πολιτικού καθεστώτος στην υπό ρωμαϊκή διοίκηση Ιουδαία να συλληφθεί και εν τέλει να σιγήσει. Κι αυτή η καταρχήν κατηγορία ήταν σύμφωνα με τα Ευαγγέλια το γεγονός ότι οι ακόλουθοι του Ιησού τον εμφάνιζαν ως Μεσσία και «Βασιλιά των Ιουδαίων».

Με αυτήν την κατηγορία αναζητείται ο Ιησούς, ο οποίος υποδεικνύεται μία νύχτα από τον καταδότη απόστολο Ιούδα Ισκαριώτη στη Γεσθημανή, όπου και συνελήφθη από πλήθος ενόπλων λαϊκών που είχαν σταλεί για τον λόγο αυτό από τους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους του Μεγάλου Συνεδρίου.

Το ίδιο κιόλας βράδυ ξεκινάει και η προανάκριση του Ιησού στο σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα, όπου εν τω μεταξύ έχουν προσέλθει για να συνεδριάσουν 70 μέλη του Ανώτατου Εβραϊκού Δικαστηρίου. Κάπου εδώ είναι που ξεκινά μία σειρά σοβαρών παραβιάσεων της δικονομίας, των κανόνων δηλαδή με τους οποίους όφειλε να διεξαχθεί η προανακριτική διαδικασία.

Κατά πρώτον, το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου, αλλά στο σπίτι του Αρχιερέα, νύχτα και όχι ημέρα και χωρίς να έχει ήδη διατυπωθεί κατηγορία από τουλάχιστον δύο μάρτυρες, σύμφωνα με τους νόμους της εποχής. Κατά δεύτερον, οι «στημένοι» μάρτυρες παράφρασαν σκόπιμα τα λόγια του Ιησού για το δήθεν γκρέμισμα του Ναού του Σολομώντα –«λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν» (Ιω. Β΄19)–, ενώ ο λόγος του Υιός του Θεού αναφερόταν στην δική Του Ανάσταση.

Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, οι ψευδομάρτυρες εξετάστηκαν ταυτόχρονα και όχι διαδοχικά όπως είναι το ορθό, αλλά έστω κι έτσι οι μαρτυρίες τους ήταν αντικρουόμενες!!! Πώς λύθηκε το… προβληματάκι; Το Μέγα Συνέδριο αποφάσισε ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί κατηγορία από τις μαρτυρικές καταθέσεις και ο προεδρεύων αρχιερέας Καϊάφας ρώτησε τον Χριστό, αν αυτός είναι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού («Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού;»). Τότε ο Ιησούς του απάντησε ότι «Εσύ είπες ότι είμαι αυτός», γεγονός που έβγαλε από τα ρούχα του τον αρχιερέα ο οποίος αναφώνησε εξοργισμένος ότι δεν υπάρχει ανάγκη μαρτύρων, όταν ο «κατηγορούμενος» βλασφημά υποστηρίζοντας ότι είναι ο Μεσσίας (Ματθαίου ΚΣΤ΄ 63: «Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε. Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;»).

Με όρους δικονομίας όλα τα παραπάνω συνιστούν μεταβολή του κατηγορητηρίου και «δέσιμο» της κατηγορίας του Ιησού σε επ’ αυτοφώρω βλασφημία, παρ’ ότι:

α) Ο Μωσαϊκός Νόμος δεν αναγνώριζε την ομολογία ως απόδειξη,

β) Ο Ιησούς «παραστάθηκε» χωρίς υπεράσπιση,

γ) Η ψηφοφορία των μελών του Συνεδρίου που αποφάσισαν ότι ο Ιησούς «ένοχος θανάτου εστί» (Ματθαίου ΚΣΤ΄ 67) έγινε ταυτόχρονα και όχι κατά σειρά ανάστροφης αρχαιότητας.

 

Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι υπήρξε και δεύτερη μεταβολή του κατηγορητηρίου προς το δυσμενέστερο αφού η κατηγορία της βλασφημίας μετατράπηκε σε κατηγορία για εσχάτη προδοσία, με την αιτιολογία ότι ο Θεάνθρωπος δήλωσε ότι είναι «Βασιλιάς των Ιουδαίων». Αυτές οι δηλώσεις αποτέλεσαν αδικήματα αντίληψης ή θρησκείας απέναντι στις ιουδαϊκές αρχές, αλλά ταυτόχρονα και ένα έγκλημα εσχάτης προδοσίας απέναντι στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τιβέριο.

 

Η αρχική αθώωση από τον Πιλάτο και η «εμπλοκή» του Ηρώδη

Προκειμένου να τηρηθούν τα προσχήματα, η δίκη του Κυρίου επαναλήφθηκε την επομένη ημέρα το πρωί προκειμένου να επικυρωθεί η καταδίκη του ημέρα πια και στον σωστό τόπο, δηλαδή στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου στα τείχη της Ιερουσαλήμ. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε ενώπιον του Ρωμαίου Έπαρχου Ποντίου Πιλάτου, για να την επικυρώσει και αυτός. Έτσι ξεκίνησε μια νέα ρωμαϊκής δικονομίας παρωδία δίκης!!!

Δεδομένου ότι οι Εβραίοι δεν ήθελαν να μπουν στο Πραιτόριο για να μη μολυνθούν παραμονές Πάσχα, ο Πιλάτος διέταξε να μεταφερθεί η δικαστική έδρα του στο λιθόστρωτο και ο κατηγορούμενος Ιησούς μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος μπροστά του. Επειδή, όμως, ουδόλως θα ενδιέφερε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η κατηγορία της θρησκευτικής βλασφημίας, ούτε άλλωστε επέφερε τη θανατική ποινή, ο Καϊάφας απέκρυψε το θέμα από τον Πόντιο Πιλάτο και διατύπωσε καινούργια κατηγορία περί υποκίνηση… φοροδιαφυγής: Ότι ο Ιησούς αποδεδειγμένα(;) διαστρέφεται την έννοια του έθνους και αυτοαποκαλούμενος ως Βασιλιάς των Ιουδαίων εμποδίζει τν καταβολή των φόρων στον Καίσαρα  (Λουκ. ΚΓ’, 2, «Τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν Βασιλέα είναι»). Επιπρόσθετα, ο Καϊάφας για να γίνει περισσότερο πειστικός επικαλέστηκε με στρεβλό φυσικά τρόπο την γνωστή απάντηση που  είχε δώσει ο Χριστός στους μαθητές των Φαρισαίων –«απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεου τω Θεώ» (Ματθ. ΚΒ΄, 21)– όταν οι τελευταίοι τον ρώτησαν για τη ρωμαϊκή φορολογία.

Ακριβώς όπως και σήμερα έτσι και τότε με βάση το Ρωμαϊκό Δίκαιο η συνέχιση της διαδικασίας απαιτούσε την κατάθεση γραπτής αίτησης για εισαγωγή σε δίκη με την διατύπωση της ακριβούς κατηγορίας, ώστε στη συνέχεια να καθοριστεί η ημέρα της δίκης, να κληθούν οι μάρτυρες και έπειτα να καταθέσουν.

Τίποτα από αυτά δεν έγινε. Ο Πόντιος Πιλάτος κατέβηκε από την έδρα του και συνομίλησε με τον Ιησού μέσα στο Πραιτόριο, μακριά από το πλήθος των μαινόμενων Εβραίων: «Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;» (Λουκ. ΚΓ’ 3), ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησού, ο οποίος του απάντησε «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου …. εγώ …. εις τούτο ελήληθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία» (Ιω. ΙΗ’, 35 επ.). Και έτσι έκρινε κατευθείαν ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία και αθώωσε τον Ιησού λέγοντας «εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ» (Ιω. ΙΗ’ 38). Αλλά αντί να απελευθερώσει άμεσα τον κατηγορούμενο ο Πιλάτος αντιλήφθηκε ότι ο Ιησούς ήταν Γαλιλαίος, άρα εκτός των δικών του ορίων δικαιοδοσίας και για να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη τον έστειλε στον Ηρώδη, που εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ. Έ

τσι αρχίζει μία τρίτη δίκη όπου ο Ηρώδης, έχοντας ήδη αποκεφαλίσει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και μη θέλοντας να έρθει ξανά αντιμέτωπος με την λαϊκή μήνη, αποφάσισε ότι τόσο το αδίκημα του Ιησού, όσο και η καταδίκη του πραγματοποιήθηκαν εκτός των διοικητικών αρμοδιοτήτων του, οπότε τον αθώωσε για δεύτερη φορά. Αλλά και αυτός αντί να τον αφήσει ελεύθερο τον έστειλε πάλι πίσω στον  Πιλάτο. Ο Ρωμαίος Έπαρχος από τον εξώστη του Πραιτορίου απευθύνθηκε στους Ιουδαίους λέγοντας ότι μπροστά τους τον ανέκρινε, μπροστά τους τον αθώωσε και αυτός αλλά και ο Ηρώδης. Μπροστά, όμως, στη γενική κατακραυγή και σε μία τελευταία προσπάθεια να σώσει τον Ιησού –ή τέλος πάντων να μην σηκώσει ο ίδιος το βάρος μιας άδικης καταδίκης– τον εμφάνισε μαζί με τον ληστή Βαραββά απευθύνοντας το πλήθος το ερώτημα σε ποιον από τους δύο να δώσει «χάρη» για τη γιορτή του Πάσχα.

Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: Παρ’ ότι ο κατηγορούμενος αθωώθηκε δύο φορές, κατά κατάφωρη παραβίαση και πάλι της νομοθεσίας του Ιούλιου Καίσαρα, καταδικάστηκε από το αλαλάζον πλήθος «Σταύρωσον αυτόν».

Υπογραμμίζεται ότι ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου «non bis in idem» που ισχύει ακόμα και σήμερα παγκοσμίως, βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται να δικαστεί κανείς δεύτερη φορά για το ίδιο αδίκημα. Κι όμως ο Πιλάτος ξαναμπήκε στο Πραιτόριο, ανέκρινε και πάλι τον Ιησού, επιχείρησε ξανά να συνομιλήσει με τον όχλο, αλλά στην απειλή του όχλου ότι με την αθώωσή του ήταν σαν να αμφισβητεί και ο ίδιος τον Καίσαρα ο Ρωμαίος αξιωματούχος «ένιψε τα χέρια του από το αίμα του αθώου» και παρέδωσε τον Ιησού στους κατηγόρους του.

Έτσι επισφραγίστηκε η θανατική καταδίκη του Θεανθρώπου για το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας έναντι του Ρωμαίου Αυτοκράτορα, αφού παρουσιαζόταν ως Βασιλεύς των Ιουδαίων και καταπατήθηκε έτσι η Lex Julia Majestatis και τα Crimina Imminutae Majestatis κατά τη Ρωμαϊκή Νομοθεσία, ενώ είχε ήδη παραβιαστεί και η Ιουδαϊκή από ένα και μόνο πράγμα: Σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό Νόμο (Sanhedrin IV,I), από τη σύλληψη μέχρι την εκτέλεση της ποινής θα έπρεπε να μεσολαβήσουν τουλάχιστον τέσσερις ημέρες. Και ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ στο όρος των Ελαιών και την Παρασκευή το βράδυ είχε ήδη σταυρωθεί.

 

Ως εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου

Ψηλαφίζοντας κάποιες από τις παραμέτρους της δίκης του Χριστού όπως αυτές έχουν καταγραφεί στα Ευαγγέλια γίνεται αντιληπτό ότι επρόκειτο για την πολιτική και θρησκευτική καταδίκη ενός ιερού κήρυκα ως εγκληματία του κοινού ποινικού δικαίου, και μάλιστα με κατάφωρη και πολλαπλή παραβίαση δικονομικών κανόνων και βασικών αρχών του Δικαίου. Ανατρέχοντας στις ιστορικές συνθήκες της εποχής διαπιστώνουμε ότι η απόδοση Δικαιοσύνης βρισκόταν ήδη σε πολύ υψηλό επίπεδο, καθώς το Ρωμαϊκό Δίκαιο δεν υπολείπεται πολύ του σύγχρονου και το εβραϊκό ιεροκρατικό στηριζόταν στον Μωσαϊκό Νόμο, αλλά η εποχή της ρωμαϊκής υποτέλειας είχε επιφέρει μεγάλη φαυλότητα και ηθικό ξεπεσμό.

Συνεπώς, κανόνες δίκαιης δίκης υπήρχαν αλλά αγνοήθηκαν, αρχές Δικαίου υπήρχαν αλλά καταστρατηγήθηκαν, και ο νομικός πολιτισμός κατέγραψε αυτήν τη δίκη ως δίκη σκοπιμότητας. Αν τοποθετήσουμε τη δίκη στη σύγχρονη εποχή θα ανακαλύψουμε ότι ισχύουν ακριβώς οι ίδιοι κανόνες: ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου, το τεκμήριο αθωότητας επιτάσσει την αθώωσή του σε περίπτωση αμφιβολιών (in dubio pro reo), η κατηγορία πρέπει να προϋπάρχει της δίκης, να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να οριστεί δικάσιμος προκειμένου να προετοιμάσει την υπεράσπισή του και να αποδειχθεί η τέλεση του αδικήματος από τους μάρτυρες, όχι η μη τέλεσή του από τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος και τότε και σήμερα δικαιούται υπεράσπισης, αξιοπρεπούς αντιμετώπισης και αμερόληπτης δικαστικής κρίσης, ενώ από αρχαιοτάτων νομικών χρόνων μέχρι σήμερα δεν είναι επιτρεπτή η μεταβολή του κατηγορητηρίου επί χείρω, δηλαδή σε βαρύτερο αδίκημα από αυτό που αρχικά κατηγορήθηκε.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα