26 χρόνια χωρίς τον «Iceman»

Για πολλούς ο Μπιόρν Μποργκ υπήρξε ο κορυφαίος τενίστας όλων των εποχών. Για άλλους ήταν αυτός που άλλαξε το τένις, τόσο αγωνιστικά όσο και έξω από τα γήπεδα, εντάσσοντας τους τενίστες στο «κλαμπ του σταρ σίστεμ». Και για τους περισσότερους ήταν όλα αυτά μαζί και άλλα τόσα, καθώς πέτυχε επιτεύγματα που τότε έδειχναν αξεπέραστα! Μερικά από αυτά, παραμένουν αξεπέραστα! Όπως και να έχει, όλοι συμφωνούν πως σημάδεψε και χαρακτήρισε την εποχή του όσο κανένας άλλος, άφησε το στίγμα του στο τένις όσο ελάχιστοι και το όνομά του παραπέμπει πλέον σε μια από τις πιο θρυλικές μορφές ολόκληρου του αθλητισμού!

Και να φανταστεί κανείς πως πέτυχε τόσα πολλά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, καθώς ο ίδιος επέλεξε να μην διανύσει ολόκληρη την διαδρομή μιας ιλιγγιώδους καριέρας, αλλά να την διακόψει εντελώς ξαφνικά ακριβώς στο μέσον της! Σε ηλικία 26 ετών κι ενώ βρισκόταν στην κορυφή, έβγαλε την κορδέλα από τα μαλλιά του και αποχώρησε από τα γήπεδα, δημιουργώντας ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού! Έτσι απλά, ξύπνησε ένα πρωί και ανακοίνωσε ότι σταματάει, μία ημέρα σαν σήμερα πριν από ακριβώς 26 χρόνια, το 1982!

Γεννημένος νικητής

Ο Μποργκ γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1956 στην βιομηχανική περιοχή Σεντερτέλιε, λίγο έξω από την Στοκχόλμη και έγινε επαγγελματίας το 1973. Πριν καν ενηλικιωθεί, στέφθηκε νικητής στο Ρολάν Γκαρός και έγινε ο νεαρότερος μέχρι τότε τενίστας, που κατάφερε κάτι τέτοιο. Από το 1974 έως και το 1981 κατέκτησε 11 τίτλους Γκραν Σλαμ και 64 τίτλους συνολικά, αναδείχθηκε 6 φορές νικητής στο Ρολάν Γκαρός και 5 φορές στο Γουίμπλεντον και μάλιστα συνεχόμενες (1976-1980), επίτευγμα που παραμένει αξεπέραστο. Ηγήθηκε της Εθνικής Σουηδίας, όταν κατέκτησε το Ντέιβις Καπ (1975) και στην συγκεκριμένη διοργάνωση έφτασε συνολικά τις 33 νίκες, εκ των οποίων τις 19 διαδοχικές. Ιδιόρρυθμος ως χαρακτήρας, σνόμπαρε εντελώς το Αυστραλιανό όπεν (μόνο μια φορά πήγε να αγωνιστεί και σταμάτησε στον Γ’ γύρο) και δεν ένιωθε άνετα στο Αμερικανικό όπεν (ηττήθηκε τέσσερις φορές σε τελικούς).

Συνολικά στους 769 αγώνες που έδωσε, σημείωσε 639 νίκες, δηλαδή έχει στο ενεργητικό του το ανεπανάληπτο ρεκόρ 83,09% επιτυχίας και το ακόμη πιο εκπληκτικό ποσοστό 89,81% (141 νίκες-16 ήττες) σε Γκραν Σλαμ, αλλά και το 88,90% σε ματς των πέντε σετ! Ειδικά στο Γουίμπλεντον έχει το απίστευτο 92,73%! Ένας γεννημένος νικητής! Τον Αύγουστο του 1977 ανέβηκε στο νο 1 της παγκόσμιας κατάταξης και συμπλήρωσε 109 εβδομάδες στην θέση αυτή. Υπολογίζεται ότι κέρδισε πάνω από 3,5 εκατομμύρια δολάρια και όλα αυτά έως τα 26 του χρόνια!

Το 1987 μπήκε στο Hall of Fame του παγκόσμιου τένις, ενώ αναδείχθηκε κορυφαίος αθλητής της Σουηδίας τον 20ο αιώνα.

Ο Mr. Iceman

Τενίστας με άριστη φυσική κατάσταση και μεθοδικότητα, προϊόν της σκληρής δουλειάς, της εξαντλητικής και απόλυτα πειθαρχημένης προπόνησης, που επέβαλε ο προπονητής του Λέναρτ Μπέργκελιν.

Διέθετε  μοναδικά χαρίσματα, ξεχώρισε για τα δυνατά και μαθηματικής ακριβείας χτυπήματά του, ακόμη και με παράδοξο τρόπο (στην προετοιμασία για το backhand «ζύγιζε» και με τα δύο χέρια την ρακέτα πριν εξαπολύσει την «βολίδα» του με το δεξί), για την εκρηκτικότητά του στην επίθεση, για το εκπληκτικό σερβίς και για τις φαλτσαριστές βολές που βελτίωνε συνεχώς, για την σχεδόν αλάνθαστη τοποθέτησή του στα χτυπήματα του αντιπάλου και για τις ελαστικότητα στις κινήσεις του, όπως αυτό το χαρακτηριστικό μικρό άλμα που έκανε, με «προσγείωση» πρώτα στη μύτη του ενός ποδιού και μετά σε όλο το πέλμα. Το παιχνίδι του είχε τόσο ευφυΐα, ώστε έδινε την εντύπωση ότι ξεπηδούσε μέσα από ένα προγραμματισμένο κομπιούτερ.

«Είμαι… δύο άνθρωποι. Ο ένας που χτυπάει την ρακέτα και ο άλλος που παρακολουθεί εκείνον που χτυπάει την ρακέτα», είχε δηλώσει κάποια στιγμή.

Απόλυτα συγκεντρωμένος στον αγώνα, δεν έχανε στιγμή την αυτοκυριαρχία του και δεν εκδηλωνόταν ποτέ πριν το τέλος. Η ανέκφραστη αυτοσυγκέντρωση και η ακλόνητη ψυχραιμία του, δημιουργούσαν την αίσθηση ενός ψυχρού τενίστα, που σε συνδυασμό με την βόρεια καταγωγή του, του έδωσαν το προσωνύμιο «Iceman» ή «Ice-Borg».

Όσο χαρακτηριστικό ήταν το παίξιμό του, άλλο τόσο χαρακτηριστική ήταν και η εμφάνισή του. Ντυμένος πάντα σε λευκές αποχρώσεις, με τα μακριά ξανθά μαλλιά και την κορδέλα στο μέτωπο, ήταν αυτός που συνέβαλε τα μέγιστα, ώστε να αυξηθεί η δημοτικότητα του τένις, πέρα από τους φανς του αθλήματος. Oι εταιρείες αθλητικών -και όχι μόνο- ειδών τον λάτρεψαν και τον «χρυσοπλήρωσαν» για να λανσάρει τα προϊόντα τους, μεγάλες φίρμες ανδρικών εσωρούχων τον έκαναν διαφημιστική αφίσα, τα περιοδικά τον φωτογράφιζαν για τα εξώφυλλά τους και οι ερωτικές σχέσεις του βρίσκονταν διαρκώς στο επίκεντρο τα μίντια. Υπήρξε ένας απόλυτος σταρ της εποχής, ανάλογου μεγέθους με τους σταρ του κινηματογράφου και της ροκ μουσικής!

Ο τελικός του αιώνα

Πώς ήταν ο Μπιόρν Μποργκ;… Ε, ακριβώς το αντίθετο ήταν ο Τζον Μακ Ενρο! Σπουδαίος τενίστας, ο μόνος που μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Σουηδού, αλλά εκρηκτικός ως χαρακτήρας, καμία αυτοσυγκέντρωση στο παιχνίδι του και με ξεσπάσματα που άφησαν εποχή! Τα έβαζε συνεχώς με τους διαιτητές, τα έβαζε με τον κόσμο, τα έβαζε και με τις ρακέτες του, που δεινοπαθούσαν στα χέρια του και έσπαγαν η μία μετά την άλλη σε κάθε εκτόνωση της οργής του!

Αυτή η συμπεριφορά τον έκανε αντιπαθή στους φιλάθλους, συνέβαλε όμως τα μέγιστα στο να γίνουν «ομηρικές» οι μονομαχίες του με τον Μποργκ. Γιατί ήταν τα δύο αντίθετα! Αν ο Μποργκ ήταν ο «ψυχρός», ο Μακ Ενρο ήταν ο «καυτός» και γι’ αυτό οι μεταξύ τους συγκλονιστικοί αγώνες ονομάστηκαν «Φωτιά και Πάγος».

Και υπήρξε ένας από αυτούς, ο τελικός του Γουίμπλεντον το 1980, που καθήλωσε όλο τον πλανήτη και δικαίως χαρακτηρίστηκε «ο τελικός του αιώνα». Από τότε, ο μοναδικός τελικός που συγκρίνεται με εκείνον του 1980, είναι αυτός του 2008, ανάμεσα στον Ρότζερ Φέντερερ και τον Ράφαελ Ναδάλ. Κανένας άλλος!

Η ιστορική αναμέτρηση κράτησε σχεδόν 4 ώρες (3:53) και πέρασε από απανωτές ανατροπές. Ο Μακ Ενρο αποδοκιμάστηκε κατά την είσοδο, επειδή στον ημιτελικό, κόντρα στον Τζίμι Κόνορς, είχε κάνει πάλι τα «δικά» του. Ωστόσο εμφανίζεται εκρηκτικός στο ματς και κυριαρχεί στο πρώτο σετ με 6-1. Αυτό τον γεμίζει με ενθουσιασμό, αλλά ο Μποργκ παραμένει συγκεντρωμένος και δεν πτοείται. Το δεύτερο σετ αποτελεί την αποθέωση του τένις, πηγαίνει πόντο-πόντο και ο Μποργκ το κερδίζει με 7-5. Στο τρίτο σετ ο Σουηδός ξεδιπλώνει όλες τις αρετές του και το παίρνει με 6-3. Τα δύο επόμενα σετ εξελίσσονται σε «γιγαντομαχία». Στο τέταρτο ο Μποργκ φτάνει έξι φορές στο σετ-πόιντ, άλλες πέντε φορές φτάνει ο Μακ Ενρο, που κερδίζει τελικά 7-6 (18-16 στα γκέιμς!). Και το πέμπτο σετ, γεμάτο με ανατροπές, φτάνει στο 6-6, ο Μποργκ καταγράφει 19 πόντους από το σερβίς και στο τέλος επικρατεί με 8-6 μέσα σε πραγματική αποθέωση! Ήταν ένας θρίαμβος για τον «Iceman», αλλά και ο τελευταίος τίτλος του στο Γουίμπλεντον.

«Κανένας δεν μπορεί να νικάει για πάντα. Κάποτε θα έρθει η στιγμή που θα χάσει και ο Μποργκ κι εγώ σκοπεύω να βρίσκομαι εκεί», θα δηλώσει αμέσως μετά ο Αμερικανός και θα κάνει πράξη τα λεγόμενά του. Λίγους μήνες αργότερα θα νικήσει τον Μποργκ στον τελικό του Αμερικανικού όπεν, σε ένα ματς που ξεπέρασε τις 4 ώρες (4:13) και ακριβώς ένα χρόνο μετά, θα τον νικήσει 4-6, 7-6(1), 7-6(4), 6-4 και στον τελικό του Γουίμπλεντον, δίνοντας τέλος σε ένα ανεπανάληπτο σερί 41 νικών, που είχε στο λονδρέζικο τουρνουά μέχρι εκείνη την ημέρα ο Σουηδός άσος.

Οι δυό τους συνολικά στην καριέρα τους αναμετρήθηκαν 14 φορές και μοιράστηκαν από 7 νίκες.

Το μυστήριο της αποχώρησης

Το 1981 ο Μποργκ θα κατακτήσει για 6η φορά το Ρολάν Γκαρός (και 4η συνεχόμενη) κι αυτός θα είναι ο τελευταίος Γκραν Σλαμ τίτλος του. Την επόμενη χρονιά θα απουσιάσει από σχεδόν όλα τα τουρνουά και ξαφνικά μια ημέρα θα ανακοινώσει την απόφασή του να αποχωρήσει από τα γήπεδα, αιφνιδιάζοντας όλο τον πλανήτη. Ο Μακ Ενρο θα κάνει μια προσπάθεια να τον μεταπείσει, ο Μποργκ θα κάνει δύο σποραδικές εμφανίσεις σε Μόντε Κάρλο και Στουτγκάρδη, αλλά δεν θα θυμίζει σε τίποτα τον τενίστα που όλοι λάτρεψαν. Έδειχνε αδιάφορος και χωρίς την δίψα για τη νίκη. Η απόφασή του για αποχώρηση είχε γίνει πλέον οριστική.

«Δεν είχα κίνητρο για να συνεχίσω. Είχα χάσει την εσωτερική λάμψη. Από την στιγμή που το συνειδητοποίησα αυτό, ήταν μάταιο να συνεχίσω», θα δηλώσει ο ίδιος για την αποχώρησή του σε ηλικία μόλις 26 ετών. Τότε άλλοι μίλησαν για επαγγελματική εξουθένωση, άλλοι για την έντονη και άστατη ζωή του και άλλοι για κατάθλιψη επειδή δεν βρισκόταν πια στο νο 1 του κόσμου. «Ήθελα να είμαι ο καλύτερος. Πέρασα σπουδαία χρόνια παίζοντας τένις, ήταν η πιο ωραία περίοδος της ζωής μου. Είχα επιτυχίες και σίγουρα ήμουν επιτυχημένος όταν αποφάσισα να αποχωρήσω», απάντησε αυτός.

Δύο διαζύγια και μια χρεοκοπία

Η προσωπική ζωή του θύμιζε αστέρα της ροκ. Πολλές ερωτικές σχέσεις με διάσημες, ένα παιδί από την σχέση του με το μοντέλο Γιάνικε Μπιέρλινγκ και δύο γάμοι που δεν κράτησαν πολύ, ο πρώτος με την Ρουμάνα τενίστρια Μαριάνα Σιμονέσκου (1980-1984) και ο δεύτερος με την Ιταλίδα τραγουδίστρια Λορεντάνα Μπερτέ (1989-1993). Η Μπερτέ θα είναι αυτή, που μετά το διαζύγιο, θα επιχειρήσει να αμαυρώσει την εικόνα του και να τον απομυθοποιήσει. Θα μιλήσει για έναν άνθρωπο καταθλιπτικό, εθισμένο εκείνη την εποχή στην κοκαϊνη και στα σεξουαλικά όργια με ιερόδουλες. «Ήταν μια σκούπα που ρουφούσε κοκαΐνη, ένας τρελός με αυτοκτονικές τάσεις, που παραμένει ζωντανός από τύχη», θα πει χαρακτηριστικά. Ο ίδιος θα τα διαψεύσει όλα.

Το 1991 ο Μποργκ έκανε μια σύντομη επανεμφάνιση για οικονομικούς κυρίως λόγους, αλλά επέμενε να παίξει με παλαιού τύπου ρακέτα και έχασε εύκολα, το 1993 το επιχείρησε και πάλι με σύγχρονες ρακέτες, ωστόσο και οι δύο απόπειρες αποδείχθηκαν αποτυχημένες.

Ασχολήθηκε με τον επιχειρηματικό τομέα, κυρίως στον χώρο της ένδυσης με φίρμα το όνομά του και υπήρξε εποχή που οι επιχειρήσεις του απέφεραν πολλά κέρδη, έφτασε όμως και η στιγμή που χρεοκόπησαν και το 2006 αναγκάστηκε να βγάλει σε δημοπρασία προσωπικά αντικείμενα (κύπελλα και ρακέτες) από την ένδοξη εποχή του, παίρνοντας ένα υψηλό ποσό από τον οίκο Μπόναμς του Λονδίνου, που ανέλαβε την δημοπρασία. Το έμαθε ο Τζον Μακ Ενρο και έσπευσε αμέσως να βοηθήσει. Κινητοποίησε τον Τζίμι Κόνορς και τον Αντρέ Αγκάσι, οι τρεις τους αγόρασαν τα αντικείμενα αυτά στην δημοπρασία και του τα επέστρεψαν.

Σήμερα ζει στο Μόντε Κάρλο μαζί με την τρίτη σύζυγό του, την Πατρίσια Όστφελντ, την οποία παντρεύτηκε το 2002 και μαζί της απέκτησε έναν γιό.

Ως επίλογος η φράση του Ίλιε Ναστάζε, όταν ο 20χρονος Μποργκ τον νίκησε στον τελικό του Γουίμπλεντον το 1976 και κατέκτησε για πρώτη φορά το τουρνουά και μάλιστα χωρίς να χάσει σετ στα εφτά ματς που έδωσε: «Εμείς όλοι παίζουμε τένις. Αυτός κάτι άλλο»!

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα