Όταν το φυσικό περιβάλλον «βλάπτει» την ιδιοκτησία…

Δεν πάει πολύς καιρός που με μία σημαντική απόφασή του το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας άνοιξε τον δρόμο για την καταβολή αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες εκτάσεων για τις οποίες υπάρχουν περιορισμοί χάριν της προστασίας του περιβάλλοντος. Ωστόσο, λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος, και ενόψει εν μέρει διαφορετικής νομολογίας του Α΄ Τμήματος (ΣτΕ 4283/2013, 3899/2014), η υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Ε΄ τμήματος του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Ρεπορτάζ: Πωλίνα Βασιλοπούλου

Όλα ξεκίνησαν όταν έξι ιδιοκτήτες αγροτεμαχίων που βρίσκονται στη θέση «Περιβολάκια» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Ραφήνας-Πικερμίου της Περιφερειακής Ενότητας Ανατολικής Αττικής προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη κατά της σιωπηρής άρνησης της διοίκησης (σ.σ. υπουργείο Περιβάλλοντος) να τους καταβάλει αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 Συντάγματος, του άρθρου 1 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 1650/1986, λόγω του εξαιρετικά επαχθούς χαρακτήρα των περιορισμών και των απαγορεύσεων που υφίστανται οι ιδιοκτησίες τους από την ένταξή τους στη ζώνη πρασίνου με προεδρικό διάταγμα.

Αξίζει να σημειωθεί πως με την 2650/2013 απόφαση του ΣτΕ απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως που είχαν ασκήσει, μεταξύ άλλων, και μερικοί εκ των αιτούντων κατά του ως άνω προεδρικού διατάγματος, ισχυριζόμενοι ότι με τις επίμαχες ρυθμίσεις απαγορεύεται πλέον οποιαδήποτε οικιστική εκμετάλλευση των ακινήτων τους.

Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι προκύπτουν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που υπαγόρευσαν, με αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια, τον καθορισμό ζώνης πρασίνου στην επίδικη, εκτός σχεδίου περιοχή και περαιτέρω ότι ο περιορισμός της δομήσεως και των επιτρεπομένων στην εν λόγω περιοχή χρήσεων αποτελεί επίσης, ενόψει του σκοπούμενου αποτελέσματος, της διατηρήσεως δηλαδή του φυσικού περιβάλλοντος και του τοπίου σε περιοχή περιλαμβάνουσα λοφώδεις εξάρσεις, καθώς και εκτάσεις δασικού χαρακτήρα, πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο συνταγματικώς επιβεβλημένο.

Η «γέννηση» της αξίωσης
Κατά συνέπεια, έγινε δεκτό ότι οι ρυθμίσεις του π.δ. δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 17 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο σε περίπτωση επεμβάσεως στην περιουσία ενός προσώπου, πρέπει να εξασφαλίζεται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου.

Στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας τονίζεται πως η αποζημίωση του ιδιοκτήτη δεν ανήκει απλώς στη διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως «αλλά γεννάται αξίωσή του προς αποζημίωση, η οποία θεμελιώνεται ευθέως στη διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν έχει περιληφθεί η σχετική ρήτρα στην κανονιστική πράξη επιβολής των περιοριστικών όρων και απαγορεύσεων».

«Το δικαίωμα αυτό του ιδιοκτήτη», συνεχίζει το ΣτΕ, «ασκείται με την υποβολή αιτήσεως στη Διοίκηση, με την οποία αυτός μπορεί να ζητήσει και συγκεκριμένο τρόπο αποζημιώσεώς του, εκ των προβλεπομένων στο ανωτέρω άρθρο, (ανταλλαγή με έκταση του Δημοσίου – παραχώρηση κατά χρήση δημόσιας εκτάσεως σε παραπλήσια περιοχή για ανάλογη χρήση ή εκμετάλλευση – καταβολή εφ’ άπαξ ή περιοδικής αποζημιώσεως – μεταφορά συντελεστή δομήσεως), τον οποίο η Διοίκηση οφείλει να αποδεχθεί αν αυτό είναι δυνατό υπό τα νομικά και πραγματικά δεδομένα της υποθέσεως. Σε αντίθετη περίπτωση, ο θιγόμενος ιδιοκτήτης αποζημιώνεται με έναν από τους λοιπούς εκ των προαναφερομένων τρόπων, κατά τη σχετική κρίση της Διοικήσεως, η οποία πρέπει να αιτιολογείται και ως προς την επιλογή του τρόπου αποζημιώσεως. Το θέμα, πάντως, της αποζημιώσεως ρυθμίζεται κατά τον νόμο αυτοτελώς και δεν επηρεάζει την κρίση σχετικά με τον χαρακτηρισμό εκτάσεως ως περιοχής προστασίας ή ως περιφερειακής ζώνης προστασίας και με την επιβολή περιοριστικών μέτρων (βλ. ΣτΕ 2929/2011, 3641/2009, 2601-2603/2005, 4566-4571/2005, 4536/2005, πρβλ. 3111/2008, 3224/2009)».

Και καταλήγει το Ε΄ τμήμα στην απόφασή του:
«Στην προκειμένη περίπτωση, η παράλειψη της Διοικήσεως, εν προκειμένω του Υπουργού ΠΕΚΑ και του Υπουργού Οικονομικών, να εκφέρει κρίση περί του εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 1650/1996 στην επίδικη περίπτωση και περαιτέρω, εάν αποδέχεται τον συγκεκριμένο τρόπο αποζημιώσεως, αν αυτό είναι δυνατό υπό τα νομικά και πραγματικά δεδομένα της υποθέσεως, είτε σε αντίθετη περίπτωση επιλέγοντας έναν από τους λοιπούς εκ των προβλεπόμενων τρόπων, κατά τη σχετική κρίση της, που πρέπει να αιτιολογείται και ως προς την επιλογή του τρόπου αποζημιώσεως, είναι αυτοτελώς προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως, η οποία ασκείται παραδεκτώς. Λόγω όμως της σπουδαιότητας του ζητήματος, και ενόψει εν μέρει διαφορετικής νομολογίας του Α΄ Τμήματος (ΣτΕ 4283/2013, 3899/2014), το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση αυτού».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα