Στο μικροσκόπιο του Μαξίμου η δυσαρέσκεια των πολιτών

Για ένα μεγάλο διάστημα, όλα όσα έπραττε η κυβέρνηση ο κόσμος τα δεχόταν. Ακόμη και στα λάθη και στις αστοχίες, η κοινωνία επεδείκνυε αντοχή και συγχωρητική διάθεση. Όμως η συνέχιση των περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας, αλλά και η αυξανόμενη ανησυχία για την επόμενη ημέρα της οικονομίας έχει αλλάξει έστω και σε μικρό βαθμό τα δεδομένα, κάτι που πλέον αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις.

Του Μιχάλη Κωτσάκου

Και βέβαια, παρά το γεγονός ότι η Ν.Δ. διατηρεί διψήφιο προβάδισμα από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και ότι ο πρωθυπουργός εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της λύσης έναντι του κ. Τσίπρα, τώρα πολύ πιο εύκολα οι πολίτες ασκούν κριτική στα κυβερνητικά μέτρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πλέον οι αρνητικές και οι θετικές γνώμες για τη διαχείριση της πανδημίας είναι ίσα βάρκα – ίσα γιαλό.

Αναμφίβολα η κόπωση των πολιτών από τη συνεχόμενη καραντίνα αυξάνει τη δυσαρέσκεια της κοινωνίας, η οποία πλέον διαμαρτύρεται επί δικαίων και αδίκων. Και αυτό πρωτίστως έχει τεθεί προς ανάλυση στο Μαξίμου. Περισσότερο εξετάζουν τις αιτίες της δυσαρέσκειας, παρά το εάν η αντιπολίτευση καρπώνεται τη φθορά. Οι δυναμικές σήμερα της δυσαρέσκειας προκύπτουν από έναν συνδυασμό παραγόντων.

Κατ’ αρχάς, είναι η απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών στη στρατηγική των lockdown. Αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά διεθνές. Το γεγονός ότι ιδίως στο τρίτο κύμα αυξάνονται τα κρούσματα ακόμη και μέσα στα περιοριστικά μέτρα, υπονομεύει ένα αφήγημα ότι αυτό που χρειάζεται είναι λίγη υπομονή και δημιουργεί συνολικότερη δυσπιστία για το εάν η πολιτική που ακολουθήθηκε είναι η ενδεδειγμένη. Έπειτα, όσο προχωράει η πανδημία, αναδεικνύονται ολοένα και περισσότερο τα προβλήματα που υπάρχουν στο σύστημα υγείας.

Ο αγώνας δρόμου για να βρεθούν ΜΕΘ, η αίσθηση ότι το ΕΣΥ διαρκώς φτάνει στα όριά του, παρά τις διαβεβαιώσεις ότι είχαν ληφθεί όλα τα μέτρα, επίσης επιτείνουν ένα αίσθημα δυσπιστίας. Αυτοί οι δύο παράγοντες επιτείνουν την αίσθηση ότι τελικά τα περιοριστικά μέτρα ήταν περισσότερο καταπιεστικά και λιγότερο αποτελεσματικά. Σε συνδυασμό με τις φωνασκίες του ΣΥΡΙΖΑ για αστυνομικό κράτος, στα μάτια κάποιων πολιτών τα μέτρα φαντάζουν έως και αυταρχικά.

 

Ο σχεδιασμός της επόμενης ημέρας κυριαρχεί στις συσκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου

Η επόμενη ημέρα

Μέσα σε αυτό το τοπίο, προστίθεται και μια άλλη παράμετρος. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν και έχουν μια ανασφάλεια για τα οικονομικά. Και ναι μεν τα νοικοκυριά έχουν προσθέσει χρήματα στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, όπως έχει ανακοινώσει εδώ και πολύ καιρό μέσω των εκθέσεών του και ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, εν τούτοις υπάρχει αγωνία για την επόμενη ημέρα. Για το πόσες επιχειρήσεις θα μπορέσουν να σταθούν όρθιες, για το πόσες θέσεις εργασίας θα παραμείνουν. Ειδικά υπάρχουν κλάδοι, οι οποίοι έχουν ξεχάσει πώς είναι να δουλεύεις. Όπως η εστίαση, ή οι εργαζόμενοι στον τουρισμό, στα γυμναστήρια και σε άλλους κλάδους. Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι, παρ’ ότι οι άνθρωποι είναι αγχωμένοι με την πανδημία, την ίδια στιγμή στηρίζουν την ανάγκη να υπάρξει κάποιου τύπου άνοιγμα, κυρίως επειδή αντιλαμβάνονται ότι έχουμε φτάσει σε οριακό οικονομικό κόστος.

Όλες αυτές οι δυναμικές, όπως επισημαίνουν στις αναλύσεις τους στο Μαξίμου, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν περισσότερο ως τάσεις. Ούτε διαμορφώνουν ακόμη σταθερά μπλοκ. Όμως, γίνεται σαφές ότι σήμερα η παράταση των περιοριστικών μέτρων, η ανασφάλεια από την επιμονή της πανδημίας και τις ελλείψεις στο ΕΣΥ, το μεγάλο άγχος για την επόμενη μέρα στην οικονομία και η διάχυτη αίσθηση ότι κυριαρχεί και μια αυταρχική αντιμετώπιση, θα αποτελούν τα πεδία σταδιακής φθοράς για την κυβέρνηση. Και όπως εκτιμούν, η διαδικασία της φθοράς πολλές φορές είναι υπόγεια και δεν την αντιλαμβάνεσαι διά γυμνού οφθαλμού. Όμως, μπορεί να κάνει σοβαρή ζημιά, καθώς αυτή η… «υπόγεια» αντίδραση ποτέ δεν είσαι βέβαιος πώς θα εξελιχθεί.

Παρά το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί ακόμη και για την εμφάνιση του κορωνοϊού τον Μητσοτάκη εν τούτοις δεν καρπώνεται την δυσαρέσκεια και την κόπωση των πολιτών

 

Δεν την καρπώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ

Βέβαια στα υπέρ της κυβέρνησης είναι ότι αυτήν τη φθορά δεν την καρπώνεται η αντιπολίτευση και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό διότι οι πολίτες τον θεωρούν ως μία αναποτελεσματική αντιπολίτευση. Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ στην έρευνα της PULSE για τη Ν.Δ. υπάρχει μια ισοψηφία θετικών και αρνητικών γνωμών (47%-47%), στοιχείο που βέβαια δείχνει αύξηση της δυσαρέσκειας απέναντί της, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ έχουμε καθαρή κατίσχυση της δυσαρέσκειας για τη στάση του, καθώς οι θετικές γνώμες είναι της τάξης τού 30%, ενώ οι αρνητικές ανέρχονται στο 62%.

Η πρώτη εξήγηση είναι ότι ακόμη ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει το κόστος της δικής του διακυβέρνησης. Ο θυμός της κοινωνίας ήταν μεγάλος και ως φαίνεται δεν έχει καταλαγιάσει, ειδικά της μεσαίας τάξης, η οποία υπέφερε από τους μαθητευόμενους μάγους του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει και το γεγονός ότι σε όλη την διάρκεια της πανδημίας ποτέ δεν κατέθεσε μία ρεαλιστική πρόταση και δεν ανέδειξε μία αποτελεσματική στρατηγική για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Το μόνο που είπε ήταν να ανοίξει η κυβέρνησης τα ταμεία και να μοιράσει αφειδώς χρήμα, ενώ ζήτησε και δεκάδες χιλιάδες προσλήψεις στην δημόσια υγεία. Ακόμη και ο Γιώργος Παπανδρέου με την περίφημη φράση «λεφτά υπάρχουν» δεν είχε υποσχεθεί ότι θα μοιράσει χρήμα στο στυλ «μπάρμπα δώσε και σε μένα», ούτε δεσμεύτηκε για χιλιάδες προσλήψεις. Και αυτό οι πολίτες το γνωρίζουν με συνέπεια να μην έχουν ευήκοα ώτα στα όσα λέει ο ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης οι πολίτες δεν κατανοούν την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ να πολώνει το κλίμα για πολιτικά οφέλη, όταν λόγω πανδημίας η κοινωνία βρίσκεται σε αδιέξοδο.

Όλα αυτά παραπέμπουν σε ένα πολιτικό τοπίο που παρότι παραπέμπει σε σαφείς συσχετισμούς υπέρ της κυβέρνησης και της Ν.Δ. εντούτοις θα αποκτά στοιχεία ρευστότητας, εξαιτίας υπαρκτών ρευμάτων δυσαρέσκειας και αυτό ολοένα και περισσότερο θα συνυπολογίζεται π.χ. σε σχεδιασμούς για ενδεχόμενες προσφυγές στις κάλπες.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα