«Όταν ο τόπος σου ρημάζει, νιώθεις εξόριστος»

Και μόνο ο τίτλος μουδιάζει τις αισθήσεις. Και το βλέμμα στο οπισθόφυλλο παγώνει, ανιχνεύοντας το αυτονόητο: «Εξορία: να είσαι ξένος στον κόσµο που φτιάχνεται γύρω σου και στον ίδιο σου τον τόπο… Και να γυρεύεις, µέσα σ’ αυτή την εξορία, µια πατρίδα: έναν τόπο –ή µήπως µια ου-τοπία;– για να δώσεις στη ζωή σου νόηµα…»

Ο πολυγραφότατος Γιάννης Κιουρτσάκης, με το νέο βιβλίο του «Γυρεύοντας την εξορία στην πατρίδα σου» (Εκδόσεις Πατάκη), έρχεται να σκαλίσει χαίουσες πληγές στο βιασμένο σώμα της Μάνας Γης, ζωγραφίζοντας με τις λέξεις του και το απαράμιλλο ταλέντο του την ανάγκη προσδιορισμού της ανθρώπινης ύπαρξης σ’ έναν κόσμο που θέλει την αγάπη και δεν ξέρει το πώς και το πού θα τη βρει… Η συνέντευξη που μας παραχώρησε είναι ενδιαφέρουσα και άκρως τιμητική… Απολαύστε τη…

Συνέντευξη στην Καίτη Νικολοπούλου

ixnilatontas2

Κύριε Κιουρτσάκη, γιατί χρησιμοποιείτε έναν τόσο σκληρό όρο στον τίτλο του βιβλίου σας, όπως η εξορία, για να ορίσετε τον τόπο που επιλέξατε να ζήσετε και να εργαστείτε;

«Όταν ο τόπος που πονάς και αγαπάς ρημάζει υλικά και ψυχικά, είναι φυσικό να νιώθεις εξόριστος κι εδώ και παντού στον κόσμο. Αλλά και να αναζητάς με πάθος την πατρίδα σου».

Και μόλις στις πρώτες σελίδες του βιβλίου σας, προσδιορίζεστε και ως εξόριστος στην ίδια την πατρίδα σας. Τι θέλετε να μας πείτε και με αυτόν τον συσχετισμό;

«Αυτό το αίσθημα με κυνηγάει από τη νιότη μου. Χαρακτηρίζει πολλούς συγγραφείς και καλλιτέχνες που αισθάνονται συγχρόνως μόνοι και αλληλέγγυοι με τους άλλους. Αλλά σχετίζεται επίσης με τη μοίρα της νεότερης Ελλάδας, η οποία δεν έχει ακόμα κατορθώσει να γνωρίσει τον εαυτό της».

Πόσο και πώς εκτιμάτε πως έχει αυξήσει η κρίση τους αριθμούς εξόριστων κι αυτοεξόριστων;

«Κοιτάξτε απλώς γύρω σας το θέαμα της σημερινής Αθήνας, της σημερινής Ελλάδας, και θα έχετε την απάντηση».

Στο βιβλίο σας ασχολείστε με την κρίση στην Ελλάδα. Τη θεωρείτε πολιτική ή οικονομική;

«Η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική και πολιτική, ούτε μόνο ελληνική, αλλά βαθύτερα ανθρωπολογική και οικουμενική. Και βρίσκεται πάνω απ’ όλα στην αδυναμία του σύγχρονου κόσμου να βρει ένα μοντέλο ανάπτυξης που δεν θα καταστρέφει τον πλανήτη και θα επιτρέπει στους λαούς και τους ανθρώπους να οικοδομήσουν έναν νέο πολιτισμό».

Νιώθετε ότι υπάρχει έλλειμμα στην κοινωνία μας; Το προηγούμενο βιβλίο σας έθεσε και μόνο με τον τίτλο του το ερώτημα, ποιο «Το ζητούμενο του ανθρώπου»; Αυτό απαντήθηκε από τους Έλληνες μέσα στα χρόνια της κρίσης;

«Το είπα μόλις: όσο κι αν διαφέρει από χώρα σε χώρα, το έλλειμμα είναι κοινό, και είναι πρωταρχικά το έλλειμμα του ανθρώπου. Αλίμονο, το ανθρώπινο πρόβλημα δεν έχει ακόμα απαντηθεί πουθενά στον κόσμο. Σίγουρα, εμείς οι Έλληνες διαθέτουμε βαθιά κοιτάσματα ανθρωπιάς που, αν τα φροντίζαμε καλύτερα, θα μπορούσαμε να προσφέρουμε κάτι και στους άλλους. Αλλά απέχουμε πολύ από το ζητούμενο».

Γράφετε σε πρώτο πρόσωπο, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι συμμετέχουμε σε μια συζήτηση όπου δεν λείπουν οι αντιπαραθέσεις απόψεων. Είναι γόνιμη αυτή η αντιπαράθεση, ή παραμένουμε αδιάλλακτοι στις απόψεις μας πολίτες και πολιτικοί αυτής της χώρας;

«Δυστυχώς, οι περισσότεροι συνεχίζουμε τους παράλληλους μονολόγους μας χωρίς να ακούμε τον άλλον. Αν, όμως, δεν αρχίσουμε να συ-ζητούμε –πάει να πει να ζητούμε μαζί κάποια διέξοδο κάνοντας πρώτα-πρώτα την αυτοκριτική μας και αναγνωρίζοντας καλόπιστα το δίκιο του συνομιλητή μας–, δεν θα κάνουμε ούτε ένα βήμα μπρος».

Την έντονη παρουσία της Χρυσής Αυγής τη συνδέετε με την έξαρση της μισαλλοδοξίας, του άγχους, της σύγχυσης, και τελικά με τη μετάθεση ευθυνών προς πάσα κατεύθυνση. Αυτό το φαινόμενο είναι σύμπτωμα των χαλεπών καιρών ή μήπως υπήρχε στο DNA του Έλληνα;

«Σίγουρα, υπάρχει στην Ελλάδα αρκετός ρατσισμός και μισαλλοδοξία. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτά είναι στοιχεία του DNA μας – ούτε άλλωστε κανενός λαού. Η αρρώστια ξεσπάει στους χαλεπούς καιρούς, όταν τα συλλογικά σώματα δεν έχουν αρκετές αντιστάσεις. Και πρέπει οι πιο νηφάλιοι από εμάς να δείχνουν τον δρόμο της λογικής και της συμφιλίωσης – που είναι η μόνη θεραπεί».

Διαφαίνεται ελπίδα στο μέλλον; Θα δικαιώσουμε την ύπαρξή μας και τον τόπο μας; Είμαστε έτοιμοι εμείς κι οι εταίροι μας να κάνουμε το επόμενο βήμα προς την ενσυνείδηση και την αλληλεγγύη, και τι ρόλο θα αναλάβει ο καθένας μας;

«Συχνά, η πιο ζωντανή ελπίδα αναδύεται από τα βάθη της απελπισίας. Η κρίση μάς έμαθε πολλά και έχει ακόμα περισσότερα να μας μάθει. Οι εταίροι μας πρέπει να ξεφύγουν από τον στεγνό οικονομισμό τους, κι εμείς να στήσουμε ένα πιο αποτελεσματικό κράτος και μια λιγότερο ανισόρροπη κοινωνία. Τότε θα μπορέσουμε ίσως να δημιουργήσουμε όλοι κάποιο κοινό έργο».

Με αυτό ειδικά το βιβλίο σας απευθύνεστε στους νέους της πατρίδας μας. Παρόλο που η καθημερινότητα και οι προοπτικές τους είναι απογοητευτικές, τους παρακινείτε ν’ αγαπήσουν την πατρίδα τους. Υπάρχει μια χαρακτηριστική κι αισιόδοξη φράση σας, την οποία θέλουμε να σχολιάσετε για να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη. «Η μόνη ίσως τελικά πατρίδα μας είναι το πρόσωπο του άλλου»…

«Αν δεν αγαπήσουμε πρώτα τον τόπο μας, δεν θα αγαπήσουμε αληθινά την ανθρωπότητα. Κι αν δεν εμπιστευτούμε ανυπόκριτα το πρόσωπο του άλλου μέσα στο σημερινό “παγκόσμιο χωριό” μας, ο πλανήτης θα γίνει –έχει ήδη αρχίσει να γίνεται– το πεδίο ενός ακήρυχτου πολέμου όλων εναντίον όλων».

 

ixnilatontas1

Ο Γιάννης Κιουρτσάκης γεννήθηκε το 1941 στην Αθήνα και σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Γράφει μυθιστορήματα και δοκίμια. Το έργο του, θρεμμένο αδιαίρετα από την ελληνική παράδοση και την ευρωπαϊκή παιδεία, είναι μια οικουμενική ματιά στο σήμερα, μακριά από κάθε εθνοκεντρισμό. Οι πρόσφατες μεταφράσεις κάποιων βιβλίων του στη Γαλλία και στην Ολλανδία γνωρίζουν θερμή υποδοχή. Συμμετέχει σε διεθνή συμπόσια συγγραφέων, πιστεύοντας ότι η αμοιβαία κατανόηση των λαών που προσφέρει η λογοτεχνία μπορεί να θεμελιώσει έναν πιο ανθρώπινο πολιτισμό, πέρα από τα αδιέξοδα της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα