ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΑ ΤΕΜΠΗ: «Ποτέ ξανά», αλλά όχι μόνο στα λόγια…

Η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς χτίζεται με αποδείξεις και όχι τσιτάτα περί δημοκρατίας και διάκρισης των εξουσιών.

Στις 10 το πρωί της Τετάρτης, οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της χώρας χτύπησαν πένθιμα. Όχι μία, αλλά 57 φορές. Όσες, δηλαδή, και τα θύματα της σιδηροδρομικής τραγωδίας της 28ης Φεβρουαρίου του 2023 στα Τέμπη.

Έμοιαζε τόσο διαφορετική αυτή η τραγική «υπενθύμιση» του ενός χρόνου από το δυστύχημα, που μαζί με τις χιλιάδες κόσμου που κατέβηκαν στους δρόμους της επικράτειας, κατέδειξαν ότι είναι από τις ελάχιστες φορές –αν δεν είναι η μοναδική– που μία εθνική τραγωδία έχει χαράξει τόσο έντονα και τόσο «απαιτητικά» το συλλογικό ενσυνείδητο. Αυτό το «απαιτητικά» δεν το χρησιμοποιούμε τυχαία. Σχετίζεται με το διττό «θέλω» που εκφράζουν οι πολίτες αφενός να εντοπιστεί κάθε πιθανό αίτιο που συνέβαλε στο να κοπεί το νήμα της ζωής 57 αθώων ανθρώπων, αφετέρου να αποδοθούν ευθύνες σε όλο το εύρος των υπαίτιων, όπου και αν αυτοί… κατοικοεδρεύουν.

Υπό αυτό το πρίσμα, όλα τα βλέμματα στρέφονται στους λειτουργούς της Θέμιδας στα χέρια των οποίων βρίσκεται η υπόθεση. Παρά το γεγονός ότι ο εφέτης ανακριτής Σωτήρης Μπακαΐμης έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό την ανάκριση για την τραγωδία (σ.σ. εκτιμάται ότι η διεξαγωγή της δίκης είναι πολύ πιθανό να ξεκινήσει τον Ιούνιο), τα ερωτήματα που δεν έχουν απαντηθεί είναι πολλά. Αυτός είναι και ο λόγος που καινούργια βίντεο από την μοιραία πορεία των τρένων θα σταλούν για ανάλυση σε ειδικό εργαστήριο της Μεγάλης Βρετανίας, άλλο εργαστήριο στον Καναδά θα αναλάβει την εξέταση των υπολειμμάτων από εύφλεκτη ύλη που συλλέχθηκε από τον τόπο του δυστυχήματος, ενώ όλες οι ως τώρα δημοσιογραφικές πληροφορίες συγκλίνουν στον ορισμό νέου πραγματογνώμονα.

Δύσκολο, αναμφίβολα, το έργο της διερεύνησης, που όμως γίνεται απείρως δυσκολότερο από έναν αστάθμητο παράγοντα: την αίσθηση της κοινωνίας ότι στο τέλος θα υπάρξει συγκάλυψη ώστε ο πέλεκυς να μην ακουμπήσει τα πολιτικά πρόσωπα που ενδεχομένως να ευθύνονται για το μοιραίο.

Αυτή την αίσθηση την εισπράττουν στο Μαξίμου και δεν είναι τυχαίο ότι στο μήνυμά του για την επέτειο της τραγωδίας των Τεμπών ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε ότι «κάποια ανακούφιση» θα υπάρξει «όταν αναδειχθούν όλες οι αιτίες του κακού, όταν σβηστεί κάθε αμφιβολία, όταν διαψευστούν ακόμη και οι πιο παράλογες φήμες και, κυρίως, όταν τιμωρηθούν οι ένοχοι».

Το εύλογο και το προφανές είπε ο πρωθυπουργός συμπληρώνοντας ότι αποστολή του κράτους είναι να μετουσιώσει τον πόνο σε πράξεις «ώστε οι οργανισμοί που υπηρετούν τον πολίτη να λειτουργούν με ασφάλεια, συνέπεια και επαγγελματισμό» και «το Δημόσιο να μην μένει αιχμάλωτο της γραφειοκρατίας, που καθυστερεί κρίσιμα έργα». Μόνο που τα δεσμά αυτής της αιχμαλωσίας δεν λύνονται και τα «λύτρα» πληρώνονται με ζωές αθώων. Τρανή απόδειξη είναι η περίπτωση των Τεμπών, όπου έναν χρόνο μετά από το δυστύχημα η περιβόητη και σωτήρια «Σύμβαση 717» παραμένει στα χαρτιά. Κι εδώ είναι που αναρωτιέται ο πολίτης: αφού όλοι συνομολογούν ότι η περάτωσή της θα διασφάλιζε την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μετακινήσεων, τι εμποδίζει να την κάνουμε πράξη; Πώς, άραγε, τα είχε καταφέρει λ.χ. ο Αντώνης Σαμαράς που σε καιρούς σκληρής μνημονιακής μέγγενης και σε καθεστώς συγκυβέρνσης εξασφάλισε το 2014 το «ναι» των δανειστών για τα απαραίτητα κονδύλια και έβαλε στις ράγες την «717», και τώρα, σχεδόν 10 χρόνια μετά, η σύμβαση παραμένει στο ανεκτέλεστο;

Ας μην κοροϊδευόμαστε. Η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς χτίζεται με αποδείξεις και όχι τσιτάτα περί δημοκρατίας και διάκρισης των εξουσιών. Κι επειδή ο μεταρρυθμιστικός οίστρος δεν έλειψε από την «γαλάζια» διακυβέρνηση, ίσως ήρθε η ώρα να ασχοληθεί σοβαρά και με τον επαναπροσδιορισμό του περίφημου άρθρου 86 του Συντάγματος που αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται ποινικά οι εκπρόσωποι του εγχώριου πολιτικού συστήματος.

Έτσι θα γίνει πράξη το «Ποτέ Ξανά». Αλλιώς θα παραμείνει ένα ματωμένο σύνθημα κενό περιεχομένου…

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα