«Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο…»

Θέλησε να φύγει από κοντά μας, δίνοντας χώρο και τόπο στους αποτυχημένους και τους περιθωριακούς, που τόσο ερωτεύτηκε κι εκείνος και τους έκανε ήρωες στα χρώματα, τις λέξεις και τις νότες του. Θέλησε να φύγει, όπως ο «ζωγράφος που φεύγει» από τον δικό του πίνακα της δικής του ζωής…

Ιχνηλατώντας… με την Καίτη Νικολοπούλου

R-6631346-1423476212-2393.jpegΠού να πρωτοσταθεί κανείς; Στον ζωγράφο, στον στιχουργό, στον ποιητή, στον συγγραφέα; Ή στην απύθμενη αγάπη της ψυχής του για τη δική του πατρίδα, τα Γιάννενα… «Την άλλη τη μέρα, πάλι μοναχός μου ήμουν στο σπίτι, κι είπα από μέσα μου. Καλά που είμαι και μοναχός μου, είπα. Γιατί κι ο Στέργιος να ’ταν, κι ο Βαγγέλης, εγώ πάλι μοναχός μου είμαι, κι όλα μες στο κεφάλι μου βρίσκονται. Ακόμα και τα Γιάννενα, κι αυτά, μες στο κεφάλι μου τα ‘χω. Αλλά κι αυτοί που είναι απόξω απ’ το κεφάλι μου, καλοί είναι, λέω, γιατί κι αυτοί μες στο δικό τους το κεφάλι, πάλι μοναχοί τους θα ’ναι. Όταν είμαστε όμως όλοι μαζί, αλλιώτικοι είμαστε. Γιατί εγώ είναι εγώ, κι ο Βαγγέλης είναι ο Βαγγέλης. Ο Στέργιος πάλι είναι άλλος, κι άλλος είναι ο πατέρας του Βαγγέλη. Όλοι μαζί όμως, η Ελλάδα είμαστε. Γιατί, η Ελλάδα είναι και πιο μεγάλη απ’ τα Γιάννενα. Αλλά και τα Γιάννενα, Ελλάδα πάλι είναι κι αυτά…» γράφει στο βιβλίο του «Ο Λούσιας» (εκδόσεις Νεφέλη, 1987).

Δημήτρης Ιατρόπουλος: «Ο Νίκος υπήρξε ακριβό δώρο στον νεότερο πολιτισμό μας»

dimitris iatropoulosΟ σπουδαίος ποιητής και δημοσιογράφος Δημήτρης Ιατρόπουλος δήλωσε στην εφημερίδα μας για τον «αγαπημένο του συμπαίκτη της εποχής της αμφισβήτησης»:

«Τώρα που και το δικό του “χαμόγελο” είναι πια “πέτρινο”, σκύβοντας με τη δέουσα ελληνική ευλάβεια στο σεπτό σκήνωμα του ιδιαίτερου αυτού δημιουργού, άντρα, Έλληνα, εκφραστή και υπεύθυνου κύτταρου μιας εποχής γεμάτης όνειρα και διαψεύσεις, το μόνο που επιτρέπω σε εμένα να αποφανθεί είναι τούτο: Ο Νίκος δεν “πέρασε” ανάμεσά μας. “Έγραψε” η αναπνοή του, φώτισαν τα οράματά του, υπήρξε ένα ακριβό δώρο στον νεότερο πολιτισμό μας και πάνω απ’ όλα μάς θύμισε πως μπορεί κανείς να συγκεράσει μέσα του τον μεγάλο καλλιτέχνη με εκείνο το παιδί που διανυκτερεύει βαθιά στην ύπαρξή μας και μονίμως προτείνει. Και ο Νίκος υπήρξε μια πεντακάθαρη, κρυστάλλινη πρόταση ζωής. Καλό δρόμο, αγαπημένε μου συμπαίκτη της εποχής της αμφισβήτησης. Καλό δρόμο…»

«Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο…»

Nikos_Xouliaras«Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-“δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε”· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη “Λυκόβρυση”.
Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-“καϊμάκι με πολύ σιρόπι” καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο».

(«Τα ποιήματα στο δρόμο», περ. «Η Λέξη» 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)

«Ο ζωγράφος που φεύγει», 1980 - Ακρυλικό σε χαρτόνι, 99x70 εκ.
«Ο ζωγράφος που φεύγει», 1980 – Ακρυλικό σε χαρτόνι, 99×70 εκ.

 

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα