Τυφλή ή αλλήθωρη η Θέμιδα;

ΤΑ «ΠΑΝΩ-ΚΑΤΩ» ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΚΑΤΣΕΛΗ

Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι του ειρηνοδίκη Αθηνών, που λίγες εβδομάδες πριν με την υπ’ αριθμ. 771Φ 4195/11-10-2016 απόφασή του έκρινε αντισυνταγματική την διάταξη του ν.4336/2015, με την οποία είναι δυνατή η διαγραφή ΚΑΙ των ασφαλιστικών εισφορών των πολιτών που υπάγονται στον νόμο Κατσέλη, και ο ειρηνοδίκης Ιλίου, με την υπ’ αριθμ. 398/29-11-2016 απόφασή του «κούρεψε» τις οφειλές πρώην εμπόρου στο ΙΚΑ και στον ΟΑΕΕ, συνολικά περί τις €30.000.

Μέσα σε τρεις εβδομάδες, λοιπόν, δύο ομόβαθμα δικαστήρια εξέδωσαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αποφάσεις, αφήνοντας τόσο τον νομικό κόσμο να αναρωτιέται για την ασφάλεια δικαίου, όσο και τους απλούς πολίτες για την τύχη τους.

Όπως είχε αναλυτικά γραφτεί στο προηγούμενο φύλλο της «Α», η διάταξη του ν. 4336/2015 ήρθε να προστεθεί στον νόμο Κατσέλη προκειμένου να βοηθήσει τους οφειλέτες να ρυθμίσουν τα χρέη τους, ώστε σύμφωνα με τις αρχές του Κράτους Δικαίου να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μια χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία βεβαίως οι πιστωτές δεν θα μπορούσαν να αντλήσουν κανένα κέρδος.

Ο ειρηνοδίκης Ιλίου τονίζει ότι «η απαλλαγή του πολίτη από τα χρέη εξυπηρετεί ευρύτερα και το γενικό συμφέρον καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη, προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα». Και συνεχίζει τονίζοντας ότι «η περικοπή των οφειλών (στο δημόσιο) των ήδη υπερχρεωμένων πολιτών δεν στερεί τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από αναγκαίους πόρους (όπως δηλαδή είχε κρίνει προ ημερών ο Ειρηνοδίκης Αθηνών απορρίπτοντας σχετικό αίτημα), όταν η αβεβαιότητα είσπραξης σε σχέση με την δυνατότητα εξόφλησης είναι ιδιαίτερα υψηλή. Και ούτε θίγεται η εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, όπως αυτή εξειδικεύεται στην αρχή της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου και της οικονομικής βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς η είσπραξη των εν λόγω οφειλών είναι λίαν επισφαλής, αν όχι αδύνατη και οι φορείς δεν δύνανται να στηρίζουν σε αυτήν την βιωσιμότητά τους».

Και σαν να απαντά κατ’ ουσίαν στην προηγούμενη αντίθετη απόφαση, ο δικαστής καταλήγει: «Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Καθένας έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική κατάσταση της Χώρας. Σημαντικό μέρος των πολιτών έχει οδηγηθεί σήμερα στην περιθωριοποίηση, καθώς μη διαθέτοντας σοβαρή αγοραστική δύναμη και δυνατότητα απεγκλωβισμού από την υπερχρέωση, δεν είναι πια σε θέση να σχεδιάσει την συμμετοχή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή».

Ο αντίλογος
Ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, στην εν λόγω δικαστική απόφαση προτάσσεται η επανένταξη του οφειλέτη στην οικονομική ζωή, καθώς τονίζεται ότι η υπερχρέωση ωθεί τον οφειλέτη στην περιθωριοποίηση. Ο αντίλογος, όμως, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι το «κούρεμα» των οφειλών στο Δημόσιο κατ’ ουσίαν επιβραβεύει τον «μπαταχτσή» και μετακυλίει τα χρέη τόσο στους συνεπείς ασφαλισμένους, όσο και στο Κράτος, με την αύξηση ασφαλιστικών εισφορών και τον ante portas κίνδυνο κατάρρευσης των ασφαλιστικών ταμείων. «Και γιατί να καταβάλλουμε εμείς, οι συνεπείς ασφαλισμένοι τις κανονικές μας εισφορές και ο υπερχρεωμένος πρώην έμπορος να ευνοηθεί καταβάλλοντας κουτσουρεμένες;» αναρωτιούνται. «Διότι το Σύνταγμα αφενός μεν επιτάσσει ότι οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους (άρθρο 4), αφετέρου –δε- στο άρθρο 2 ορίζεται ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». «Και μπορεί ένας Δικαστής να κρίνει την Συνταγματικότητα ή μη ενός Νόμου;».

Και η απάντηση έρχεται από το ίδιο το Σύνταγμα, από την διάκριση των εξουσιών, καθώς το πρόβλημα που ανακύπτει από έναν τέτοιο έλεγχο των νόμων από τα δικαστήρια είναι η ενδεχόμενη κατάργηση της διάκρισης των εξουσιών και το ερώτημα είναι αν και ως ποιον βαθμό μπορεί η δικαστική εξουσία να περιορίζει τη νομοθετική. Αντίστροφα τίθεται το ερώτημα κατά πόσον ο δικαστής οφείλει να εφαρμόζει όλους τους νόμους που ψηφίζει το Κοινοβούλιο, ακόμη κι αν θεωρεί ότι παραβιάζουν το Σύνταγμα, το οποίο είναι ιεραρχικά ανώτερο από τους νόμους και δεσμεύει και τη νομοθετική εξουσία. Αντίστοιχα για τους πολίτες τίθεται το πρόβλημα με ποιον τρόπο θα προστατευτούν απέναντι σε τυχόν αυθαιρεσίες της νομοθετικής εξουσίας που παραβιάζουν το Σύνταγμα.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η κουβέντα στον νομικό κόσμο έχει ήδη ανάψει για τα καλά, αφού οι δύο αυτές αποφάσεις, που ερμηνεύουν τον ίδιο νόμο σε ίδιες περιπτώσεις, αντανακλούν κατά βάση την νομική κουλτούρα των δικαστών, που στην μια περίπτωση προτάσσεται το «καλό» του Δημοσίου, ενώ στην άλλη το «καλό» του πολίτη. Και εύλογα οι οφειλέτες θα αγωνιούν για το σε ποιον δικαστή θα «πέσουν».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα