Συγκλονιστική μαρτυρία για το Μάτι: « Θάψαμε λάθος άνθρωπο»
Συνεχίζεται η δίκη για τη φονική πυρκαγιά
Η αγκαλιά – ασπίδα του Σπύρου Σπυρίδη, του εκατοστού θύματος από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, του παππού που χάθηκε και θυσιάστηκε για να σώσει τον εγγονό του και της γιαγιάς που έκλεισε στη δίκη της αγκαλιά την εγγονή της έγινε εικόνα μέσα από τις μαρτυρικές καταθέσεις των επιζώντων που συγκλόνισαν και σήμερα στη δίκη για τους 21 κατηγορουμένους.
Με σφιγμένη την καρδιά ακούστηκε και το κατηγορώ της επόμενης μάρτυρος Βασιλικής Κούκλα, η οποία θρηνεί για το χαμό των γονιών της που βρέθηκαν απανθρακωμένοι στο σπίτι τους καταγγέλλοντας για πρώτη φορά δημόσια την προσπάθεια συγκάλυψης που έγινε όταν αντιλήφθηκαν οι αρμόδιοι πως τους είχαν δώσει λάθος νεκρό και η οικογένεια της είχε κάποιον άλλον νεκρό στη θέση του πατέρα της.
Η μάρτυρας κατέθεσε ότι έγινε προσπάθεια να γίνει… ανταλλαγή νεκρών χωρίς εισαγγελική παραγγελία δείχνοντας με τον πιο ανάγλυφο τρόπο, όπως είπε, ότι δεν υπήρξε κανένας σεβασμός ούτε για τους νεκρούς που άφησε πίσω της η πύρινη λαίλαπα.
Η μαρτυρία αυτή προκάλεσε μάλιστα το ενδιαφέρον και του εισαγγελέα της έδρας, ο οποίος ζήτησε διευκρινίσεις γιατί μπορεί να γίνουν και ενέργειες οίκοθεν, όπως είπε δίνοντας πρώτο δείγμα γραφής για ενδεχόμενη περαιτέρω έρευνα όσων ακούστηκαν στη δικαστική αίθουσα.
«Ήταν φρίκη, κόλαση»
H Ελισάβετ Σπυρίδη κλαίγοντας αφηγήθηκε στο δικαστήριο πώς με το σύζυγο της έγιναν ασπίδα για τα δυο τους εγγόνια προκειμένου να τα σώσουν από τις φλόγες στο Μάτι. «Δόξα τω θεώ σώσαμε τα παιδιά αυτό μετράει» ανέφερε κλαίγοντας η μάρτυρας συμπληρώνοντας πως ο σύζυγος της άντεξε στην εντατική 145 ημέρες.
«Ήταν φρίκη, ήταν κόλαση» είπε και περιέγραψε πως αγκάλιασαν τα παιδιά και άρχισαν να τρέχουν προς τη θάλασσα. «Ο παππούς είχε τον εγγονό και εγώ την Ελισάβετ. Από ένα παιδί, αγκαλιασμένα για να τα προφυλάξουμε… Καήκαμε μέχρι να φτάσουμε στη θάλασσα. Μας πρόλαβε το θερμικό κύμα. Κανείς δεν μας ειδοποίησε» είπε κλαίγοντας σπαρακτικά.
Μπήκαν στη θάλασσα μαζί με τα παιδιά. Ενώ είχαν φρικτούς πόνους, όπως κατέθεσε η μάρτυρας, κατάφεραν με μεγάλη δυσκολία από τα βράχια να φτάσουν σε ξενοδοχείο της περιοχής και από εκεί μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο. Η μάρτυρας εξήγησε πως εξακολουθεί να περπατά με δυσκολία καθώς χειρουργήθηκε στα χέρια, τα πόδια και το λαιμό.
«Από την φτέρνα μέχρι πάνω κάηκαν τα πόδια μου» ανέφερε χαρακτηριστικά σημειώνοντας πως έλαβε ψυχιατρική βοήθεια ενώ εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να έχει σοβαρά προβλήματα υγείας.
O γιος της Ελισάβετ Σπυρίδη, Κωνσταντίνος, αφηγήθηκε στο δικαστήριο πως όταν έμαθε για τη φωτιά έψαξε τρόπο για να φτάσει στο Μάτι καθώς ανησύχησε για τους γονείς και τα παιδιά του.
«Η έγνοια μου ήταν να πάω να σώσω τα παιδιά και τους γονείς μου. Με σταμάτησαν με τη βία να μην πάω γιατί μου έλεγαν ότι θα πεθάνω. Εγώ μέσα στον πανικό μου δεν κατάλαβα τι μου έλεγαν…» ανέφερε και πρόσθεσε πως ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ένιωσε ανίκανος να σώσει τα παιδιά του. Ο μάρτυρας κατέθεσε πως μια φίλη τούς ειδοποίησε πως τα παιδιά και οι γονείς του είναι ζωντανοί.
«Έκατσα στην άμμο κάτω και πήρα την πρώτη μου ανάσα» ανέφερε φορτισμένος ξαναζώντας τη στιγμή.
«Οι γονείς μου θυσιάστηκαν»
«Ο πατέρας μου, όπως έμαθα, αρνήθηκε να μπει πρώτος εκείνος στο ασθενοφόρο και είπε να πάρει τα παιδιά. Οι γιατροί δεν τον άκουσαν καθώς η δίκη του κατάσταση ήταν πιο βαριά» είπε συγκινημένος ο μάρτυρας και συνέχισε περιγράφοντας πως η πρώτη εικόνα από τα παιδιά του που αντίκρισε ήταν «δυο μαύρα πράγματα».
«Αλλά εκείνη την ώρα έβλεπα δύο Αγγέλους. Μου αρκούσε που ήταν ζωντανά…» είπε φορτισμένος και συμπλήρωσε «Οι γονείς μου θυσιάστηκαν πραγματικά για να σώσουν τα παιδιά».
Ο μάρτυρας κατέθεσε πως στον Ευαγγελισμό αντίκρισε εικόνες που θύμιζαν «σκηνικό πολέμου».
«Ο πατέρας μου ήταν όλος καμένος. Ο γιος μου ήταν καμένος στα πόδια τους αγκώνες και τα αυτιά του. Σε όλα τα σημεία δηλαδή που ο παππούς δεν μπορούσε να τον προστατέψει. Ο πατέρας μου πήρε όλο το θερμικό φορτίο. Τότε συνειδητοποίησα τι πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι» είπε συγκλονίζοντας.
Στην συνέχεια ο μάρτυρας αναφέρθηκε στον Γολγοθά που ακολούθησε προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία των παιδιών και των γονιών του.
«Ο πατέρας μου δεν τα κατάφερε. Η μητέρα μου κατάφερε να είναι μαζί μας» είπε σημειώνοντας «Δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση. Κανένας δεν ήξερε τίποτα…»
Η κόρη της Ελισάβετ Σπυρίδη, Αικατερίνη, οποία μίλησε για τις ώρες αγωνίας που έζησαν αλλά και τον πατέρα της που βίωσε τον απόλυτο πόνο μέχρι να φύγει από τη ζωή. «Ήταν μαύρος. Μόνο τα μάτια του ξεχώριζαν» ανέφερε και περιέγραψε πως λίγο πριν μπει στην εντατική είχε σπασμούς και εφιάλτες ενώ συνεχώς αναζητούσε το εγγόνι του.
«Ο πατέρας μου είχε πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, να φωνάζει για να αντέξει τον πόνο εκείνη την ώρα. Η μητέρα μου ήταν καμένη χέρια πόδια, ήταν ακινητοποιημένη. Μετά από δύο μήνες κατάφερε να κινήσει το χέρι της για να μπορέσει να φάει λίγη κρέμα. Η μαμά μου βγήκε μετά από δυόμισι μήνες από το νοσοκομείο για να μην κινδυνεύσει από τα μικρόβια. Χάσαμε τον πατέρα μου. Στην κηδεία του πατέρα μου όλοι βουβοί με κλάματα και η μάνα μου σε καροτσάκι να θέλουν να τη συλλυπηθούν να της πιάσουν το χέρι και εκείνη να πονά. Η μόνη της παρηγοριά ήταν ότι σώσανε τα παιδιά».
«Εκείνο το βράδυ το καθήκον ξεχάστηκε»
Τις αγωνιώδεις προσπάθειες να εντοπίσει τους γονείς της μέσα στην «απόλυτη κόλαση» περιέγραψε στο δικαστήριο η Βασιλική Κούκλα. Η μάρτυρας μίλησε για την τελευταία φορά που επικοινώνησε με τη μητέρα της αλλά και τη στιγμή που τους ειδοποίησαν πως βρήκαν τους γονείς της απανθρακωμένους μέσα στην κουζίνα του σπιτιού τους. «Εκείνο το βράδυ το καθήκον ξεχάστηκε. Η ανθρωπιά , το καθήκον δεν ήταν εκεί…» κατέθεσε η μάρτυρας έντονα φορτισμένη και συμπλήρωσε πως μετά την κηδεία τους ενημέρωσαν πως είχαν θάψει λάθος άνθρωπο! «Κανένας σεβασμός ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους νεκρούς σε όλη αυτή την τραγωδία» είπε.
Η Βασιλική Κούκλα, σημείωσε πως δεν υπήρξε καμία βοήθεια από τον κρατικό μηχανισμό ενώ αναζητούσαν τους γονείς τους. «Φωνάζαμε σας παρακαλώ καιγόμαστε, πηγαίνετε. Καμία αντίδραση Υπήρχε περιπολικό. Μας έδιωχνε όλους προς παραλία» περιέγραψε και συνέχισε πως πήγαιναν «από καΐκι σε καΐκι» ελπίζοντας πως οι γονείς της θα είναι μεταξύ των ανθρώπων που είχαν σωθεί από τη θάλασσα.
«Γύρω στις 9 το πρωί ενημερώθηκα ότι η πυροσβεστική πήγε στο σπίτι και βρήκαν τους γονείς μου απανθρακωμένος στην κουζίνα» είπε η μάρτυρας κλαίγοντας και συνέχισε λέγοντας πως ειδοποιήθηκαν να πάνε στο Γουδί για τα διαδικαστικά. «Μετά την κηδεία πήρα ένα τηλέφωνο και με ενημέρωσαν ότι είχε δοθεί λάθος πτώμα και πως ο άνθρωπος που κηδέψαμε δεν ήταν ο πατέρας μου και με παρακαλεί να έρθει πυροσβεστικό να με πάει εκεί να τα πούμε από κοντά» κατέθεσε και συμπλήρωσε «το σοκ ήταν μεγάλο και ζήτησα από το γραφείο κηδειών να αναλάβει. Αλλά δυστυχώς φάνηκε ότι δεν υπήρχε διάθεση να δοθεί εισαγγελική οδηγία. Υπήρχε συγκάλυψη για να γίνει αλλαγή πτωμάτων χωρίς να κηδέψουμε τον πατέρα μου… Το αίτημα δεν έγινε δεκτό από την πλευρά μας για ευνόητους λόγους και η κηδεία έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο».
Τίποτα δεν λειτούργησε όπως έπρεπε
Η μάρτυρας εξέφρασε τη θέση πως «τίποτα δεν λειτούργησε όπως έπρεπε». «Τίποτα. Δεν υπήρξε, καμία παρουσία κρατικού φορέα. Αυτή ήταν η δική μας εμπειρία και με πληγώνει να διαβάζω για τις εκκενώσεις πόρτα πόρτα στις επόμενες φωτιές. Που είναι οι δικές μας εκκενώσεις;
Εκείνο το βράδυ το καθήκον ξεχάστηκε. Η ανθρωπιά , το καθήκον δεν ήταν εκεί .Δεν ξέρω γιατί και πώς. Περιμένω να ακούσω τις απολογίες. Για εμάς δεν έκανε κάνεις τον κόπο να σώσει τίποτα απολύτως» ανέφερε η μάρτυρας έντονα φορτισμένη. «Κανένας δεν μας πήρε να μας πει μια κουβέντα παρηγοριάς όπως και κανείς εκείνο το βράδυ δεν έκανε τίποτα.» τόνισε και για
Πρώτη φορά κατονόμασε δημοσίως τον άνθρωπο που της ζήτησε να κάνουν εκταφή χωρίς εισαγγελική παραγγελία για να μην μαθευτεί το λάθος.
«Εμείς δεν συμφωνήσαμε …» είπε με τον εισαγγελέα της έδρας να παρεμβαίνει αναφέροντας πως ίσως πρέπει να γίνουν ενέργειες οίκοθεν για αυτό που για πρώτη φορά σήμερα κατήγγειλε δημόσια η μάρτυρας.
Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με την κατάθεση της Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία απευθυνόμενη προς τους δικαστές είπε ότι η απόφαση τους θα έχει τη δική της θέση στην ιστορία του τόπου.
«Η υπόθεση αυτή έχει, θέλουμε δεν θέλουμε, δύο πλευρές. Η μια είναι η πλευρά της διάπραξης των αδικημάτων και η άλλη της λυσσαλέας προσπάθειας συγκάλυψης που αφορά το ίδιο το έγκλημα και ευθύνες επιμέρους εμπλεκομένων με πρώτους εκείνους που συμμετείχαν στην κακοπαιγμένη παράσταση ενώπιον των καμερών που προσπαθούσαν να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη ότι δεν υπάρχουν νεκροί και να αποπροσανατολίσουν τους πολίτες και ιεραρχούσαν την ώρα της μεγάλης τραγωδίας το να σώσουν εαυτόν από την κατακραυγή . Προσπαθούσαν να αποσείσουν τις ευθύνες τους. Ηταν αναπόφευκτο αυτοί οι 104 άνθρωποι να καούν, να πνιγούν να πεθάνουν; Εγώ υποκλίνομαι στη δύναμη τους να στέκονται να έρχονται εδώ και να αφηγούνται τα γεγονότα» κατέθεσε η μάρτυρας».